“Μπορεί να απαγορευτεί η συμμετοχή της Χ.Α. στις εκλογές”

* Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Free Sunday, 19.01.2014

Ως έκφραση «επιλεκτικού δικαστικού λαϊκισμού» περιγράφει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Γιώργος Σωτηρέλης την «αντίθετη με το Σύνταγμα ερμηνεία που υιοθέτησε το Δικαστικό Συμβούλιο του άρθρου 86 του Συντάγματος, ως προς την υπόθεση Παπακωνσταντίνου». Χαρακτηρίζει «παράνομη» την απόφαση να πραγματοποιηθεί ο δεύτερος και όχι ο πρώτος γύρος των αυτοδιοικητικών εκλογών μαζί με τις ευρωεκλογές και εξηγεί πώς και γιατί μπορεί να απαγορευτεί η συμμετοχή της Χρυσής Αυγής στις εκλογές.

Συνέντευξη στην Αγγελική Σπανού

Οι εξελίξεις στο δικαστικό πεδίο είναι καταιγιστικές. Πρόκειται για επιχείρηση «καθαρά χέρια» αλά ελληνικά; Μπορούν να απαντήσουν στο συλλογικό αίτημα για τέλος στην ασυλία των ισχυρών και να ικανοποιηθεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα;

Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων, ως προς την ποινική αντιμετώπιση της διαφθοράς, ήταν πράγματι καταιγιστικές και σε μεγάλο βαθμό αναπότρεπτες, διότι έσπασαν ή χαλάρωσαν, λόγω της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης, πολλές από τις ασφαλιστικές δικλείδες προστασίας του ιδιότυπου κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος που οδήγησε τη χώρα στην οικονομική κατάρρευση. Ωστόσο, είναι νωρίς για γενικότερα συμπεράσματα. Ιδίως θέλω να παρατηρήσω ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην πολιτική αξιολόγηση αυτών των νέων εξελίξεων, ώστε αυτή να μην είναι ούτε μονοσήμαντη ούτε απλουστευτική. Στο κατ’ αρχήν, βέβαια, πρέπει να δεχτούμε ότι πρόκειται για αναμφισβήτητα θετικές εξελίξεις, καθώς σηματοδοτούν μια προσπάθεια αφενός μεν για «κάθαρση», που είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη σε μια βαθύτατα πελατειακή και πολλαπλά διαβρωμένη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, αφετέρου δε για ικανοποίηση του περί δικαίου αισθήματος. Πλην, όμως, δεν πρέπει να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι πρόκειται για μια ριζικά νέα πραγματικότητα στο πεδίο της δικαστικής εξουσίας, διότι ακόμη δεν φαίνεται να συντρέχουν οι προϋποθέσεις για έναν συνολικό και αποφασιστικό θεσμικό αναπροσανατολισμό της. Με άλλα λόγια, είναι τόσο έντονοι οι συγκυριακοί καθορισμοί και τόσο εμφανείς οι επιρροές των αποτελεσμάτων της κρίσης, που δεν επιτρέπουν γενικευμένη αισιοδοξία. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν το τελευταίο διάστημα είναι ολοένα και συχνότερη η προσχώρηση της δικαστικής εξουσίας σε έναν ιδιότυπο δικαστικό λαϊκισμό, ο οποίος υπηρετεί επικοινωνιακές κυρίως σκοπιμότητες και προτεραιότητες, ενώ ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί και σε γενικότερη διατάραξη της ισορροπίας μεταξύ των εξουσιών, με την επικράτηση μιας επικίνδυνης αυταρχικής παρεκτροπής, που αποδίδεται με τον όρο «κράτος δικαστών».

Πιο συγκεκριμένα;

Χαρακτηριστικό παράδειγμα επιλεκτικού δικαστικού λαϊκισμού, κατά την άποψή μου, είναι η αντίθετη με το Σύνταγμα ερμηνεία που υιοθέτησε το Δικαστικό Συμβούλιο του άρθρου 86 του Συντάγματος, ως προς την υπόθεση Παπακωνσταντίνου, καθώς και τα διαφορετικά μέτρα και σταθμά που επικράτησαν ως προς την προφυλάκιση από τη μια για τη γυναίκα και την κόρη του κ. Τσοχατζόπουλου, που είχαν αμφότερες ανήλικα παιδιά, και από την άλλη για τους ενεχομένους στην υπόθεση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου.

