Το εκλογικό σύστημα στη δίνη αντισυνταγματικών και αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων

Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα ή αναμενόμενα, το κυβερνητικό νομοσχέδιο για το εκλογικό σύστημα επιβεβαίωσε δυστυχώς την πάγια μεταπολιτευτική αντιμετώπιση του κρίσιμου αυτού θέματος από την πλευρά του κυβερνώντος κόμματος (για να μην θυμηθούμε και τα καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα της μετεμφυλιακής περιόδου).

Πρόκειται, ειδικότερα, για μια (ακόμη) αντισυνταγματική και αντιδημοκρατική επιλογή, η οποία όχι  μόνον δεν αποπνέει οποιαδήποτε διάθεση για συναινέσεις, συνθέσεις και συγκλίσεις με τα κόμματα της αντιπολίτευσης –διαψεύδοντας πλήρως τις σχετικές εξαγγελίες– αλλά και τραυματίζει το κύρος των θεσμών, υποτάσσοντάς τους, κατά τρόπο κυνικό και αδίστακτο, σε προδήλως μικροκομματικές σκοπιμότητες. Οι σκοπιμότητες αυτές, μάλιστα, όχι μόνον ομολογήθηκαν απροκάλυπτα, με την απαράδεκτη θεσμικά δήλωση ότι η ΝΔ θα προκαλέσει διπλές εκλογές, για να «κάψει» την απλή αναλογική –δήλωση ανάλογη με εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ, το 2014, ότι δεν θα ψηφίσει Πρόεδρο για να προκαλέσει εκλογές…– αλλά και αναμένεται να επαναληφθούν, όπως διέρρευσε, και στο πεδίο του εκλογικού συστήματος των δημοτικών εκλογών, για να ολοκληρωθούν έτσι οι επίσης αντισυνταγματικές παρεμβάσεις που έγιναν αμέσως μετά την ανάδειξη των τελευταίων δημοτικών και περιφερειακών αρχών.

Ας τα δούμε όμως τα προβλήματα του κυβερνητικού νομοσχεδίου συγκεκριμένα:

  1. Η «κραυγαλέα αντισυνταγματική» διάκριση μεταξύ «αυτοτελών κομμάτων» και συνασπισμών

Το αποκορύφωμα του κυβερνητικού πατερναλισμού, που βάλλει ευθέως κατά της συνταγματικής μας τάξης είναι η επανάληψη της  εξαιρετικά δυσμενούς μεταχείρισης –και κατ’ουσίαν του αποκλεισμού– των συνασπισμών, σε σχέση με τα «αυτοτελή» κόμματα, ως προς την απονομή του εκλογικού bonus (για να λάβει ένας συνασπισμός το bonus πρέπει ο μέρος όρος των συμμετεχόντων κομμάτων να υπερβαίνει το ποσοστό του δεύτερου αυτοτελούς κόμματος, κάτι που «προσβάλλει την νοημοσύνη των πολιτών», καθώς ένας συνασπισμός με 51% θα έπαιρνε λιγότερες έδρες από ένα «αυτοτελές» κόμμα με 35%…). Το αποτέλεσμα είναι φανερό: ο ψηφοφόρος αδυνατεί να επιλέξει εκ των προτέρων, με καθαρούς τους όρους του παιχνιδιού, πολιτικές δυνάμεις που θα ενίσχυαν τον πολιτικό πλουραλισμό και θα βασίζονταν σε συνθετικές πολιτικές διεργασίες και προγραμματικές συγκλίσεις.

