Θα αλλάξει επιτέλους το κράτος;

Είναι αναμφίβολο, ότι ο «μεγάλος ασθενής» στην χώρα μας είναι το κράτος, τόσο ως γενεσιουργός αιτία της κρίσης όσο και ως τροχοπέδη για την αντιμετώπισή της. Άρα, κάθε μεταρρυθμιστική πολιτική που δεν ξεκινάει από αυτό είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Όταν αναφερόμαστε όμως στο κράτος δεν εννοούμε μόνο το πολιτικό σύστημα, στο οποίο αναφερθήκαμε αναλυτικά στα προηγούμενα άρθρα μας, αλλά και το διοικητικό, το οποίο παρουσιάζει εγγενή και εξ ίσου κραυγαλέα προβλήματα.

Τα πλέον αρνητικά χαρακτηριστικά του εντοπίζονται αναμφίβολα αφ’ενός μεν στον υπερσυγκεντρωτισμό και τον ανορθολογισμό του, αφ’ετέρου δε, και ιδίως, στην βαθύτατα πελατειακή λογική που το διαπερνά, με αποτέλεσμα την ευνοιοκρατία στην στελέχωση και την μεροληψία στην δράση. Όλα αυτά συνθέτουν την εικόνα ενός κράτους το οποίο όχι μόνον δεν κατάφερε, έστω και στοιχειωδώς, να αντιστοιχηθεί στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης αλλά και συνέβαλε τα μέγιστα στην οικονομική κατάρρευση, λόγω αφ’ενός μεν της πλήρους αναποτελεσματικότητάς του, ως προς την διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων, αφ’ετέρου δε της υπερδιόγκωσής του και της υποταγής τους στον συντεχνιασμό, τη διαφθορά και τη συναλλαγή, που μετέτρεψαν το κράτος πρόνοιας σε “κράτος μαστό”, απομυζούμενο από τα πάσης φύσεως ιδιωτικά συμφέροντα.

Ωστόσο, παρά την συνεχή και μεγαλόστομη ρητορεία περί «μεταρρυθμίσεων», αυτό το προβληματικό κράτος έχει μείνει σχεδόν αλώβητο όλα τα τελευταία χρόνια της κρίσης, συμπεριλαμβανομένης και της προηγούμενης διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Πράγματι, αν εξαιρέσουμε το «Πρόγραμμα Καλλικράτης και ορισμένα σποραδικά –και εν πολλοίς μετέωρα– μέτρα κατά του πελατειακού συστήματος και της αδιαφάνειας, οι υποτιθέμενες μεταρρυθμίσεις εξαντλήθηκαν σε σπασμωδικές και αντανακλαστικές κινήσεις απέναντι στις –συνήθως εξωπραγματικές ή τιμωρητικές– πιέσεις των εταίρων μας, οι οποίες έχουν δυστυχώς προ πολλού υποκαταστήσει την εγχώρια πολιτική..

Ως εκ τούτου, η μεταρρυθμιστική τομή στο διοικητικό μας σύστημα  προβάλλει πλέον, επιτακτικότερα από ποτέ, ως το μεγάλο ζητούμενο ενός νέου και μακροπρόθεσμου εθνικού πολιτικού σχεδίου, που θα ενσωματώνει μεν τα συμφωνηθέντα αλλά και θα τα υπερβαίνει, στοχεύοντας επιτέλους στην διοικητική, αναθεμελίωση του ελληνικού κράτους. Κι αυτό αποτελεί όρο όχι μόνον για την ανάκτηση της πολιτικής αυτονομίας και της θεσμικής αξιοπιστίας του αλλά και για την αποτελεσματική διεκπεραίωση μιας κατά το δυνατόν εναλλακτικής πολιτικής ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης.

Για να είναι πρόσφορη, όμως, μια τέτοια μεταρρύθμιση υπάρχουν κάποιες σοβαρές προϋποθέσεις:

Εν πρώτοις, πρέπει κατανοηθεί ότι ένα μεγάλο μέρος των διοικητικών προβλημάτων του κράτους δεν οφείλεται γενικά και αόριστα σε εξωγενείς παράγοντες  αλλά σε ορισμένες κραυγαλέες παθογένειες του ελληνικού κράτους, οι οποίες απλώς πολλαπλασιάσθηκαν και παροξύνθηκαν υπό την πίεση της οικονομικής κρίσης και του «φονταμενταλισμού» των αγορών.

