“Η κρίση αποκάλυψε τις παθογένειες της ελληνικής πραγματικότητας”

*Συνέντευξη στην ενημερωτική ιστοσελίδα tvxs.gr, 25.03.2012

Ο «φονταμενταλισμός» της αγοράς και οι «αμαρτίες» του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελούν δεδομένα. Ωστόσο, ο μεγάλος «ασθενής» στην Ελλάδα είναι το κράτος. Το συμπέρασμα εξάγει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργος Σωτηρέλης, ο οποίος πάντως διαμηνύει ότι και σε αυτή την περίπτωση «πρέπει να απορριφθεί η άκριτη και παθητική προσαρμογή στα σημερινά διεθνή και ευρωπαϊκά δεδομένα, που προβάλλεται από πολλούς σαν πανάκεια». Ο ίδιος παρουσιάζει στο tvxs.gr τη δική του οπτική για τον τρόπο με τον οποίο η κρίση μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθεί ως ευκαιρία.

Πολλοί μιλούν σήμερα για τη μεταρρύθμιση του κράτους. Ποιο πρέπει να είναι κατά τη γνώμη σας το νόημα μιας τέτοιας μεταρρύθμισης;

Ο προβληματισμός για την μεταρρύθμιση του κράτους αποτελεί ασφαλώς πρώτιστη προτεραιότητα, διότι αυτό που αναδείχθηκε ανάγλυφα από την κρίση είναι οι σημαντικότατες παθογένειες και υστερήσεις του, που έχουν βραχυκυκλώσει ολόκληρο τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Ωστόσο ένας τέτοιος προβληματισμός δεν πρέπει να περιορίζεται απλώς στην ανάγκη για ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό κράτος, διότι ακόμη και ένα τέτοιο κράτος μπορεί κάλλιστα να λειτουργεί σε βάρος των συμφερόντων των ευρέων λαϊκών στρωμάτων που εκπροσωπεί. Απαιτείται, παράλληλα, ένα κράτος με πλατιά δημοκρατική νομιμοποίηση –ώστε να υπηρετεί πράγματι το δημόσιο συμφέρον– αλλά και, με στοχεύσεις που θα προάγουν ισόρροπα την προσωπική ελευθερία και την κοινωνική συνοχή.

Αυτό σημαίνει, προεχόντως, ότι πρέπει να απορριφθεί η άκριτη και παθητική προσαρμογή στα σημερινά διεθνή και ευρωπαϊκά δεδομένα, που  προβάλλεται από πολλούς σαν  πανάκεια. Το ελληνικό κράτος, όπως άλλωστε  και κάθε εθνικό κράτος, χρειάζεται μια συνολική αναδιάταξη του θεσμικού οπλοστασίου του, ώστε να είναι σε θέση να διηθήσει με προσοχή, κριτικά  και δημιουργικά, αυτά τα δεδομένα, γνωρίζοντας τι πρέπει να κρατήσει και τι να αφήσει, με κριτήριο πάντοτε  τις αρχές και τις αξίες  της πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας.

Συνεπώς, τι πρέπει να κρατήσει κανείς και τι να αφήσει από το σημερινό ελληνικό κράτος;

Προσωπικά, εισηγούμαι αλλαγές  πάνω σε 3 κυρίως άξονες:

– Αντιμετώπιση των υπονομεύσεων της εθνικής (κρατικής) κυριαρχίας και αποκατάσταση της «αυτονομία της πολιτικής» απέναντι στην πίεση των διεθνών αγορών, των ιδιωτικών εξουσιών που αποτελούν τα αποκυήματά τους, καθώς και των εγχώριων «διαπλεκόμενων» συμφερόντων. Σε αυτό το πλαίσιο, χρειάζεται ισχυρή δημοκρατική νομιμοποίηση σε αποφάσεις που συνεπάγονται σοβαρούς περιορισμούς στην εθνική (κρατική) κυριαρχία, είτε από τη Βουλή, με πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου των βουλευτών κατά το άρθρο 28 παρ. 3 του Συντάγματος (που δυστυχώς αγνοήθηκε κατά την ψήφιση του πρώτου μνημονίου), είτε με ενεργοποίηση της λαϊκής κυριαρχίας μέσω ειδικών δημοψηφισμάτων (αρκεί βέβαια αυτά να μην υπονομεύονται με άκαιρες επιλογές, ερασιτεχνικές πολιτικές κινήσεις και κραυγαλέες διαχειριστικές ανεπάρκειες, όπως συνέβη πρόσφατα…).