Τέτοιοι συνασπισμοί, όμως, όχι μόνον επιβάλλεται να αντιμετωπίζονται ισότιμα με τα αυτοτελή κόμματα αλλά πρέπει και να ενθαρρυνθούν θεσμικά, διότι συμβάλλουν πράγματι στην βελτίωση της ποιότητας και της λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος. Ιδίως δε πρέπει να τονισθεί το ότι παρέχουν την δυνατότητα μακρόπνοων συμμαχιών μεταξύ όμορων πολιτικών κομμάτων, ώστε να διαμορφωθούν ευκρινώς και με όρους αρχών και προγραμματικών συγκλίσεων, ευρύτεροι πλουραλιστικοί πόλοι στην πολιτική μας ζωή, αντί των μετεκλογικών τυχάρπαστων συνεργασιών, με σαθρή προγραμματική βάση (όπως αυτή μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ), στις οποίες ωθεί το προτεινόμενο (όπως και το προϊσχύσαν) εκλογικό σύστημα.

Είναι πράγματι αποκαρδιωτικό το ότι η κυβέρνηση επιμένει, χωρίς περίσκεψη και χωρίς αιδώ, σε μια «μετεμφυλιακής έμπνευσης» και συνταγματικά απαράδεκτη ρύθμιση, την οποία ξαναανακάλυψε,  κατά την μεταπολιτευτική περίοδο, ο «νόμος Κούβελα» (ν. 1907/1990) και επανέφερε αργότερα, με μικροκομματικά μεθοδευμένη τροποποίηση του «νόμου Σκανδαλίδη» (ν. 3231/2004), ο –ισχύσας έως τις τελευταίες εκλογές– «νόμος Παυλόπουλου» (ν. 3636/2008).

Η ρύθμιση  αυτή είναι πραγματικό όνειδος για την πολιτική μας ζωή, καθώς έχει επικριθεί έντονα από το σύνολο σχεδόν της συνταγματικής θεωρίας, η οποία επισήμανε σε όλους τους τόνους το αυτονόητο: ότι η συγκεκριμένη σκανδαλωδώς ευνοϊκή μεταχείριση των κομμάτων έναντι των συνασπισμών παραβιάζει κατάφωρα το Σύνταγμα και βλάπτει σοβαρά  την Δημοκρατία. Ειδικότερα:

Α. Εν πρώτοις, θυμίζουμε ότι την αυθαίρετη διαφοροποίηση των συνασπισμών έχει κρίνει χωρίς περιστροφές αντισυνταγματική ο Αριστόβουλος Μάνεσης, ως Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής. Συγκεκριμένα ο αείμνηστος Δάσκαλός μου, σε σχετική Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής (την οποία συνυπέγραφε, ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης Επιστημονικών Μελετών, και ο Α. Παντελής)  είχε επισημάνει με έμφαση ότι:

«Η διαφοροποίηση… ενδέχεται να καταλήξει στην τεχνητή απόκτηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Μια τέτοια διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος… αποτελεί όμως αλλοίωση και νόθευση της λαϊκής ετυμηγορίας και παραβίαση του άρθρου 52 Συντ. που προστατεύει «την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της εκλογικής θέλησης ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας», η οποία αποτελεί το θεμέλιο του πολιτεύματος (άρθρο 1 παρ. 2 Συντ.). Εξάλλου ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα αντέβαινε όχι μόνο προς την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας αλλά και προς την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφουκαι επίσης προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης και ίσης ευκαιρίας των πολιτικών κομμάτων και προς το δικαίωμά τους να καθορίζουν την εκλογική και εν γένει πολιτική τους τακτική… (άρθρο 29 παρ. 1 Συντ.)».

Β. Προς επίρρωση μάλιστα της άποψής του επικαλέσθηκε και ad hoc νομολογία του Εκλογοδικείου, το οποίο, κρίνοντας  παρεμφερή υπόθεση, είχε ήδη δώσει επί της ουσίας μια απάντηση – κόλαφο στον πολιτικό πατερναλισμό των «ειδημόνων» και των «τεχνικών της εξουσίας», αποφαινόμενο ότι:

«Δεν είναι δυνατόν σε ένα δημοκρατικό καθεστώς τα δικαιοδοτικά όργανα να έχουν την εξουσία να ελέγχουν υπό ποίους όρους και προϋποθέσεις μπορεί να συνεργάζονται τα κόμματα, αν αυτά έχουν κοινά προγράμματα και αν είναι εύλογη ή σκόπιμη η συνεργασία τους. Τα θέματα αυτά είναι πολιτικά και μαζί με άλλα λαμβάνονται υπόψη κυριαρχικά και αποκλειστικά από το λαό, μόνο αρμόδιο κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του Συντάγματος» (ΑΕΔ 32, 33, 34 και 35/1990).

