Μπορεί να κυβερνήσει για πρώτη φορά ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς την Ελλάδα; Το ερώτημα αυτό, που έχει τεθεί σε διάφορους τόνους κατά και μετά τις τελευταίες εκλογές, είναι κατά την άποψή μου παραπλανητικό ως προς το ένα σκέλος του.
Το ζήτημα δεν ανέκυψε για πρώτη φορά τώρα, αλλά μετά τη Μεταπολίτευση, με την εμφάνιση και στη συνέχεια την εκλογική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ, το οποίο τότε ήταν ένα ιδιότυπο κόμμα της σοσιαλιστικής Αριστεράς (και όχι της σοσιαλδημοκρατίας ευρωπαϊκού τύπου), με πολλούς οπαδούς της προδικτατορικής ΕΔΑ στις τάξεις του, με έντονα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά («Αριστερά της Αριστεράς» το αποκαλούσε, θυμίζω, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής…) και με ρηξικέλευθες θέσεις που υπερακόντιζαν κατά πολύ, σε όλα τα επίπεδα, τις σημερινές θέσεις τού ΣΥΡΙΖΑ.
Γνωρίζω βέβαια ότι πολλοί της κομμουνιστογενούς Αριστεράς αντιδρούν μετά βδελυγμίας σε μια τέτοια σύγκριση, αντιτείνοντας ότι το ΠΑΣΟΚ στη συνέχεια συμβιβάστηκε, ενσωματώθηκε στο σύστημα και εν τέλει μεταλλάχθηκε στη σημερινή καθεστωτική εκδοχή του και άρα δεν μπορεί να συγκρίνεται με το ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτή όμως η προσέγγιση είναι αντιδιαλεκτική και εν πολλοίς ανιστόρητη, αφενός μεν διότι η σύγκριση, προς το παρόν, μπορεί να γίνεται μόνο σε επίπεδο θέσεων, μια και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ακόμα κυβερνήσει, αφετέρου δε διότι πολλές από τις μετέπειτα εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ – τουλάχιστον για κάποιο διάστημα – δεν ήταν εξ ορισμού αρνητικές και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ισοπεδωτικά, δογματικά και απόλυτα.
Το ερώτημα, λοιπόν, πρέπει να τεθεί κατά την άποψή μου ως εξής: Μπορεί η σημερινή εκδοχή της ριζοσπαστικής Αριστεράς να κυβερνήσει με αξιώσεις και με διάρκεια (χωρίς δηλαδή να αποτελέσει ένα απλό διάλειμμα), διαμορφώνοντας ένα νέο προοδευτικό πόλο που θα καθορίσει τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις;
Η θέση μου είναι κατ’ ανάγκην γενική και συνοπτική:
Η χώρα χρειάζεται σήμερα μια ρηξικέλευθη και αντικομφορμιστική Αριστερά, με αντικαθεστωτικά χαρακτηριστικά, διότι μόνο μια τέτοια Αριστερά μπορεί εκφράσει τη σημερινή πολιτική και κοινωνική δυναμική και να συγκρουστεί με τις κατεστημένες νοοτροπίες και πρακτικές που οδήγησαν τη χώρα στην καταστροφή.
Η Αριστερά αυτή, όμως, πρέπει παράλληλα να πείθει πρώτον ότι έχει ξεκάθαρο ευρωπαϊκό στίγμα, συγκεκριμένες κοινωνικές αναφορές και επεξεργασμένη στρατηγική, δεύτερον ότι διαμορφώνει όρους ιδεολογικής ηγεμονίας και πολιτικών συμμαχιών, χωρίς δογματισμούς και εμμονές σε πρόσκαιρες και εν μέρει ψευδεπίγραφες αντιθέσεις, και τρίτον ότι είναι σε θέση να διατυπώσει και στη συνέχεια να εφαρμόσει ένα ρεαλιστικό κυβερνητικό πρόγραμμα, χωρίς μεν υπαναχωρήσεις σε βασικές επιλογές αλλά και με ευελιξία και προσαρμοστικότητα στις σύγχρονες συνθήκες.
