Η πρόσφατη ανακοίνωση του πρωθυπουργού για την συνταγματική αναθεώρηση προβάλλεται από την κυβερνητική πλευρά σαν μείζων πολιτική κίνηση, η οποία συνδυάζει αφ’ενός μεν μια καινοτόμα πρόταση, που θέτει το γενικό περίγραμμα ριζοσπαστικών τροποποιήσεων, αφ’ετέρου δε μια πρωτόγνωρη πρωτοβουλία δημοκρατικού διαλόγου και άμεσης λαϊκής συμμετοχής, που φέρνει τον πολίτη στο επίκεντρο της συζήτησης για τα μείζονα προβλήματα της λειτουργίας του πολιτεύματος.
Δυστυχώς όμως η εικόνα αυτή απέχει πολύ από την πραγματικότητα, τόσο επί της διαδικασίας όσο και επί της ουσίας. Ειδικότερα:
Α. Το ότι ξεκινάει η διαδικασία της αναθεώρησης είναι κατ’αρχήν θετικό και θα έπρεπε να γίνει δεκτό χωρίς μεμψιμοιρίες από τα κόμματα (τα περισσότερα από τα οποία άλλωστε την είχαν επανειλημμένα και πομπωδώς αναγγείλει σαν πρώτη προτεραιότητα…). Η κριτική δε για πολιτική επιλογή του χρόνου είναι μεν θεμιτή αλλά πρέπει να έχουμε υπ’όψιν μας ότι η συνταγματική πολιτική δεν ασκείται σε συνθήκες θερμοκηπίου αλλά μέσα στη ζώσα πολιτική πραγματικότητα, στοιχείο της οποίας είναι αναπόφευκτα και οι μικροκομματικές σκοπιμότητες, όπως έδειξαν άλλωστε και άλλες αναθεωρήσεις. Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι να αρκούμαστε απλώς στην επισήμανση αυτών των σκοπιμοτήτων αλλά να κρίνουμε αν, ανεξαρτήτως αυτών, μπορεί να προκύψει κάτι θετικό για τη χώρα και το πολιτικό της σύστημα.
Εκεί όμως που υπάρχει πραγματικό πρόβλημα είναι η ίδια η διαδικασία που εξαγγέλθηκε, διότι είναι φανερό ότι ο όλος σχεδιασμός της έχει γίνει ερήμην του αρμοδίου οργάνου για την συνταγματική αναθεώρηση, που είναι αποκλειστικά και μόνον η Βουλή. Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι η ανακοίνωση του όλου εγχειρήματος από τον πρωθυπουργό, διότι αυτό δεν είναι πρωτοφανές στην πρόσφατη συνταγματική μας ιστορία. Ωστόσο, το ότι στήθηκε ένα φαραωνικό σκηνικό στο Ζάππειο, με υψηλό συμβολισμό, για να εξαγγείλει ο πρωθυπουργός μια διαδικασία η οποία, ουσιαστικά, θα αρχίσει την άνοιξη του 2017 και αφού θα έχουν προηγηθεί ποικίλες διαβουλεύσεις, λαϊκές συνελεύσεις και -ενδεχομένως- δημοψηφίσματα, δείχνει ότι η κυβερνητική πλευρά αντιμετωπίζει την Βουλή σαν τον τελευταίο τροχό της αμάξης, ως προς την συνταγματική αναθεώρηση. Πράγματι, αντί να υποβληθεί ως τάχιστα -ή, έστω, μετά από σύντομη ηλεκτρονική διαβούλευση- η πρόταση 50 τουλάχιστον βουλευτών, προκειμένου να αρχίσει η συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία, επιλέχθηκε εν τέλει μια σχοινοτενής, πλαδαρή και ελαφρώς γκροτέσκα διαδικασία, που όχι μόνον θα σέρνεται στον χρόνο, χάνοντας το ενδιαφέρον της, αλλά και θα κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να παραπεμφθεί -για μια ακόμη φορά- στις καλένδες, αν μεσολαβήσουν απρόοπτες εξελίξεις.