Γ. Παρόμοιες ήταν οι θέσεις που υποστήριξαν, στην συνέχεια, όλοι σχεδόν οι εκπρόσωποι της συνταγματικής θεωρίας που ασχολήθηκαν με τον «νόμο Κούβελα». Αναφέρομαι, ιδίως, στον αείμνηστο Δ. Τσάτσο (που χαρακτήρισε,  μάλιστα, την σχετική ρύθμιση  «κραυγαλέα αντισυνταγματική»), στους Ν. Αλιβιζάτο και Β. Βενιζέλο (που καταλήγουν αμφότεροι στο ότι η σκανδαλωδώς ευνοϊκή μεταχείριση των «αυτοτελών» κομμάτων «αντίκειται ευθέως στο Σύνταγμα»), καθώς και στον Κ. Χρυσόγονο, ο οποίος χαρακτηρίζει τις σχετικές ρυθμίσεις όχι μόνον «κατάφωρα αντισυνταγματικές» αλλά και «επικίνδυνες για την δημοκρατική ομαλότητα»).

Δ. Αλλά και ως προς τον «νόμο Παυλόπουλου» οι αντιδράσεις της θεωρίας ήταν ανάλογες. Αναφέρομαι ιδίως στον αείμνηστο Γ. Παπαδημητρίου (που στηλίτευσε έντονα, από πολιτική και συνταγματική άποψη, την δυσμενή διάκριση των συνασπισμών, με εμβληματική ομιλία στη Βουλή), στον Χ. Ανθόπουλο (που επισημαίνει με έμφαση ότι η σχετική ρύθμιση είναι «ευθέως αντισυνταγματική»), στον Θ. Ξηρό (ο οποίος ασχολήθηκε ad hoc, διεξοδικά και εντόνως επικριτικά με το θέμα της αντισυνταγματικότητας της δυσμενούς διαφοροποίησης των συνασπισμών) καθώς και στις επανειλημμένες σχετικές νομικοπολιτικές παρεμβάσεις του γράφοντος.

Οι επί του θέματος λοιπόν τοποθετήσεις είναι τόσο ρητές και κατηγορηματικές που δεν αφήνουν περιθώριο για κανενός είδους άλλοθι ή υπεκφυγή. Η κυβέρνηση επιλέγει συνειδητά μια λύση την οποία η νομολογία και σύσσωμη σχεδόν η θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου, με προεξάρχοντες του Αριστόβουλο Μάνεση και Δημήτρη Τσάτσο, θεωρεί ευθέως αντισυνταγματική, επισημαίνοντας με έμφαση ότι σε μια Δημοκρατία τελικός κριτής για το είδος της κυβέρνησης (μονοκομματικής ή συνασπισμού) είναι ο λαός, χωρίς αυθαίρετους αποκλεισμούς και προκατασκευασμένα διλήμματα…