– Αποκατάσταση, γενικότερα, της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος με μια νέα συνολική θεσμική αρχιτεκτονική, που θα συνοδεύεται από την εκ βάθρων αναδιάρθρωση των νομιμοποιητικών θεμελίων του. Μια τέτοια αρχιτεκτονική συνεπάγεται, ιδίως, αφ’ενός μεν την αποφασιστική διεύρυνση και ενίσχυση της δημοκρατικής βάσης του κράτους, μέσω της θαρραλέας μεταρρύθμισης του πολιτικού συστήματος, αφ’ετέρου δε την  ριζική αναδιατύπωση της  ελευθερίας, κατά τρόπον ώστε να ενοποιεί και να δίνει ουσιαστικό  περιεχόμενο στα πολιτικά, κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα, συγκροτώντας μέσω της κοινωνικής συνοχής και των ατομικών αντιστάσεων μια δεύτερη γραμμή άμυνας απέναντι στα διεθνή και εγχώρια «διαπλεκόμενα συμφέροντα».

– Επαναθεμελίωση του διοικητικού συστήματος, που συνεπάγεται ιδίως τον προσεκτικό διαχωρισμό, σε κάθε υπουργείο, των επιτελικών από τις εκτελεστικές αρμοδιότητες (μετά από προσεκτική χαρτογράφησή τους) και την διατήρηση στα υπουργεία μόνο των πρώτων, που θα στελεχωθούν με ανοιχτό διαγωνισμό, προκειμένου να επιτευχθεί πράγματι ο στόχος για επιτελική κεντρική διοίκηση και, κατ’επέκταση, για «κράτος στρατηγείο».

Επιπλέον, απαιτείται η ριζική αναβάθμιση των ΚΕΠ, τόσο ως προς την στελέχωση (επίσης με ανοιχτό διαγωνισμό και με ιδιαίτερη έμφαση στην πρόσληψη ταλαντούχων νέων ανθρώπων με ιδιαίτερες γνώσεις στον χειρισμό ηλεκτρονικών μέσων) όσο και ως προς την λειτουργία, με την βαθμιαία μετατροπή τους σε ολοκληρωμένα τοπικά διοικητικά κέντρα, που θα διεκπεραιώνουν οιονεί εργολαβικά τις υποθέσεις των πολιτών.

Μόνο  μια τέτοια διπλή  παράκαμψη της  σημερινής γραφειοκρατικής  και προβληματικής  δομής μπορεί να δημιουργήσει τους όρους για την ικανοποιητική ανταπόκριση του ελληνικού κράτους στις εξαιρετικά αυξημένες δημοσιονομικές και αναπτυξιακές απαιτήσεις της συγκυρίας, στην πρόκληση για ριζική αναβάθμιση των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών και στην διασφάλιση της -περισσότερο αναγκαίας από ποτέ- κοινωνικής προστασίας.

Έχετε αναφερθεί ήδη σε «διαπλεκόμενα συμφέροντα». Πόσο σημαντική είναι αυτή η παράμετρος στον προβληματισμό για τη μεταρρύθμιση του κράτους;

Είναι αλήθεια ότι η  σημερινή κρίση του  εθνικού κράτους  δεν εκδηλώνεται  μόνον  σε σχέση με τις απειλές που υφίσταται από το διεθνές οικονομικό,  πολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Παράλληλα με την έξωθεν ασφυκτική πολιορκία, που έχει ασφαλώς ενταθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια και αποτελεί την πλέον ορατή πλευρά της κρίσης, τεράστιοι και σε τελευταία ανάλυση αλληλένδετοι κίνδυνοι υφίστανται ήδη προ πολλού και στο εσωτερικό του. Πράγματι, εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, και υπό την επίδραση της διεθνούς τάσης για επικράτηση των δυνάμεων της αγοράς πάνω στις δυνάμεις της πολιτικής, έχει δρομολογηθεί σε όλα τα εθνικά κράτη –με μεγαλύτερη όμως ένταση και με πολλές ιδιαιτερότητες στην Ελλάδα– μια εκ των ένδον και σε βάθος υπονόμευσή τους. Αιχμή του δόρατος σε μια τέτοια εξέλιξη αποτελούν αναμφισβήτητα τα διαβόητα «διαπλεκόμενα συμφέροντα», τα ιδιωτικά δηλαδή κέντρα οικονομικής ισχύος τα οποία επιδιώκουν την ικανοποίηση των συμφερόντων τους είτε με την χειραγώγηση –ή και απροκάλυπτη υπαγόρευση– κρίσιμων κρατικών αποφάσεων, ιδίως οικονομικής υφής, είτε με την αχρήστευση ελεγκτικών κρατικών μηχανισμών είτε με προκλητική υποκατάστασή τους στην θέση των δημόσιων υπηρεσιών, μέσω ευθείας ή έμμεσης και διαμεσολαβημένης  ιδιωτικοποίησής τους.