Κατά τη γνώμη σας, ποια θα είναι η επίδραση αυτών των εξελίξεων σε πολιτικό επίπεδο;

Είναι προφανές ότι οι εξελίξεις αυτές επιτείνουν την κρίση ενός εντελώς ανυπόληπτου, ούτως ή άλλως, πολιτικού συστήματος. Αυτό μάλιστα συμβαίνει σε μία περίοδο που η πλέον εκτεθειμένη πλευρά αυτού του συστήματος, δηλαδή τα δύο κυβερνητικά κόμματα, χρειάζονται την ευρύτερη δυνατή πολιτική νομιμοποίηση, για την εφαρμογή των ουκ ολίγων κοινωνικά άδικων και πολιτικά ατελέσφορων μέτρων που επιβάλλονται άκριτα τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Έτσι, είναι εύλογο το πολιτικό σύστημα να βρίσκεται εδώ και καιρό σε μια κατάσταση διάχυτης και οξείας αμφισβήτησης, με συχνές τάσεις παρεκτροπής προς αντιδημοκρατικές ατραπούς. Το πού θα στραφεί βέβαια, εντέλει, αυτή η αμφισβήτηση εξαρτάται εν πολλοίς από το πώς θα κινηθούν οι πολιτικές δυνάμεις που θέλουν να την εκφράσουν. Κατά την άποψή μου, είναι τεράστια ευκαιρία να εγκαταλειφθούν πλέον οι τυφλές και αδιέξοδες πολιτικές που επικράτησαν τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο πλαστών ή ψευδεπίγραφων αντιθέσεων, και να υιοθετηθεί, ως μόνη διέξοδος, η στρατηγική ενός ισορροπημένου διμέτωπου αντικαθεστωτισμού. Ενός αντικαθεστωτισμού, δηλαδή, που θα στραφεί, παράλληλα, τόσο απέναντι στις παραδοσιακές εκδοχές του κρατικοοικονομικού κατεστημένου, που είναι ο βασικός υπαίτιος της κρίσης και υπέχει τεράστιες πολιτικές και ποινικές ευθύνες, όσο και απέναντι σε έναν διάχυτο κοινωνικοπολιτικό καθεστωτισμό, που αποτυπώνεται στο τρίπτυχο «κρατισμός-λαϊκισμός-συντεχνιασμός». Όλα αυτά, πάντως, υπό μια απαρέγκλιτη προϋπόθεση: ο διμέτωπος αυτός αντικαθεστωτισμός δεν πρέπει να πετάξει μαζί με τα νερά και το παιδί. Δηλαδή δεν πρέπει να οδηγήσει, στη μεν πρώτη εκδοχή του, στην υπονόμευση και της ίδιας της δημοκρατίας, στη δε δεύτερη εκδοχή του στην αμφισβήτηση του αναντικατάστατου ρόλου του κράτους, του λαού και του συνδικαλισμού, που αποτελούν εν δυνάμει τα βασικότερα θεσμικά αντίβαρα απέναντι στην καταθλιπτική κυριαρχία των «αγορών».

Υπάρχει περίπτωση να απαγορευτεί η συμμετοχή της Χ.Α. στις εκλογές;

Πρόκειται για ένα καίριας σημασίας ερώτημα, καθώς στον μέσο πολίτη φαίνεται ακατανόητο πώς είναι δυνατόν ένα κόμμα να κατέρχεται στις εκλογές ενώ η ηγεσία και αρκετοί βουλευτές του τελούν σε καθεστώς προσωρινής κράτησης για συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, ενδεχομένως δε και για προσβολές του πολιτεύματος. Το ίδιο δε ερώτημα αφορά και ατομικά την εκλογιμότητα των συγκεκριμένων βουλευτών, είτε στις βουλευτικές είτε στις δημοτικές εκλογές.

Πρέπει να τονίσω ευθύς εξαρχής ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι δύσκολη, τόσο με βάση το ισχύον Σύνταγμα όσο και στην προοπτική της αναθεώρησής του. Ξεκινώντας από το ισχύον Σύνταγμα, το βέβαιο είναι ότι δεν νοείται απαγόρευση της λειτουργίας κόμματος, με απόφαση δικαστηρίου, όπως ισχύει σε άλλες έννομες τάξεις. Διαφορετικά όμως τίθεται το ζήτημα ως προς την κάθοδο σε εκλογές, καθώς το άρθρο 29 του Συντάγματος θέτει ως προϋπόθεση για τη συνταγματική λειτουργία ενός κόμματος το «να εξυπηρετεί», με «την οργάνωση και τη δράση του… την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».