Γιατί όμως τολμούν, τόσο αυτή όσο και οι προηγούμενες κυβερνήσεις της ΝΔ, να ψηφίζουν μια τέτοια αντισυνταγματική ρύθμιση; Η εξήγηση είναι απλούστατη αλλά και οδυνηρή: διότι  στο σημείο αυτό, όπως έχει ήδη επισημανθεί σε όλους τους τόνους  από την θεωρία, υφίσταται ένα σοβαρό έλλειμμα δικαστικής προστασίας. Και αυτό οφείλεται στο ότι εν προκειμένω ο έλεγχος συνταγματικότητας, από το Εκλογοδικείο, είναι αποκλειστικά και μόνον κατασταλτικός. Άρα η εκάστοτε κυβέρνηση γνωρίζει ότι η ρύθμιση αυτή θα εφαρμοσθεί ούτως ή άλλως στις εκλογές – δεδομένου ότι το Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου ασκεί διοικητική απλώς αρμοδιότητα– και θα λειτουργήσει εντελώς αποτρεπτικά, διότι κανένα κόμμα δεν διακινδυνεύσει να κατέλθει σε συνασπισμό  με άλλο κόμμα, ακόμη και αν υπάρχουν σημαντικά σημεία προγραμματικής σύγκλισης. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, μια τέτοια ρύθμιση δεν αφήνει σχεδόν κανένα περιθώριο να διαμορφωθούν πολιτικές προϋποθέσεις που θα επιτρέπουν να αμφισβητηθεί δικαστικά η συνταγματικότητά της και αυτό δυστυχώς το εκμεταλλεύονται συνεχώς, και μάλιστα ασύστολα, οι εκάστοτε επιδιδόμενοι σε μακιαβελικές εκλογικές μεθοδεύσεις…

  1. Το άκρως προβληματικό σύστημα του «κλιμακωτού bonus»

 Όπως είναι γνωστό, το προτεινόμενο εκλογικό σύστημα έχει ως επίκεντρο ένα ιδιότυπο bonus, υπέρ του πρώτου κόμματος (αλλά όχι του πρώτου συνασπισμού, κατά τα ανωτέρω), που θα εκκινεί από τις 20 έδρες, για  ποσοστό 25%, και θα αυξάνει κλιμακωτά (μία έδρα κάθε 0,5%) μέχρι 50 έδρες, διασφαλίζοντας σε κάθε περίπτωση, αυτοδυναμία με ένα ποσοστό γύρω στο 36-38% των ψήφων.

Και στο σημείο αυτό όμως η πρόταση παρουσιάζει δυστυχώς πολλά προβλήματα, τόσο σε συνταγματικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Ας δούμε γιατί:

Α. Το κύριο χαρακτηριστικό των έως τώρα εκλογικών συστημάτων είναι ότι απέτυχαν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, να συνδυάσουν κατά τρόπο πολιτικά πρόσφορο και συνταγματικά θεμιτό τα δύο βασικά κριτήρια, στα οποία πρέπει να υπακούει ένα δημοκρατικά νομιμοποιημένο εκλογικό σύστημα:

Το πρώτο και σημαντικότερο είναι αναμφισβήτητα ο σεβασμός της συνταγματικής αρχής της ισότητας της ψήφου, η οποία απορρέει από την αρχή της πολιτικής ισότητας και –σε τελευταία ανάλυση–  από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η αρχή αυτή επιτάσσει όχι μόνον την αριθμητική ισότητα (κάθε πολίτης μια ψήφος) αλλά και την νομική ισοδυναμία της ψήφου, τόσο σε σχέση με τον καθορισμό των εκλογικών περιφερειών όσο και σε σχέση με την κατανομή των εδρών.

Το δεύτερο και διόλου αμελητέο κριτήριο, ιδίως σε περιόδους όπως αυτή που διανύουμε, είναι η διευκόλυνση της  κυβερνησιμότητας της χώρας, η οποία μπορεί μεν να επιφέρει, υπό προϋποθέσεις, μια μικρή σχετικοποίηση της ισοδυναμίας της ψήφου (πχ εκλογικό κατώφλι ή ελαφρά πριμοδότηση –υπό προϋποθέσεις– του πρώτου κόμματος), πλην όμως αυτή κρίνεται συνταγματικά ανεκτή, τόσο από τη θεωρία όσο και από την νομολογία, αν υπηρετεί πράγματι τον στόχο της κυβερνητικής σταθερότητας.

Β. Δυστυχώς, όμως, ούτε το προτεινόμενο εκλογικό σύστημα υπακούει στα ως άνω κριτήρια.