Δύο κατά την άποψή μου είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να υπάρξει μια τέτοια Αριστερά: Πρώτη προϋπόθεση είναι ο διμέτωπος χαρακτήρας του αναγκαίου αντικαθεστωτισμού, ο οποίος, για να είναι πειστικός, πρέπει να αφορά, ταυτόχρονα, τόσο το κοινωνικοπολιτικό κατεστημένο, που εξακολουθεί να λυμαίνεται την καθημαγμένη χώρα μας με τα ποικίλα προνόμια και τα διαπλεκόμενα συμφέροντά του, όσο και τον «κοινωνικό» καθεστωτισμό, δηλαδή τις παγιωμένες παρεκτροπές των πολιτικών και συνδικαλιστικών διεκδικήσεων, που συνοψίζονται στο τρίπτυχο: κρατισμός, λαϊκισμός, συντεχνιασμός.
Δεύτερη προϋπόθεση, εξίσου σημαντική, είναι ότι μαζί με τα νερά αυτού του διπλού καθεστωτισμού, η Αριστερά δεν πρέπει να πετάξει και το παιδί, δηλαδή ούτε τις κρίσιμες παραδοχές μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής δημοκρατικής κοινωνίας, αλλά ούτε και τις βασικές ιδεολογικοπολιτικές αξίες και προτεραιότητες της Αριστεράς.
Ειδικότερα, αφενός μεν η ρήξη με τον κρατικοοικονομικό καθεστωτισμό δεν μπορεί να ταυτίζεται με αντιδημοκρατικές νοοτροπίες (π.χ. «να καεί το μπουρδέλο η Βουλή» και «νόμος είναι το δίκιο τού…») ή με δαιμονοποίηση κάθε μορφής επιχειρηματικότητας, αφετέρου δε η ρήξη με τον «κοινωνικό» καθεστωτισμό (που αποτυπώνεται γλαφυρά με τον όρο «κράτος-μαστός»…) δεν μπορεί επ’ ουδενί να σημαίνει άρνηση του δημόσιου χώρου, του λαού και του συνδικαλισμού, δηλαδή των πλέον κρίσιμων προγεφυρωμάτων της πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας απέναντι στους διαβρωτικούς ανέμους της παγκοσμιοποίησης και της κρίσης.
Και μια τελική παρατήρηση: η μόνη Αριστερά που μπορεί ταυτόχρονα να είναι σοβαρή και αξιόπιστη και να μη χάνει την ψυχή της, είναι μια Αριστερά που επιστρέφει αναστοχαστικά στις ρίζες της, όχι για να μηρυκάσει απλώς το ηρωικό παρελθόν της, αλλά για να επικαιροποιήσει και να αξιοποιήσει συνθετικά – με προοδευτικό και όχι απλώς «εκσυγχρονιστικό» πρίσμα – τις βασικές παρακαταθήκες της ριζοσπαστικής ευρωσοσιαλιστικής και ευρωκομμουνιστικής παράδοσης.
Οι παρακαταθήκες αυτές, τόσο σε επίπεδο αρχών όσο και σε επίπεδο δημοκρατικών και κοινωνικών κατακτήσεων και εφαρμοσμένων πολιτικών, εξακολουθούν να είναι η πολύτιμη και αναντικατάστατη πυξίδα για το σημερινό υπαρξιακό δίλημμα της σύγχρονης Αριστεράς, η οποία πλέον οφείλει να κάνει τρεις καθοριστικές για το μέλλον της επιλογές:
Πρώτον, να καταπολεμήσει αποφασιστικά την παιδική ασθένειά της, τον αριστερισμό, που την οδηγεί συχνά στην άκριτη εξαγγελία μαξιμαλιστικών στόχων, ερήμην των διεθνών, ευρωπαϊκών και εθνικών δεδομένων και του επιπέδου συνείδησης της κοινωνίας.
Δεύτερον, να αρνηθεί τη μετάλλαξή της σε μια καθεστωτική και ιδεολογικά αποχρωματισμένη θεραπαινίδα του κρατούντος κοινωνικοπολιτικού συστήματος.
Τρίτον, να επιλέξει μια νέα πορεία η οποία θα συνδυάζει το ριζοσπαστικό και απελευθερωτικό μήνυμα της Αριστεράς, που είναι η πεμπτουσία της, με το ρεαλισμό, την αξιοπιστία και τη σοβαρότητα, που είναι το απαραίτητο όχημα για μια ελπιδοφόρα και βιώσιμη κυβερνητική προοπτική της.
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 22.06.2015