Πρέπει να αλλάξει ο εκλογικός νόμος και το Σύνταγμα;

Η πρόσφατη διπλή πρωτοβουλία της κυβέρνησης, για την αλλαγή του εκλογικού νόμου και του Συντάγματος, έχει προκαλέσει, εύλογα, ποικίλες αντιδράσεις από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία, με διάφορες παραλλαγές,  την χαρακτηρίζουν μικροκομματική (με βασικό  επιχείρημα για μεν την αλλαγή του εκλογικού συστήματος ότι υποκρύπτει πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ να παραμείνει, ακόμη και ως δεύτερος, στην εξουσία για δε την συνταγματική αναθεώρηση ότι αποσκοπεί στον αποπροσανατολισμό των πολιτών από τα πραγματικά προβλήματα της χώρας).

Ωστόσο επιφυλάξεις εκφράσθηκαν και εντός ΣΥΡΙΖΑ, από την  υπολογίσιμη εσωκομματική τάση των 53, η οποία, όπως και αρκετοί μεμονωμένοι σχολιαστές, εστιάζει στην ουσία του όλου εγχειρήματος. Συγκεκριμένα, για μεν το εκλογικό σύστημα θεωρεί απαρέγκλιτη προϋπόθεση την καθιέρωση της απλής αναλογικής για δε την συνταγματική αναθεώρηση επισημαίνει με έμφαση ότι  η σημερινή συγκυρία όχι μόνον δεν επιτρέπει σοβαρές προοδευτικές μεταρρυθμίσεις αλλά εγκυμονεί και κινδύνους συντηρητικής οπισθοδρόμησης (δεδομένου μάλιστα ότι η τελική απόφαση της αναθεωρητικής Βουλής χρειάζεται μόλις 151  ψήφους).

Η άποψή μου είναι ότι αμφότερες οι επιφυλάξεις έχουν κάποια βάση, πλην όμως, όπως διατυπώνονται, ενέχουν επίσης είτε μικροπολιτικούς υπολογισμούς είτε υπερβολές είτε δογματικές εμμονές. Ειδικότερα:

Α. Η παράταση του ισχύοντος εκλογικού συστήματος σημαίνει την παράταση μιας κατάφωρα αντισυνταγματικής αλλά και αντιδημοκρατικής κατανομής των εδρών μεταξύ των κομμάτων, που νοθεύει τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού, φαλκιδεύει την ψήφο των πολιτών και αλλοιώνει τους πολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων. Πράγματι, το ισχύον εκλογικό σύστημα, υπό τις παρούσες πολιτικές συνθήκες, παραβιάζει ευθέως την συνταγματική αρχή της πολιτικής ισότητας –και κατ’επέκτασιν της λαϊκής κυριαρχίας– τόσο σε σχέση με τις πολιτικές δυνάμεις (λόγω της απαράδεκτης διάκρισης μεταξύ συνασπισμών και μεμονωμένων κομμάτων) όσο και σε σχέση με τους πολίτες (λόγω των πολλαπλών και κραυγαλέων παραβιάσεων της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου, όχι μόνον γενικά αλλά και σε επίπεδο εκλογικών περιφερειών). Το ότι λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν άλλαξε (κάκιστα) αυτό το θεσμικό έκτρωμα πριν από τον Σεπτέμβριο, λόγω μικροκομματικών επιλογών, δεν νομιμοποιεί την ΝΔ να αρνείται πεισματικά –και χωρίς αρχές– κάθε σχετική συζήτηση …

Επί της ουσίας, η βάση μιας θεσμικά πρόσφορης εκλογικής μεταρρύθμισης πρέπει να είναι αναμφίβολα η απλή αναλογική (με μικρές εκλογικές περιφέρειες), διότι πράγματι έτσι μόνον διασφαλίζεται η ισοδυναμία της ψήφου. Ωστόσο, αυτή η επί της αρχής  τοποθέτηση δεν νομίζω ότι αποκλείει και μια ασφαλιστική δικλείδα για την αποτροπή της ακυβερνησίας, δηλαδή το να προβλέπεται μια ελαφρά ενίσχυση (πχ 20 εδρών) του πρώτου κόμματος ή συνασπισμού, αν συντρέχουν σωρευτικά ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις, όπως ένα υψηλό ποσοστό (πχ 45%) και μια σημαντική διαφορά (πχ 2%) μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος ή συνασπισμού (ο οποίος βέβαια θα αντιμετωπίζεται πλέον ισότιμα).