Την ζοφερή αυτή εικόνα συμπληρώνει  η συνεχής και  συστηματική  παραπλάνηση της κοινής γνώμης από τα ιδιωτικά ΜΜΕ, τα οποία ως γνωστόν αποτελούν την αιχμή του δόρατος της διαπλοκής. Αυτό αφορά ιδίως το ολιγοπώλιο των ιδιωτικών τηλεοπτικών μέσων, τα οποία συγκεντρώνονται πλέον σε ελάχιστα χέρια πανίσχυρων επιχειρηματιών και αποτελούν τους οιονεί ιδεολογικούς μηχανισμούς των ανωτέρω οικονομικών κέντρων ισχύος, επιδιώκοντας αφ’ενός μεν την προετοιμασία του εδάφους –με διατεταγμένη εξουδετέρωση των ιδεολογικών αντιστάσεων και εκκαθάριση των κοινωνικών και πολιτικών εμποδίων– αφ’ετέρου δε την προπαγανδιστική επιβολή των  συμφερόντων των δυνάμεων της αγοράς.

Πρόκειται πράγματι για εξαιρετικά κρίσιμη διακινδύνευση  της  υπόστασης και της προοπτικής του εθνικού κράτους, αφού είναι προφανές ότι κατατείνει στην συρρίκνωση της εσωτερικής συνοχής και της αποτελεσματικότητάς του –ιδίως μέσω της διατεταγμένης κατασυκοφάντησης κάθε έννοιας δημόσιας υπηρεσίας– και στην σταδιακή υποβάθμιση ζωτικών  λειτουργιών του, εν τέλει δε στην ευθεία αμφισβήτηση του ενοποιητικού πολιτικού και οικονομικού ρόλου που παραδοσιακά διαδραματίζει στο πλαίσιο ενός κοινωνικού σχηματισμού. Αυτό δε οδηγεί αναπόφευκτα στην βαθμιαία περιθωριοποίηση ή και  απόσυρση του κράτους από κρίσιμους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, ιδίως σε σχέση με την εποπτεία της αγοράς. Κραυγαλέα απόδειξη όλων αυτών είναι βέβαια η ίδια η οικονομική κρίση, η οποία υπήρξε απόρροια ακραίων χρηματοπιστωτικών παρεκτροπών, που οδήγησαν στην γνωστή «φούσκα» των τραπεζών, μέσω της ανέλεγκτης ανάπτυξης αθέμιτων «τοξικών προϊόντων» και της ασύδοτης κερδοσκοπίας των τραπεζικών στελεχών.

Πόσο αναγκαία κρίνεται μία συνταγματική αναθεώρηση; 

Στο ερώτημα αυτό απαιτείται, νομίζω, μια πολύ προσεκτική και ζυγισμένη απάντηση, διότι ελλοχεύουν δύο κίνδυνοι: Ο πρώτος είναι ο  κίνδυνος του συνταγματικού λαϊκισμού, οι οιμωγές και κραυγές του οποίου κυριάρχησαν, το τελευταίο διάστημα, στον δημόσιο λόγο. Ο κίνδυνος αυτός εν προκειμένω εντοπίζεται στο να θεωρηθεί η αναθεώρηση του Συντάγματος πανάκεια, διά «πάσαν νόσον» του πολιτικοδιοικητικού μας συστήματος, και να μετατεθεί στο μέλλον, δηλαδή μετά την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας, η επίλυση των σοβαρότατων σημερινών προβλημάτων. Ο δεύτερος κίνδυνος είναι η πλήρης και απόλυτη συνταγματική επανάπαυση. Το να οχυρωθούμε δηλαδή πίσω από μια αξιωματικά διατυπούμενη άποψη ότι τίποτε δεν έχει να συνεισφέρει μια συνταγματική αναθεώρηση στην αντιμετώπιση της σοβούσας κρίσης, με κύριο επιχείρημα ότι μια τέτοια αντιμετώπιση είναι προεχόντως έργο των πολιτικών δυνάμεων, οι όποιες πολιτικές επιλογές των οποίων  δεν εμποδίζονται επ’ουδενί από το ισχύον Σύνταγμα. Με άλλα λόγια, η συνταγματική αναθεώρηση δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιηθεί είτε σαν άλλοθι είτε σαν υπεκφυγή. Η κρίση είναι παρούσα και οι λύσεις για την αντιμετώπισή της πρέπει να αναζητηθούν και να δοθούν τώρα, διότι ενώ για τα οικονομικά μας αποδείχθηκε –ιδίως για τους ασθενέστερους– τραγωδία, για τα θεσμικά μπορεί πράγματι να αποδειχθεί ευκαιρία. Μια ευκαιρία που επιβάλλεται να αξιοποιηθεί αμέσως, στο μέγιστο δυνατό εύρος και με τη μέγιστη εφικτή συναίνεση, για να επισφραγισθεί αργότερα, στην ώρα της, με μια προσεκτική, μετρημένη και θεσμικά πρόσφορη συνταγματική αναθεώρηση.

Sliding Sidebar

Επιπλέον Άρθρα