Είναι αναμφίβολο ότι η απόφαση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ να αποδεχθεί έναν –δύσκολο– συμβιβασμό με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους εταίρους μας συνιστά μια εξαιρετικά σημαντική επιλογή, που αναδιατάσσει άρδην το πολιτικό σκηνικό. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ακόμη επαρκείς ενδείξεις ότι η απόφαση αυτή σηματοδοτεί και έναν ριζικό πολιτικό αναπροσανατολισμό της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, προς την κατεύθυνση μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής Αριστεράς, που θα μπορεί να συνδυάζει τον ριζοσπαστισμό και την κοινωνική ευαισθησία με τον πραγματισμό και την σοβαρότητα.
Ένας τέτοιος αναπροσανατολισμός, που μπορεί πράγματι να συμβάλει στην ριζική ανανέωση της πολιτικής ζωής, σημαίνει, προεχόντως ότι ο πρωθυπουργός θα αποφασίσει επιτέλους να αντιμετωπίσει κατά μέτωπον τις εγγενείς αντιφάσεις που ταλανίζουν το κόμμα του, κόβοντας θαρραλέα τον γόρδιο δεσμό και επιλέγοντας την φυγή προς τα μπρος. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να πληρωθούν τρεις απαρέγκλιτες προϋποθέσεις:
Πρώτη προϋπόθεση, η αποφασιστική –και χωρίς αμφιθυμίες και αμφιταλαντεύσεις…– ρήξη με τις (κατά Λένιν) παιδικές ασθένειες της Αριστεράς, που ενδημούν στον ΣΥΡΙΖΑ και συχνά τον καθηλώνουν στα πολύ πρώιμα στάδια της αριστερής πολιτικής σκέψης. Αυτό σημαίνει, ιδίως, αφ’ενός μεν σύγκρουση με τις ιδεοληπτικές εμμονές ενός έκδηλου πολιτικού παλαιοημερολογητισμού, που έχει οδηγήσει σε ουκ ολίγες νεοσταλινικές, τριτοκοσμικές και αυταρχικές παρεκτροπές αφ’ετέρου δε απομάκρυνση από τις αφελείς φαντασιώσεις ενός ανεκδιήγητου και συχνά «φαμφαρόνικου» αριστερισμού, ο οποίος αγνοεί ακόμη και τα στοιχειώδη της σύγχρονης διεθνούς, ευρωπαϊκής, και εθνικής πραγματικότητας. Στο σημείο αυτό, μάλιστα, απαιτείται ιδιαίτερη εγρήγορση και άμεσες λύσεις, διότι το να βαυκαλίζεται ο ταλαιπωρημένος και απογοητευμένος ελληνικός λαός με εξωφρενικές υποσχέσεις, ερήμην των αντικειμενικών και υποκειμενικών προϋποθέσεων για την πραγμάτωσή τους, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ορμητική επιστροφή των πλέον συντηρητικών αντανακλαστικών και στην συνακόλουθη επικράτηση των πλέον συντηρητικών πολιτικών, δηλαδή στην συνολική και κατά κράτος ήττα της Αριστεράς, υπό την όποια εκδοχή της, για πολλά πολλά χρόνια…
Δεύτερη προϋπόθεση είναι η αυτοκάθαρση από τις ουκ ολίγες εκφάνσεις ενός ιδιότυπου κοινωνικού καθεστωτισμού, που αναπτύχθηκε παρασιτικά στους κόλπους του ελληνικού κράτους, χάρη στις παθογένειές του παλαιού πολιτικού συστήματος, και τα τελευταία χρόνια μετανάστευσε μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ. Πράγματι, πλείστοι όσοι εκφραστές αυτού του κοινωνικού καθεστωτισμού –που συνέβαλαν καθοριστικά στην παρακμή και αλλοτρίωση του ΠΑΣΟΚ– όχι μόνον βρήκαν φιλόξενη στέγη στους κόλπους του αλλά και συχνά κυριάρχησαν, με συμπεριφορές πολιτικού γενιτσαρισμού. Τελευταία μάλιστα ανέλαβαν και υψηλά αξιώματα, παρότι είναι γνωστό τοις πάσι ότι αποτελούν γέννημα θρέμμα πελατειακών και συντεχνιακών προνομίων, αθέμιτων συναλλαγών πάσης φύσεως αλλά και ποικίλων παρασιτικών οικονομικών κυκλωμάτων, δηλαδή συμπεριφορών και πρακτικών που κονταροχτυπιούνται με το ήθος της Αριστεράς… Στο σημείο αυτό, πάντως, πρέπει να επισημανθεί, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, ότι η σύγκρουση με τον κοινωνικό καθεστωτισμό, που συνοψίζεται στο τρίπτυχο λαϊκισμός – κρατισμός – συντεχνιασμός, δεν σημαίνει και ρήξη με σημαντικούς ιδρυτικούς