Β. Η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι ζήτημα που εξ ορισμού συνδέεται με τις αντιφάσεις και τις προτεραιότητές της ζώσας πολιτικής πραγματικότητας. Ως εκ τούτου, πρέπει να απεμπλακεί τόσο από την λογική των τεχνοκρατικών ασκήσεων επί χάρτου, που διεξάγονται σε συνθήκες θερμοκηπίου, όσο και από σπασμωδικές και ευκαιριακές κινήσεις τακτικισμού, όπως αυτές που χαρακτηρίζουν σήμερα την κριτική της ΝΔ (της οποίας όλες οι μεγαλόστομες σχετικές εξαγγελίες, την τελευταία εξαετία, έμειναν χωρίς αντίκρυσμα).

Αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ, από τη μεριά του, είναι προφανές ότι ξεκινά μια πρωτοβουλία αναθεώρησης χωρίς κατασταλαγμένη συνταγματική πολιτική. Είχε συγκροτηθεί βέβαια, πριν από την διάσπασή του, μια Επιτροπή, στην οποία όμως κυρίαρχη τάση ήταν ένα κράμα έκδηλου αριστερισμού (ανεδαφικές και μαξιμαλιστικές προτάσεις, ερήμην των διεθνών, ευρωπαϊκών και εσωτερικών συσχετισμών)  και επικίνδυνου συνταγματικού λαϊκισμού (εξαγγελίες για «συντακτική συνέλευση» και «συνταγματικό δημοψήφισμα», που όχι μόνον δεν προβλέπονται από το Σύνταγμα αλλά και προϋποθέτουν ανώμαλες πολιτικές εξελίξεις).

Ευτυχώς η προσέγγιση αυτή φαίνεται πλέον να εγκαταλείπεται,  μετά και την άτακτη υποχώρηση στα περί «συνταγματικού δημοψηφίσματος»… Ωστόσο, η κρίση μεταρρυθμιστικής στρατηγικής είναι φανερή. Από την μία ο επίσημος ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να εμμένει  στην λογική μιας ριζικής αναθεώρησης (εντός πλέον του συνταγματικού πλαισίου), χωρίς πάντως σαφή στόχευση.  Από την άλλη οι 53 κινούνται ακριβώς στην αντίθετη (μινιμαλιστική) κατεύθυνση, δείχνοντας  επίγνωση του ότι οι σημερινοί αρνητικοί ευρωπαϊκοί και εσωτερικοί συσχετισμοί όχι μόνον δεν επιτρέπουν προωθημένες («αριστερές») συνταγματικές μεταρρυθμίσεις αλλά και ευνοούν προτάσεις σαν την πρόσφατη των 6 (Αλιβιζάτος κλπ), η οποία –παρά τα επί μέρους θετικά σημεία της– κινείται εμφανώς σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση.

Ωστόσο, ούτε και η άποψη των 53, που ουσιαστικά φαίνεται να περιορίζει την αναθεώρηση στα περί ευθύνης υπουργών, είναι ένδειξη αξιόπιστης συνταγματικής πολιτικής, για τους εξής λόγους:

Πρώτον, διότι το Σύνταγμα εμπεριέχει ασφαλιστικές δικλείδες, που μπορούν να αξιοποιηθούν από όλες τις πλευρές, για την αποφυγή ανεπιθύμητων αναθεωρητικών εξελίξεων (θυμίζω ότι στο άρθρο 110Σ προβλέπεται,  εναλλακτικά, πλειοψηφία 180 βουλευτών στην αναθεωρητική Βουλή, αν οι αναθεωρητέες διατάξεις έχουν ψηφισθεί στην πρώτη με πάνω από 150 αλλά κάτω από 180 ).

Δεύτερον, διότι ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα είναι εφικτό να ψηφισθεί, με εποικοδομητικό διάλογο, μια ατζέντα γνήσιων προοδευτικών συνταγματικών  μεταρρυθμίσεων. Οι μεταρρυθμίσεις δε αυτές, όπως θα προσπαθήσω να δείξω σε επόμενα άρθρα, μπορούν όντως να σηματοδοτήσουν μια νέα πορεία, με σημείο αναφοράς την  εμβάθυνση της δημοκρατίας και της ανοιχτής κοινωνίας, την ενίσχυση του κράτους πρόνοιας και των κοινωνικών δικαιωμάτων, την βελτίωση της λειτουργίας του πολιτεύματος και την κατάργηση καθεστωτικών προνομίων.

*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 25.6.2016

Sliding Sidebar

Επιπλέον Άρθρα