Όσο δε για τα δημοψηφίσματα που ενδέχεται να προηγηθούν της αναθεώρησης, δύο βασικές παρατηρήσεις. Πρώτον, αυτά μπορούν να διεξαχθούν μόνο για σοβαρά εθνικά θέματα (όπως πχ οι σχέσεις κράτους – εκκλησίας ή η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων), στα οποία όμως δεν περιλαμβάνονται αλλαγές που άπτονται του πολιτεύματος (πχ εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας), που είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του αναθεωρητικού νομοθέτη. Δεύτερον, το αποτέλεσμα αυτών των δημοψηφισμάτων δεν θα είναι νομικά δεσμευτικό αλλά καθαρά “συμβουλευτικό” για τα μέλη της αναθεωρητικής Βουλής, διότι κατά το Σύνταγμα αυτά έχουν απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδησιν…
Β. Ως προς την ουσία της πρότασης του πρωθυπουργού, υπάρχουν αναμφίβολα αρκετά θετικά σημεία, όπως θα επιχειρήσω να δείξω σε επόμενα άρθρα, τα οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούν τις βερμπαλιστικές εξαγγελίες περί “νέας μεταπολίτευσης”. Κατ’αρχάς, διότι τίποτα από τα προτεινόμενα δεν διατυπώνεται για πρώτη φορά. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι οι ίδιες ή παρόμοιες προτάσεις έχουν περιληφθεί, εδώ και πολλά χρόνια, σε προτάσεις καθηγητών Συνταγματικού Δικαίου, πολιτικών στελεχών αλλά και κομμάτων. Πέρα από αυτό, όμως, το περίεργο είναι ότι δεν υιοθετούνται καν οι ριζοσπαστικότερες εκδοχές αυτών των προτάσεων, όπως θα περίμενε κανείς από ένα κόμμα που αυτοτοποθετείται στον χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Θα αρκεσθώ προς το παρόν σε ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα:
– Η θωράκιση των δημόσιων αγαθών, όπως εξαγγέλθηκε, είναι μερική και ανεπαρκής, ενώ η συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν αντιμετωπίζεται διόλου, καθώς απουσιάζει οποιαδήποτε πρόταση για την ενίσχυση της συνταγματικής δεσμευτικότητάς τους (που σημαίνει, έμμεσα, και επιταγή για αναδιανομή εισοδήματος…).
– Δεν υιοθετείται η καθιέρωση Συνταγματικού Δικαστηρίου, που αποτελεί την μόνη λύση όχι μόνον για την ριζική βελτίωση του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων (τόσο προληπτικά όσο και κατασταλτικά) αλλά και για την αντιμετώπιση άλλων συνταγματικών προβλημάτων, όπως ο δικαστικός έλεγχος αφ’ενός μεν των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου και του δημοψηφίσματος αφ’ετέρου δε των κομμάτων που αποσκοπούν έμπρακτα στην ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος (είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι για τα προβλήματα αυτά -παρότι ταλάνισαν την πολιτική μας ζωή- η πρόταση του πρωθυπουργού δεν διαλαμβάνει το παραμικρό…).
– Οι σχέσεις κράτους-εκκλησίας, όπως είχα την ευκαιρία να επισημάνω αναλυτικότερα στις στήλες αυτής της εφημερίδας, αντιμετωπίζονται υπό ένα υπέρμετρα συμβιβαστικό και μάλλον συντηρητικό πρίσμα, που προοιωνίζεται, δυστυχώς, το ότι θα χαθεί ακόμη μια ευκαιρία για καθαρές λύσεις ανάλογες με αυτές των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Συμπερασματικά, η πρόταση της κυβέρνησης στο μεν διαδικαστικό επίπεδο είναι εντόνως προβληματική, καθώς εκφυλίζεται σε έναν έκδηλο και παραλυτικό “δημοκρατικισμό” (που είναι μια ιδιαίτερη εκδοχή του θεσμικού λαϊκισμού), στο δε ουσιαστικό επίπεδο περιέχει μεν ενδιαφέροντα σημεία, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν βάση συζήτησης, αλλά σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί πολιτικές και θεσμικές μεγαλοστομίες.
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 06.08.2016