Κατ’αρχάς, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπηρετεί την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου, δίδοντας  αυτοδυναμία με λίγο παραπάνω από το 1/3 των ψήφων. Σε ένα κατά βάσιν αναλογικό εκλογικό σύστημα κάθε άλλο παρά αυτονόητη μπορεί να θεωρηθεί μια τέτοια αντιστοιχία ψήφων και εδρών, όπως υποστήριξε ελαφρά τη καρδία ο πρωθυπουργός. Τα μόνα εκλογικά συστήματα που μπορούν –και αυτά υπό προϋποθέσεις– να δώσουν τέτοια αποτελέσματα είναι τα πλειοψηφικά (όπως πχ της Αγγλίας). Σε όλες όμως τις δημοκρατικά προηγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου κυριαρχούν τα αναλογικά εκλογικά συστήματα, αυτό είναι αδιανόητο.

Ούτε όμως με την επίκληση της κυβερνησιμότητας μπορεί να δικαιολογηθεί ένα τέτοιο εκλογικό σύστημα. Πράγματι, για να θεωρηθεί συνταγματικά ανεκτή και πολιτικά αποδεκτή η  πριμοδότηση του πρώτου κόμματος, αυτό πρέπει να βρίσκεται σχετικά κοντά στην αυτοδυναμία, ώστε να αποτραπούν, για μια μικρή σχετικά διαφορά ψήφων, ετερόκλητες συμμαχίες. Αντίθετα, η άκριτη –έστω και κλιμακωτή πλέον– πριμοδότηση του πρώτου κόμματος, μόνο και μόνο γιατί είναι πρώτο,  είναι συνταγματικά και πολιτικά άκρως προβληματική. Το Σύνταγμά μας –αλλά και όλα τα δημοκρατικά Συντάγματα– δεν αναγνωρίζουν κανενός είδους «πρωτοκαθεδρία», εξ ορισμού, στο πρώτο κόμμα. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, δίδονται διερευνητικές εντολές και στο δεύτερο και στο τρίτο κόμμα, με ανοιχτό το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης και χωρίς το πρώτο  (όπως συνέβη την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο στην Πορτογαλία).

Αν λοιπόν δοθεί πριμοδότηση 30 εδρών, για ένα κόμμα που έλαβε 30%, τότε αυτό μπορεί να αποβεί ενδεχομένως καθοριστικό όχι για τον σχηματισμό αλλά για τον μη σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης. Εν πρώτοις δεν υπάρχει καμία πειστική εξήγηση γιατί θα λάβει αυτό το μπόνους, έναντι ενός κόμματος που έλαβε πχ 29%, αφού αμφότερα απέχουν πολύ από την αυτοδυναμία. Κατά δεύτερον δε, αν υποθέσουμε ότι το κόμμα που έλαβε 29% συμφωνεί με ένα τρίτο, που έλαβε 23%, πως μπορεί να δικαιολογηθεί το ότι αυτά θα διαθέτουν μόνον 141 έδρες (270Χ52%), λόγω της παντελώς αδικαιολόγητης πριμοδότησης του πρώτου κόμματος, και όχι 156 έδρες (300Χ52%), ώστε να αποκτήσουν αυτοδυναμία;

Συμπερασματικά, η κυβερνητική πρόταση εκφεύγει εμφανώς από την βασική στόχευση ενός εκλογικού συστήματος, που πρέπει να είναι η πιστότερη δυνατή αντιστοίχηση του αντιπροσωπευτικού σώματος με την λαϊκή βούληση, και υποτάσσεται στην λογική ενός θεσμικού πατερναλισμού, που εκπορεύεται από κάποιους “φωτισμένους” ιθύνοντες, οι οποίοι διεκδικούν κατ’αποκλειστικότητα και εξ  υποκαταστάσεως την γνώση περί του τι συμφέρει στην Δημοκρατία και τους  πολίτες , νομοθετώντας, πάντως, εις βάρος των δικαιωμάτων τους…

Γ. Πέρα από αυτό όμως, υπάρχουν και άλλες παράπλευρες αρνητικές συνέπειες:

