Η προκληση της ρύθμισης του ραδιοτηλεοπτικού καθεστώτος

των Γιώργου Σωτηρέλη & Παναγιώτη Δημητρόπουλου

Μια από τις παράπλευρες θεσμικές απώλειες του πρόσφατου δημοψηφίσματος υπήρξε αναμφισβήτητα η αποκάλυψη των τεράστιων παθογενειών του ισχύοντος ραδιοτηλεοπτικού καθεστώτος, τόσο σε ό,τι αφορά τα ιδιωτικά ΜΜΕ, που επέδειξαν κραυγαλέα μεροληπτική στάση υπέρ του “ναι”, όσο και σε ό,τι αφορά την νεοσυσταθείσα ΕΡΤ, η οποία κατά το κρίσιμο διάστημα θύμισε την αλήστου μνήμης ΥΕΝΕΔ …

Με αυτά τα δεδομένα, αλλά και εν όψει νέας εκλογικής αναμέτρησης, η πρόσφατη πρωτοβουλία της κυβέρνησης για ρύθμιση της διαδικασίας αδειοδότησης των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών είναι κατ’αρχήν ευπρόσδεκτη, παρότι μονομερής και ελλιπής, καθώς δεν περιλαμβάνει ούτε την ρύθμιση των ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών (οι οποίοι, στο σύνολό τους, λειτουργούν παράνομα με μεταβατικές ρυθμίσεις που έχουν κριθεί αντισυνταγματικές από το Συμβούλιο της Επικρατείας…) αλλά ούτε και την πρόβλεψη ουσιαστικών θεσμικών εγγυήσεων για την απεμπλοκή της ΕΡΤ από τον ασφυκτικό κυβερνητικό έλεγχο.

Η ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου ήταν μια από τις εμβληματικές προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς τόσο ο πρωθυπουργός όσο και πολλά κορυφαία στελέχη του είχαν   καταγγείλει επανειλημμένα  και σε όλους τους τόνους τις πολιτικές του παρελθόντος, που επέτρεψαν τη διαιώνιση μιας άναρχης και αδιέξοδης κατάστασης στα ΜΜΕ.

Η κριτική αυτή είναι κατά βάσιν σωστή, καθώς το πολιτικό σύστημα ουδέποτε στο παρελθόν επεδίωξε έντιμα και αποφασιστικά να ρυθμίσει το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. Αρκέσθηκε απλώς σε ανούσιες ρητορείες περί καταπολέμησης της διαπλοκής και σε λεονταρισμούς,  που συνοδεύονταν από εν πολλοίς ανεφάρμοστες ρυθμίσεις και εν τέλει κατέληγαν σε μια ακόμη βαθύτερη εμπέδωση της πελατειακής λογικής και των αδιαφανών σχέσεων εξουσίας. Θυμίζουμε ότι οι προσπάθειες της «οικουμενικής» κυβέρνησης το 1989, του ΠΑΣΟΚ, το 1995 (με τον «διαβόητο» νόμο 2328/1995), και της ΝΔ το 2007, επί υπουργίας Ρουσόπουλου, για την οργάνωση της αδειοδοτικής διαδικασίας με τρόπο διαφανή και αντικειμενικό, απέτυχαν παταγωδώς, με αποτέλεσμα να επιβιώνει ένα άκρως προβληματικό καθεστώς, που πόρρω απέχει από τις σχετικές συνταγματικές επιταγές.

Ωστόσο, ούτε το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, παρότι περιέχει θετικά σημεία, φαίνεται να ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις εξαγγελθείσες προθέσεις.

Εν πρώτοις, με τις επίμαχες ρυθμίσεις δεν δίδεται επαρκής απάντηση για τα κριτήρια βάσει των οποίων θα ορισθεί ο αριθμός των αδειών που θα προκηρυχθούν. Και τούτο παρά το γεγονός ότι δεν τίθεται πλέον στην πράξη ζήτημα σπανιότητας των συχνοτήτων, λόγω της ψηφιακής τεχνολογίας, η δε σχετική αγορά είναι ήδη διαμορφωμένη, με την έκδοση των σχετικών χαρτών, εδώ και αρκετά χρόνια.