Πρέπει επίσης να ξεκαθαρισθεί ότι το κράτος δεν είναι ούτε ουδέτερος ούτε άχρωμος μηχανισμός, που μπορεί να αλλάξει με ασκήσεις επί χάρτου. Είναι η πολιτική αποτύπωση συγκεκριμένων κοινωνικών συσχετισμών, όπως αυτοί διαμορφώνονται σε ένα βάθος χρόνου, προσδίδοντάς του συγκεκριμένη θεσμική παράδοση και συγκεκριμένη ιστορικότητα. Όποιος αγνοεί αυτά τα δεδομένα καταλήγει αναπόφευκτα σε ανιστόρητα και απλουστευτικά αιτήματα για «σύγχρονο» και «αποτελεσματικό» κράτος, παραγνωρίζοντας το ότι ένα τέτοιο κράτος ενδέχεται να λειτουργεί σε βάρος των συμφερόντων των ευρέων λαϊκών στρωμάτων που θεωρητικά εκπροσωπεί.

Με αυτά λοιπόν τα δεδομένα, απαιτείται μια νέα συνολική διοικητική αρχιτεκτονική του κράτους, κατά τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται πλήρως τόσο στον ρόλο ενός ευέλικτου και αποτελεσματικού “κράτους στρατηγείου” όσο και στον ρόλο του κοινωνικού κράτους. Αυτό σημαίνει καταμερισμό έργου, μεταξύ επιτελικού σχεδιασμού και εκτέλεσης, αποκέντρωση του δεύτερου, αναβάθμιση προσωπικού και λειτουργιών με ευρηματικό τρόπο και αντιγραφειοκρατικές τομές που θα προκαλέσουν στους πολίτες την αίσθηση ότι κάτι επιτέλους κινείται. Ειδικότερα:

– Πρώτιστη προτεραιότητα, είναι ο προσεκτικός διαχωρισμός, σε κάθε υπουργείο, των επιτελικών από τις εκτελεστικές αρμοδιότητες (μετά από προσεκτική χαρτογράφησή τους) και η διατήρηση στα υπουργεία μόνο των πρώτων. Αυτές πρέπει να ανατεθούν σε ολιγάριθμες διευθύνσεις, οι οποίες θα στελεχώνονται με προσωπικό υψηλών προσόντων –και αντίστοιχων ει δυνατόν αμοιβών– που θα αναζητηθεί με ανοιχτό διαγωνισμό μεταξύ όλων των στελεχών του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Όταν βέβαια ολοκληρωθεί αυτή η στελέχωση, οι πάσης φύσεως μετακλητοί σύμβουλοι των υπουργών, που αποτελούν μια ακόμη παθογένεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος, πρέπει να περιορισθούν δραστικά.

– Όλες οι άλλες (ιδίως εκτελεστικές) αρμοδιότητες, πρέπει να μεταφερθούν προς τα κάτω, δηλαδή σε φορείς είτε της καθ’ύλην αποκέντρωσης (δημόσιες υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα) είτε της κατά τόπον αποκέντρωσης (δηλαδή στις νέες περιφερειακές και αυτοδιοικητικές δομές που έχουν ήδη διαμορφωθεί με το «Πρόγραμμα Καλλικράτης»).

– Πέρα από αυτά, απαιτείται και μια ριζική αναβάθμιση των ΚΕΠ, τόσο ως προς την στελέχωση, με ανοιχτό επίσης διαγωνισμό, όσο και ως προς την λειτουργία τους, με την βαθμιαία μετατροπή τους σε ολοκληρωμένα τοπικά διοικητικά κέντρα, που θα διεκπεραιώνουν οιονεί εργολαβικά τις υποθέσεις των πολιτών.

– Σημαντική, τέλος, πέρα από το αναγκαίο αυτό πολλαπλό bypass της σημερινής αρτηριοσκληρωμένης διοικητικής δομής, θα ήταν και η κατάργηση του προληπτικού συστήματος ελέγχων, ως προς την παροχή διοικητικών αδειών (το οποίο πρέπει να αντικατασταθεί, σχεδόν παντού, με αυστηρούς κατασταλτικούς ελέγχους αλλά και με δρακόντειες ποινές ως προς τους συνυπογράφοντες κατά νόμον τις σχετικές αιτήσεις), προκειμένου να απεμπλακεί το διοικητικό μας σύστημα από γραφειοκρατικές καθυστερήσεις αλλά και από σημαντικές εστίες συναλλαγής και διαφθοράς.

*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 01.11.2015

Sliding Sidebar

Επιπλέον Άρθρα