Πρώτον, εκμηδενίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά ο ρόλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, διότι με τα δεδομένα του συγκεκριμένου εκλογικού συστήματος είναι πρακτικά αδύνατον να λάβει το κρίσιμο ποσοστό των 2/5 των εδρών, που είναι καθοριστικό για σημαντικές συνταγματικές διαδικασίες, όπως η πρόταση για νομοθετικό δημοψήφισμα και για σύσταση εξεταστικής επιτροπής, η διασφάλιση πλειοψηφίας που μπορεί να είναι καθοριστική για κυβέρνηση ανοχής (ώστε να μπορεί να έχει αντίκρυσμα και η συμμετοχή της στις διερευνητικές εντολές, που σχεδόν αχρηστεύεται…) αλλά και η αποτροπή αποφάσεων που απαιτούν τα 3/5 των εδρών.

Δεύτερον, οδηγούμαστε στην υπέρμετρη συμπίεση των μικρότερων κομμάτων, τα οποία δεν ψηφίζονται από έναν μεγάλο αριθμό εν δυνάμει ψηφοφόρων τους μόνο και μόνο λόγω της τεχνητής πόλωσης που επιβάλλεται από το εκλογικό σύστημα (δηλ. με αποκλειστικό κριτήριο την άκριτη και χωρίς προϋποθέσεις εγγύτητας προς την αυτοδυναμία απονομή του εκλογικού bonus).

Τρίτον, όσο μεγαλύτερο είναι το εκλογικό πριμ τόσο περισσότερο παραβιάζεται η αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου και στρεβλώνεται η αντιπροσώπευση σε τοπικό επίπεδο. Αυτό ισχύει περισσότερο στις τετραεδρικές και πενταεδρικές, στις οποίες ο κανόνας είναι ότι το πρώτο κόμμα στην επικράτεια (ακόμα και με πολύ χαμηλά ποσοστά αλλά και με ελάχιστη διαφορά από το δεύτερο) καταλαμβάνει το σύνολο ή την συντριπτική πλειονότητα των εδρών, χωρίς να λαμβάνεται υπ’όψιν ούτε καν το ποιο είναι το πρώτο κόμμα στην συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια.

  1. Σε αναζήτηση πρόσφορης λύσης  

Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, είναι παράδοξο το ότι μια τέτοια πολιτικά και συνταγματικά έωλη πρόταση, την οποία πρωτοεμπνεύσθηκε το Ποτάμι, υιοθετήθηκε άκριτα και χωρίς καμία σοβαρή αιτιολογία τόσο από το ΚΙΝΑΛ, μάλλον σαν άνοιγμα προς την τότε συνιστώσα του, όσο και από την ΝΔ, μάλλον για να συμφωνήσει και το ΚΙΝΑΛ… Το άκρον άωτον της μικροπολιτικής,  δηλαδή, αντί για μια γενναία και μακράς πνοής εκλογική μεταρρύθμιση, ενταγμένη σε μια συνολική προσπάθεια αναβάθμισης του πολιτικού μας συστήματος.

Α. Πυρήνας μιας τέτοιας μεταρρύθμισης, όπως υποστηρίζω συνεχώς εδώ και 25 χρόνια, θα μπορούσε να είναι η καθιέρωση ενός συστήματος που θα είναι κατ’αρχήν απλή αναλογική (με διατήρηση του εκλογικού κατωφλίου του 3%) πλην όμως θα μπορεί να μεταπίπτει σε σύστημα περιορισμένης ενίσχυσης (μέχρι 30 έδρες) της πρώτης πολιτικής δύναμης αν συντρέχουν σωρευτικά δύο  προϋποθέσεις, οι οποίες πράγματι θα την δικαιολογούν:

α) Να προβλεφθεί ρητά ότι για να δοθεί το μπόνους απαιτείται αφ’ενός μεν ένα υψηλό ποσοστό (42-45%), που θα είναι κοντά στην αυτοδυναμία αφ’ετέρου δε μια ποσοστιαία διαφορά του πρώτου από τον δεύτερο (1-2%), ώστε να έχει επαρκή δικαιολογητική βάση η ενίσχυση αυτή, ως προς την σχετικοποίηση της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου, η εν λόγω ενίσχυση.