Εν προκειμένω, με το σχέδιο νόμου ο αριθμός των αδειών καθορίζεται με υπουργική απόφαση, κατόπιν απλής γνώμης του ΕΣΡ, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά ούτε στις τεχνικές αναγκαιότητες που θα επιβάλουν αντικειμενικά τον μέγιστο αριθμό των καναλιών που θα εκπέμψουν στη χώρα αλλά ούτε και στα οικονομικά δεδομένα της ελληνικής αγοράς αναφορικά με τον αριθμό αυτών που πράγματι μπορούν να επιβιώσουν. Έτσι δίδεται στην πράξη ευρύτατη διακριτική ευχέρεια στον εκάστοτε Υπουργό -με τυπική και όχι ουσιαστική εμπλοκή της κατά Σύνταγμα εποπτεύουσας ανεξάρτητης αρχής- να καθορίσει τους εν δυνάμει αδειούχους, χωρίς να δεσμεύεται από δεδομένα που θα διασφάλιζαν τη διαφάνεια και την αντικειμενικότητα κατά τη  αδειοδότηση.

Αν λοιπόν η κυβέρνηση δεν θέλει να εκτεθεί ανεπανόρθωτα, εμπλεκόμενη σε ένα συνεχές “αλισβερίσι” με τους ενδιαφερομένους  -όπως συνέβη στο παρελθόν με τις άδειες των ραδιοφωνικών σταθμών- πρέπει να καθορίσει, το ταχύτερο δυνατόν, τον κρίσιμο αριθμό των σταθμών που πρόκειται να αδειοδοτηθούν, βάσει των κατάλληλων τεχνικοοικονομικών μελετών, χωρίς κρυφές σκέψεις είτε για «τακτοποίηση» ημετέρων είτε για «πόλεμο» σε βάρος «μη αρεστών».

Περαιτέρω, στο μέτρο που στο σχέδιο νόμου καθορίζονται κριτήρια που αποτελούν προϋποθέσεις για την έγκυρη συμμετοχή των υποψηφίων στη διαδικασία της δημοπράτησης, θα πρέπει να εξετασθούν βαθύτερα και ουσιαστικότερα, στο πλαίσιο της διαβούλευσης, οι προδιαγραφές των υποψηφίων. Ειδικότερα:

Ως προς το πρόγραμμα των καναλιών, η επιλογή να επαναληφθούν, με μάλλον αμήχανο τρόπο, οι ασαφείς, ανελαστικές και αφόρητα λεπτομερειακές διατάξεις του νόμου Ρουσόπουλου (οι οποίες στην πράξη ουδέποτε εφαρμόστηκαν από το ΕΣΡ), είναι αναμφισβήτητα ατυχής. Εκείνο που προέχει είναι να εξειδικευθούν κατά τρόπο πρόσφορο -και δεσμευτικό ως προς το ΕΣΡ- οι συνταγματικές εγγυήσεις περί ισότητας, αντικειμενικότητας, ποιότητας, σεβασμού της αξίας του ανθρώπου και προστασίας της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, ώστε να είναι σαφές ότι χωρίς την τήρησή τους δεν νοείται ούτε απόκτηση αλλά ούτε και διατήρηση άδειας εκπομπής. Ως προς δε τη βιωσιμότητα των σταθμών, ουδεμία αξιολόγηση προβλέπεται, ούτε για το επιχειρησιακό σχέδιο των υποψηφίων ούτε για την αποδοτικότητα της επένδυσής τους. Αντίθετα επιβάλλεται, με τρόπο ανελαστικό, η απασχόληση αυξημένου, σε σχέση με το παρελθόν, αριθμού εργαζομένων, ως προϋπόθεση για την χορήγηση και τη διατήρηση της άδειας, χωρίς όμως τούτο να φαίνεται ότι απορρέει αντικειμενικά από τις συνθήκες στις οποίες καλούνται να εκπέμψουν και μάλιστα σε ορίζοντα δεκαετίας.

Συμπερασματικά, οι προθέσεις της κυβέρνησης για μια βαθιά τομή στο τηλεοπτικό τοπίο θα κριθούν ιδίως από τέσσερις παράγοντες: πρώτον από την ειλικρίνεια αυτών των προθέσεων, δεύτερον από  την  πολιτική τόλμη να προχωρήσει μέχρι τέλους το εγχείρημα, τρίτον από την επίγνωση των ιδιαιτεροτήτων και των ευαίσθητων ισορροπιών του χώρου και τέταρτον από την διάθεση συνολικής αναδιάταξης του ραδιοτηλεοπτικού καθεστώτος, όχι μόνον σε σχέση με την ΕΡΤ και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και σε σχέση με το -πολλαπλά υπονομευμένο- ΕΣΡ, ο ρόλος του οποίου, εφ’όσον ενισχυθεί και θωρακισθεί θεσμικά, μπορεί να αποβεί πράγματι κρίσιμος για την διασφάλιση μιας νέας ραδιοτηλεοπτικής πραγματικότητας.

*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 22.08.2015

Sliding Sidebar

Επιπλέον Άρθρα