μύθους της Αριστεράς, όπως η πολιτική συμμετοχή, ο δημόσιος χώρος και ο συνδικαλισμός. Αυτές οι αξίες, οι οποίες είναι, άλλωστε, ο πυρήνας του ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού πολιτισμού –ενός πολιτισμού που φέρει έκδηλη την σφραγίδα της ευρωπαϊκής Αριστεράς– πρέπει να εξακολουθήσουν να αποτελούν, πολλαπλά επεξεργασμένοι και επικαιροποιημένοι, την προμετωπίδα κάθε προοδευτικής πολιτικής σκέψης, και ιδίως της σκέψης που δεν υποτάσσεται ούτε στον ιδεολογικό κομφορμισμό και στον ελιτισμό αλλά ούτε και στις σειρήνες της υποταγής στην «κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας»…
Τρίτη προϋπόθεση είναι η η εγκατάλειψη της άκρως προβληματικής και εν πολλοίς ψευδεπίγραφης αντίθεσης μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Όχι μόνον διότι είναι πλέον παρωχημένη ως προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού υπέγραψε και αυτός το δικό του «μνημόνιο», αλλά ιδίως διότι μετατόπισε το κέντρο βάρος από την κύρια αντίθεση Αριστερά-Δεξιά, η οποία, σε πείσμα των απολίτικων «κεντρώων» ή «ουδέτερων» προσεγγίσεων, εξακολουθεί να διατρέχει, έστω και με άλλους πλέον όρους, τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Με άλλα λόγια, η αντίθεση αυτή υπήρξε η αναίρεση όσων ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ, διότι θόλωσε και συσκότισε τις υπαρκτές κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις, νομιμοποιώντας όχι μόνον την λούμπεν ακροδεξιά, που έγινε δόξη και τιμή κυβερνητικός εταίρος –προκαλώντας απογοήτευση και ντροπή σε όσους δεν πιστεύουν ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα…– αλλά και την φασίζουσα ακροδεξιά, που έγινε άλλοτε «συναγωνιστής» και άλλοτε συνομιλητής των πλέον πούρων εκφραστών της αντιμνημονιακής –και κατά κανόνα αντιευρωπαϊκής– υστερίας…
Μόνον αν πληρωθούν αυτές τις προϋποθέσεις θα μπορούσε κατά την άποψή μου ο νυν πρωθυπουργός να ηγηθεί ενός ανανεωμένου χώρου της δημοκρατικής και σοσιαλιστικής Αριστεράς, που θα υπηρετεί ταυτόχρονα τον λογισμό και το όνειρο. Αν πράγματι αποφασίσει μια γενναία υπέρβαση των παλαιοκομμουνιστικών προσλαμβανουσών παραστάσεων και ψυχώσεων με τις οποίες έχει γαλουχηθεί και χαράξει μια νέα πορεία είναι βέβαιο ότι θα μπορέσει να συσπειρώσει ένα πολυάριθμο και πολύ αξιόλογο -αλλά σχολάζον αυτή τη στιγμή- πολιτικό δυναμικό της ευρείας κοινωνικής Αριστεράς, το οποίο έχει αποκλεισθεί από τις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, που πάσχουν από το σύνδρομο του σκαντζόχοιρου. Με τον τρόπο αυτό όχι μόνον θα αναπληρώσει αλλά και θα υπερκαλύψει τις όποιες απώλειες από την ίδρυση ενός νεοσταλινικού και αριστερίστικου μορφώματος. Αν όμως ο κ. Τσίπρας συνεχίσει την επαμφοτερίζουσα στάση του, αρνούμενος να απογαλακτισθεί πλήρως από ιδεολογικά και πολιτικά απολιθώματα, κινδυνεύει, παρά τα αναμφισβήτητα πολιτικά και επικοινωνιακά προσόντα του, να έχει την τύχη του κ. Παπανδρέου, του οποίου άλλωστε ήδη έχει επαναλάβει πολλά και σημαντικά λάθη, επιδεινώνοντας δραματικά την οικονομική κατάσταση της χώρας.
Με άλλα λόγια, εναπόκειται στον πρωθυπουργό να αποφασίσει για το αν η σημερινή ρήξη στον ΣΥΡΙΖΑ θα επιβεβαιώσει, αργά ή γρήγορα, την «αριστερή παρένθεση» ή αν θα αποτελέσει το έναυσμα για την άνοιξη μιας πραγματικής ευρωπαϊκής Αριστεράς, που θα ανασυνθέσει, πολλαπλά επικαιροποιημένες, τις καλύτερες παραδόσεις της ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατίας του ευρωκομμουνισμού και της πολιτικής οικολογίας…
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 25.07.2015