β) Να καταστεί σαφές ότι στην έννοια της πρώτης πολιτικής δύναμης εντάσσονται, χωρίς καμία διαφοροποίηση, τόσο τα κόμματα όσο και οι συνασπισμοί. ‘Οταν μιλούμε βέβαια για συνασπισμούς εννοούμε εκλογικές συμμαχίες με κοινούς υποψηφίους και κοινό πρόγραμμα και όχι για απλές δηλώσεις κομμάτων ότι θα συνεργασθούν μετά τις εκλογές, όπως είχε ακουσθεί παλαιότερα (με αφορμή μια σχετική μεθόδευση του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι).

Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της πρότασης, υπό την δική μας οπτική γωνία, είναι τα σημαντικά περιθώρια που αφήνει για μια ανοιχτή διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων, χωρίς τις ασφυκτικές προδιαγραφές της ενισχυμένης αναλογικής και των πλειοψηφικών συστημάτων, που υποτάσσουν την εκλογική βούληση στην προκρούστεια κλίνη της κυβερνητικής σταθερότητας, αλλά και χωρίς εθελοτυφλία απέναντι στα αδιέξοδα και τις άλλου είδους μετεκλογικές αλλοιώσεις που μπορεί να προκαλέσει μια δογματική και άκαμπτη εφαρμογή της «απλής και άδολης αναλογικής» (στην οποία, δυστυχώς, εξακολουθεί να είναι προσκολλημένος πεισματικά ο ΣΥΡΙΖΑ, δυσχεραίνοντας άκριτα την αναζήτηση συνθετικής λύσης…).

Με άλλα λόγια, με ένα τέτοιο εκλογικό σύστημα τίποτε δεν είναι ούτε δεδομένο ούτε προδιαγραμμένο και κανείς δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια, καθώς η τελική διαμόρφωση των μετεκλογικών συσχετισμών επαφίεται, σε τελευταία ανάλυση, στις εκάστοτε επιλογές του εκλογικού σώματος και συναρτάται, εύλογα, με την πειθώ των πολιτικών σχηματισμών και την γενικότερη πολιτική συγκυρία. Αν οι πολίτες προκρίνουν πράγματι την μονοκομματική κυβερνητική σταθερότητα, το εκλογικό αποτέλεσμα θα αποτυπώσει την τάση αυτήν, δίδοντας υψηλά ποσοστά στα κόμματα αυτά, ή τουλάχιστον σε ένα από αυτά, ώστε να σχηματίζουν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αν όμως, αντίθετα, θεωρούν αυτήν την θέση πατερναλιστική και  αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στην  ισοδυναμία της ψήφου, η τάση του εκλογικού σώματος θα είναι η υπερψήφιση των μικρότερων κομμάτων –που έχουν πλέον το βάρος της αποδείξεως των ισχυρισμών τους– με αντίστοιχο περιορισμό των μεγάλων κάτω από το απαιτούμενο, κατά τα ανωτέρω, όριο για την αυτοδυναμία. Για να γίνει αυτό, πάντως, οι πολίτες θα πρέπει να έχουν πεισθεί, επιπρόσθετα, ότι υπάρχουν στοιχειώδεις δυνατότητες για την διαμόρφωση συμμαχικών κυβερνήσεων, κάτι που συνεπάγεται ακόμη μεγαλύτερες ευθύνες  για τα μικρότερα κόμματα, καθώς  πρέπει να ξεφύγουν από ένα γενικό καταγγελτικό λόγο και να διαμορφώσουν εποικοδομητικά όρους κυβερνητικής συνεργασίας, αν θέλουν να επιβιώσουν στις δύσκολες συνθήκες του πολιτικού ανταγωνισμού. Είναι ευνόητο, βέβαια, ότι ακόμη και αν επικρατήσει προς στιγμήν η μία ή η άλλη τάση τίποτε δεν θα αποκλείει, με βάση το εδώ προτεινόμενο σύστημα, να αλλάξουν άρδην τα δεδομένα σε επόμενη εκλογική αναμέτρηση και να τιμωρηθούν από το εκλογικό σώμα τυχόν φαινόμενα είτε αλαζονείας και πλειοψηφικού αυταρχισμού των μεγάλων κομμάτων είτε στείρας άρνησης και μικρομεγαλισμού των μικρότερων κομμάτων.