Έως το 2002 η διάταξη αυτή εξειδικευόταν με συγκεκριμένη ρύθμιση του νομοθετικού διατάγματος 59/74, που έθετε ως προϋπόθεση για την ανακήρυξη κόμματος τη ρητή δήλωσή του ότι δεν αποβλέπει στη βίαιη κατάλυση της έννομης τάξης και στην ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Με βάση δε αυτό το διάταγμα, υπάρχει το προηγούμενο τριών κομμάτων που δεν ανακηρύχθηκαν (το 1994), διότι αρνήθηκαν να υποβάλουν αυτή τη δήλωση.

Με τον εκλογικό νόμο του 2002 η ρύθμιση του ν.δ. καταργήθηκε και η δήλωση πρέπει πλέον να επαναλαμβάνει απλώς την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 29 του Συντάγματος. Ωστόσο, και υπό αυτή τη ρύθμιση ο Άρειος Πάγος αρνήθηκε να ανακηρύξει κόμμα, και μάλιστα με τον τίτλο «Νέο Φασιστικό Κόμμα», επιτρέποντας απλώς στον αρχηγό του να κατέλθει ως μεμονωμένος υποψήφιος. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, είναι φανερό ότι τίποτε δεν θα εμπόδιζε το νομοθέτη να επανέλθει στις ρυθμίσεις του ν.δ. του 1974, προσθέτοντας ως τρίτη προϋπόθεση –πέραν της βίαιης κατάλυσης της έννομης τάξης και της ανατροπής του δημοκρατικού πολιτεύματος– τη μη έκδοση τουλάχιστον παραπεμπτικού βουλεύματος (πολλώ δε μάλλον δικαστικής απόφασης), ως προς την ηγεσία και τους υποψηφίους ενός κόμματος, για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και για προσβολή του πολιτεύματος.

Τι θα σήμαινε όμως μια τέτοια ρύθμιση ως προς τη Χρυσή Αυγή;

Πρώτον, ότι θα αναγκαστεί να κάνει συγκεκριμένη «δήλωση δημοκρατικών φρονημάτων», που θα τους θυμίζει τη διαβόητη «δήλωση κοινωνικών φρονημάτων» που οι ομοϊδεάτες τους είχαν επιβάλει, μετά τον εμφύλιο, στον ελληνικό λαό. Δεύτερον δε, και σπουδαιότερο, ότι η δήλωση αυτή δεν θα έχει μόνο συμβολική αξία, διότι θα τεκμαίρεται ψευδής και άνευ ουσίας αν έχει προηγηθεί τουλάχιστον παραπεμπτικό βούλευμα (πολύ δε περισσότερο καταδίκη), σύμφωνα με τα προηγούμενα. Άρα, στην περίπτωση αυτή, το κόμμα δεν θα κατέρχεται στις εκλογές ακόμη και αν έχει υποβάλει δήλωση.

Γνωρίζω βέβαια ότι απέναντι σε μια τέτοια θεώρηση υπάρχουν αρκετές επιφυλάξεις, οι οποίες μάλιστα σε ένα βαθμό είναι θεμιτές, όχι μόνο λόγω της ταραγμένης πολιτικής ιστορίας της χώρας, που σφραγίστηκε από τις έντονες διώξεις της Αριστεράς, αλλά ιδίως λόγω της ανεκδιήγητης θεωρίας των δύο άκρων που προβάλλουν τελευταία κύκλοι του κυβερνώντος κόμματος, τορπιλίζοντας την αναγκαία ενότητα των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στον ολοκληρωτισμό, προφανώς για μικροκομματικά οφέλη.

Ωστόσο, οι καιροί έχουν αλλάξει, όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να ζωντανέψουν τα φαντάσματα του παρελθόντος. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η δημοκρατία μας δεν είναι τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά η Χρυσή Αυγή. Με δεδομένο δε το ότι οι κοινωνικές συνθήκες στη χώρα μας –που θυμίζουν εκείνες του γερμανικού μεσοπολέμου– ευνοούν την ανάπτυξη νεοναζιστικών και νεοφασιστικών αντιλήψεων και πρακτικών, αλλά και το ότι το πολιτικό μας σύστημα παρουσιάζει έντονα σημάδια παρακμής και αναξιοπιστίας, επείγει, πέρα από την ποινική, και μια ευρύτερη θεσμική αντιμετώπιση, με επίκεντρο τη δυνατότητα να απαγορευτεί η κάθοδος της Χ.Α. στις εκλογές, με όλες βέβαια τις αναγκαίες εγγυήσεις που μπορούν και επιβάλλεται να αναζητηθούν ειδικότερα, ώστε να αποφευχθούν παράπλευρες απώλειες.

