Η κρίσιμη καμπή του “Μακεδονικού”

Η συμφωνία για το «Μακεδονικό ανέδειξε ανάγλυφα αλλά και επιβεβαίωσε πανηγυρικά τα μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν το πολιτικό μας σύστημα: η μικροπολιτική επικράτησε και πάλι της εθνικής συνεννόησης, οι κραυγές εξοβέλισαν για μια ακόμη φορά την νηφαλιότητα και εν τέλει η λογική του άσπρου μαύρου κυριάρχησε πλήρως, παρασύροντας δυστυχώς και πολλούς καλόπιστους πλην ελλιπώς ενημερωμένους πολίτες.

Η κυβέρνηση διείδε σωστά την ευκαιρία που παρέχει η διεθνής συγκυρία αλλά οι αρχικοί –ιδίως– χειρισμοί της ήταν κάκιστοι. Ο πρωθυπουργός δυστυχώς, για μια ακόμη φορά, δεν τόλμησε να αρθεί στο ύψος του εθνικού ηγέτη, προτιμώντας την πεπατημένη των μικροκομματικών χειρισμών εις βάρος της αντιπολίτευσης (ξεχνώντας όμως το πρόβλημα που είχε στην ίδια την αυλή του, με τους αλλοπρόσαλλους ακροδεξιούς συμμάχους του…). Τώρα δε θριαμβολογεί, αντί να δείξει την δέουσα μετριοπάθεια και αυτοσυγκράτηση. Η συμφωνία είναι κατ’αρχήν εθνικά αξιοπρεπής αλλά σε καμία περίπτωση δεν καλύπτει συνολικά τον σκληρό πυρήνα των εθνικών θέσεων. Είναι προφανές ότι κερδίσαμε μεν το όνομα (με γεωγραφικό προσδιορισμό) την αναθεώρηση του Συντάγματος και το «erga omnes» πλην όμως παραχωρήσαμε όχι μόνο την γλώσσα και (έμμεσα) την εθνότητα αλλά εν μέρει και την ιθαγένεια (καθώς το «μακεδόνας», που προηγείται, επισκιάζει το μόνο ορθό «πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας»).

Η αξιωματική αντιπολίτευση, βαθύτατα διχασμένη στο εσωτερικό της, απάντησε εξ ίσου μικροπολιτικά, με αποκορύφωμα την –προφανώς ατελέσφορη– πρόταση δυσπιστίας. Έθεσε έτσι σε πρώτη μοίρα, με διάφορα προσχήματα, την εσωκομματική της συνοχή, όχι μόνον κάνοντας «όπισθεν ολοταχώς», σε σχέση με την εθνική γραμμή του 2008, αλλά και ταυτιζόμενη πλέον, εν πολλοίς, με τις πλέον ακραίες θέσεις των ποικιλώνυμων «εθνικοφρόνων». Αυτών, δηλαδή, που έχουν κάνει, διαχρονικά, την μεγαλύτερη ζημιά στα εθνικά μας θέματα…

Όσο δε για την «κεντροαριστερά», αυτή χάθηκε στην μετάφραση. Από τη μια το πολιτικό συμβούλιο, ανοιχτό σε εποικοδομητική στάση, και από την άλλη η επικεφαλής, που προσπαθεί εναγώνια να πείσει το εσωκομματικό της ακροατήριο ότι είναι η συνέχεια του Ανδρέα Παπανδρέου του ’93. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι η πολιτικά ολέθρια επιλογή του πρόσφατου «Συνεδρίου» να είναι αυτή το μόνο αιρετό όργανο του νέου φορέα (Νέα, 31.3.2018) της επιτρέπει να επιβάλει τις άτολμες και επαμφοτερίζουσες απόψεις της…

Τι δέον γενέσθαι λοιπόν; Αναμφίβολα ο τρόπος της κύρωσης που επελέγη δεν έχει συνταγματικά προβλήματα. Άρα οι προτροπές περί «παρέμβασης» του Προέδρου της Δημοκρατίας –και μάλιστα με επίκληση του ατυχέστατου παραδείγματος «Ματαρέλα» (Νέα 2/6/2018)– αγγίζουν, από νομική άποψη, τα όρια της φαιδρότητας.  Όταν ο Πρόεδρος δεν έχει παρέμβει εκεί που έπρεπε και μπορούσε (πχ για την αντισυνταγματική πράξη νομοθετικού περιεχομένου του κ. Σαμαρά για την ΕΡΤ – που είχε υπογραφεί, θυμίζω, μόνο από τους υπουργούς της ΝΔ– ή για το πολλαπλά αντισυνταγματικό «δημοψήφισμα» του κ. Τσίπρα), είναι δυνατόν να τον καλούμε να παρέμβει τώρα, μεροληπτώντας υπέρ των πάσης φύσεως «μακεδονομάχων»;

Άρα το ζήτημα είναι –όπως και με τις απαιτούμενες συνταγματικά πλειοψηφίες (Νέα, 30/5/2018)– πολιτικό. Είναι βέβαιο ότι η κύρωση, όπως προβλέπεται, έχει υπέρ αυτής το πλεονέκτημα της ολοκλήρωσης των προβλεπόμενων ενεργειών. Έχει όμως και το μειονέκτημα ότι δημιουργεί τετελεσμένα, δεσμεύοντας εν μέρει την (μελλοντικώς) αποφασίζουσα Βουλή.

Ωστόσο, σε ένα τόσο κρίσιμο και ακανθώδες ζήτημα δεν υπάρχουν ανώδυνες λύσεις. Αφ’ενός  σταθμίζεις κέρδη και απώλειες και αφ’ετέρου προκρίνεις την διαδικασία με τα λιγότερα προβλήματα για το εθνικό σου συμφέρον.

Η στάθμιση αυτή, όμως, πρέπει να γίνεται με βάση τη ζέουσα πραγματικότητα, που θέτει τις δικές της ιεραρχήσεις και προτεραιότητες. Η πολιτική δεν ασκείται σε συνθήκες θερμοκηπίου…

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ“, 15.06.2018

Sliding Sidebar

Επιπλέον Άρθρα