Β. Τέλος, αν τα κόμματα ήθελαν να επιδείξουν μια συνολικά ρηξικέλευθη αντίληψη για την αλλαγή του πολιτικού συστήματος, θα μπορούσε να επιφέρουν, ταυτόχρονα, και ένα καίριο κτύπημα στον πυρήνα –ή μάλλον στην μήτρα– της πελατειακής συναλλαγής, καταργώντας τον σταυρό προτίμησης και  επιλέγοντας είτε την καθαρή κομματική λίστα (σαν αυτήν που ισχύει σήμερα στις εκλογές που γίνονται εντός δεκαοκταμήνου από τις προηγούμενες) είτε την –μάλλον προτιμητέα– ανατρεπόμενη λίστα, δηλαδή την λίστα που αποτυπώνει μεν κατ’αρχήν την επιλογή του κόμματος αλλά η σειρά μπορεί να ανατραπεί, με συγκεκριμένο αριθμό σταυρών, από τους ψηφοφόρους (πχ το σύστημα της Σουηδίας). Θα μπορούσε βέβαια να υιοθετηθεί και μια παραλλαγή του γερμανικού συστήματος (δηλαδή εν μέρει σταυρός, αλλά σε μονοεδρικές, και εν μέρει περιφερειακή λίστα), το οποίο είναι συμβατό όχι μόνον με την  ενίσχυση του πρώτου κόμματος, όπως την περιγράψαμε προηγουμένως, αλλά και με την ψήφο των εκτός επικρατείας πολιτών (η πρόσφατη συνταγματική ρύθμιση του οποίου δεν αφήνει πλέον περιθώρια για σύστημα «ενισχυμένης αναλογικής» με κατανομή των εδρών κατά εκλογικές περιφέρειες).

Γ. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που θέλουμε να τονίσουμε, εν κατακλείδι, είναι ότι το εκλογικό σύστημα αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο τόσο ως προς την δημοκρατική συνέπεια όσο και ως προς την πολιτική και συνταγματική αξιοπιστία των κομμάτων, διότι επηρεάζει καθοριστικά την ελεύθερη και ανόθευτη έκφραση της λαϊκής βούλησης  και κατ’επέκτασιν την αφαλκίδευτη διαμόρφωση του εκάστοτε συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων. Ως εκ τούτου εντάσσεται, μαζί με άλλα θεσμικά ζητήματα (όπως πχ η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας ή η συνταγματική αναθεώρηση), στα μείζονα διακυβεύματα μιας σύγχρονης Δημοκρατίας.

Με αυτά δε τα δεδομένα, τόσο σε πολιτικό όσο και σε συνταγματικό επίπεδο, η επιλογή του εκλογικού συστήματος δεν είναι συμβατή με την λογική ενός ιδιότυπου θεσμικού πατερναλισμού των εκάστοτε «τεχνικών της εξουσίας», οι οποίοι διεκδικούν κατ’αποκλειστικότητα και εξ  υποκαταστάσεως την γνώση περί του τι συμφέρει στους  πολίτες (νομοθετώντας, κατά κανόνα, εις βάρος των δικαιωμάτων τους…).  Πολλώ δε μάλλον, είναι αδιανόητο να αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα ενός αδίστακτου και κυνικού πολιτικού τακτικισμού, ευκαιριακά και εργαλειακά υποταγμένου στην προοπτική κατάκτησης ή διατήρησης της εξουσίας…

 

 

 

Άρθρο στο Περιοδικό του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» Constitutionalism.gr, 22.1.2020

Sliding Sidebar

Επιπλέον Άρθρα