Η προσέγγιση αυτή, μάλιστα, θα μπορούσε να επισφραγιστεί και με μια νέα συνταγματική διάταξη, ενόψει της συνταγματικής αναθεώρησης, η οποία πλέον θα ρυθμίσει ενιαία τη δυνατότητα μη ανακήρυξης κομμάτων με τα χαρακτηριστικά της Χρυσής Αυγής και ταυτόχρονα τη δυνατότητα κατάργησής τους, από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ακόμη κι αν έχουν ανακηρυχθεί και βρίσκονται σε λειτουργία, με παράλληλη ή και αυτοτελή, κατά περίπτωση, έκπτωση και των βουλευτών από το αξίωμά τους. Αυτό θα γίνεται, πάντως, μόνον αν τόσο το κόμμα καθαυτό όσο και οι βουλευτές του ατομικά παραβιάσουν τα ακραία όρια ανοχής της δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν.

Το ίδιο μάλιστα, δηλαδή η θέσπιση κωλύματος λόγω παραπεμπτικού βουλεύματος για συγκεκριμένα κακουργήματα, θα μπορούσε να συμβεί –χωρίς μάλιστα συνταγματική αναθεώρηση– και ως προς την υποβολή υποψηφιότητας στις δημοτικές εκλογές. Διότι σήμερα στη νομοθεσία (άρθρο 236 παρ. 2 του ν. 3852/2010) υπάρχει μια αντίφαση, την οποία ενδέχεται να αντιμετωπίσουμε στην περίπτωση Κασιδιάρη: κάποιος που έχει παραπεμφθεί για τέτοια κακουργήματα να μπορεί μεν να θέσει υποψηφιότητα, αλλά μόλις εκλεγεί (αν εκλεγεί) να τίθεται σε αργία μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεσή του…

Μια και μιλάμε για αυτοδιοικητικές εκλογές, πώς κρίνετε την απόφαση της κυβέρνησης να διεξαχθούν οι ευρωεκλογές ταυτόχρονα με τον δεύτερο και όχι με τον πρώτο γύρο αυτών των εκλογών;

Η απόφαση αυτή, η οποία ελπίζω να μην είναι οριστική, είναι καταφανώς παράνομη. Το πρόγραμμα «Καλλικράτης», που ισχύει για τις αυτοδιοικητικές εκλογές (άρθρα 9 και 114 του ν. 3852/2010), προβλέπει ρητά ότι οι εκλογές για την ανάδειξη των αυτοδιοικητικών αρχών γίνεται «την ίδια ημέρα διενέργειας της ψηφοφορίας για την εκλογή των Ελλήνων μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στα ίδια εκλογικά τμήματα, με τις ίδιες εφορευτικές επιτροπές, τους ίδιους αντιπροσώπους δικαστικής αρχής και τους ίδιους εφόρους αντιπροσώπων». Το νόημα αυτής της διάταξης, το οποίο μάλιστα γνωρίζω από πρώτο χέρι, διότι τυχαίνει να ήμουν ο εισηγητής της, είναι σαφέστατο: ταυτόχρονα με τις ευρωεκλογές διεξάγεται ο πρώτος και όχι ο δεύτερος γύρος των αυτοδιοικητικών εκλογών, διότι η συγκεκριμένη ρύθμιση, όπως τονίζεται και στην εισηγητική έκθεση, αποσκοπεί στη μέγιστη δυνατή μείωση των εκλογικών δαπανών. Πώς όμως είναι δυνατόν να έχουμε τέτοια μείωση των δαπανών όταν ο δεύτερος γύρος ενδέχεται να αφορά πολύ λιγότερους δήμους και περιφέρειες, ενώ τίποτε δεν αποκλείει, θεωρητικά τουλάχιστον, να μην υπάρξει καν δεύτερος γύρος; Είναι φανερό λοιπόν ότι πρόκειται για μια απόφαση που λήφθηκε όχι με θεσμικά αλλά με καθαρά μικροπολιτικά κριτήρια, τα οποία δυστυχώς, για μια ακόμη φορά, βλέπουμε όχι απλώς να πρυτανεύουν αλλά να τίθενται υπεράνω του νόμου, επιτείνοντας ακόμη περισσότερο την απαξίωση των κομμάτων που καταφεύγουν ανερυθρίαστα σε τέτοιες μεθοδεύσεις.

Sliding Sidebar

Επιπλέον Άρθρα