Τα ανυπέρβλητα όρια της συνταγματικής αναθεώρησης

Το πρώτο ζήτημα που πρέπει νομίζω να συζητηθεί, εν όψει της προοπτικής για συνταγματική αναθεώρηση, είναι το ποιες διατάξεις αναθεωρούνται και ποιες όχι. Και τούτο διότι, παρά την σαφήνεια του άρθρου 110 του Συντάγματος, διατυπώνεται  συχνά, από διάφορες πλευρές και με ποικίλες αφετηρίες ή/και σκοπιμότητες, η άποψη ότι υπάρχει δυνατότητα αλλαγής όχι μόνον της διαδικασίας αναθεώρησης -που είναι νομίζω συνταγματικά επιτρεπτή υπό προϋποθέσεις- αλλά και των διατάξεων που ορίζονται ρητά ως μη αναθεωρήσιμες.  Ας τα δούμε όμως συγκεκριμένα:

Α. Ως προς την διαδικασία αναθεώρησης, παρότι υπάρχουν και σεβαστές αντίθετες απόψεις, νομίζω ότι ερμηνευτικά οδηγούμαστε στο ότι το Σύνταγμα επιτρέπει την τροποποίησή της, δεδομένου μάλιστα ότι οι παράγραφοι 2 επ. του άρθρου 110 Σ δεν αναφέρονται ρητά μεταξύ των  μη αναθεωρήσιμων διατάξεις της παρ. 1. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι μια τέτοια τροποποίηση μπορεί να ξεφύγει από την λογική του “αυστηρού Συντάγματος”, που σημαίνει ότι, σε κάθε περίπτωση, η αναθεώρηση του Συντάγματος πρέπει να είναι δυσχερέστερη, τόσο ως προς την διαδικασία όσο και ως προς την πλειοψηφία,  σε σχέση με την ψήφιση των νόμων.

Στην πρόταση του πρωθυπουργού δεν υπάρχει, κακώς κατά την άποψή μου, καμία σχετική αναφορά. Στην πρόταση των έξι (Αλιβιζάτος κλπ) “για ένα καινοτόμο Σύνταγμα”, προβλέπεται πρόταση 50 βουλευτών και υπερψήφισή της σε δύο ψηφοφορίες, διεξαγόμενες στην ίδια Βουλή ή κατ’εξαίρεσιν σε δύο Βουλές, με πλειοψηφία 3/5.  Ωστόσο θεωρώ ότι  θα μπορούσαν να εξετασθούν και άλλες, προσφορότερες ίσως, εναλλακτικές λύσεις, όπως πχ το να ανέλθουν οι πλειοψηφίες στα 2/3 (κάτι που ισχύει ήδη για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος και την συμμετοχή στις εκλογές των εκτός επικρατείας πολιτών), ή/και να προβλεφθεί και η συμμετοχή του εκλογικού σώματος. Θα μπορούσαν δηλαδή να υιοθετηθούν εν προκειμένω (διαζευκτικά ή σωρευτικά) και θεσμοί που ισχύουν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η ανάληψη συνταγματικής πρωτοβουλίας και από τους πολίτες, με μεγάλο αριθμό υπογραφών, αλλά και το συνταγματικό δημοψήφισμα (με την ιδέα του οποίου ο ΣΥΡΙΖΑ φλέρταρε έντονα στην τρέχουσα διαδικασία, παρά το ότι δεν προβλέπεται στο ισχύον Σύνταγμα, αλλά παραδόξως δεν το συμπεριέλαβε στην πρότασή του).

Β. Ως προς την παρ. 1 του άρθρου 110, περί μη αναθεωρήσιμων διατάξεων, η απαγόρευση κατά την άποψή μου είναι πλήρης και απόλυτη και δεν καταλείπει περιθώρια οποιασδήποτε τροποποίησης, τόσο ως προς την μορφή του πολιτεύματος ως “προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας” όσο και ως προς τις εκεί αναφερόμενες επί μέρους αρχές και ελευθερίες (στο σημείο αυτό πάσχει σοβαρά η προαναφερθείσα πρόταση των έξι, διότι αποδεχόμενη αλλαγές σε αυτές τις  τελευταίες, έστω και επί τα βελτίω,  ανοίγει την  κερκόπορτα και για μια συνολική αχρήστευση του άρθρου 110 Σ).

Ιδίως δε πρέπει να υπογραμμισθεί, σε όλους τους τόνους, ότι επιτρέπονται μεν αλλαγές εντός του πλαισίου της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας -όπως για παράδειγμα μια συμβατή με το κοινοβουλευτικό σύστημα ενίσχυση των προεδρικών αρμοδιοτήτων, συνδυαζόμενη, ενδεχομένως, και με άμεση εκλογή του Προέδρου, όπως θα δούμε σε ειδικότερο άρθρο- αλλά δεν επιτρέπεται, σε καμία περίπτωση, αλλαγή του πολιτεύματος, είτε προς την κατεύθυνση της βασιλευόμενης είτε προς την κατεύθυνση της προεδρικής δημοκρατίας. Και τούτο για δύο λόγους:

Πρώτον, διότι ο όρος “προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία” δεν είναι ένας όρος λάστιχο, που τανύζεται κατά το δοκούν από τον οποιοδήποτε “ερμηνευτή”. Έχει συγκεκριμένο συνταγματικό περιεχόμενο, καθώς προϋποθέτει αλλά και συνεπάγεται πρώτον ότι ο ανώτατος άρχων θα είναι αιρετός (άμεσα ή έμμεσα) και όχι κληρονομικός και δεύτερον ότι η κυβέρνηση θα έχει επικεφαλής πρωθυπουργό και θα εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής και όχι του Προέδρου της Δημοκρατίας (που θα την διορίζει κατά το δοκούν και θα προΐσταται αυτής, όπως συμβαίνει με το προεδρικό σύστημα).

Δεύτερον, διότι η αντίληψη ότι όταν το θέλει ο λαός οι τα συνταγματικά όρια καταρρίπτονται, με “συντακτικές συνελεύσεις” και μη προβλεπόμενα “συνταγματικά δημοψηφίσματα”, δεν αποτελεί απλώς την  κορυφαία εκδήλωση του συνταγματικού λαϊκισμού. Ταυτόχρονα δεν είναι συμβατή και με την συνταγματική ομαλότητα, διότι προϋποθέτει εκτροπή από την ισχύουσα συνταγματική τάξη, είτε επαναστατικής είτε πραξικοπηματικής μορφής. Και μια τέτοια εκτροπή,  πέραν του ότι θα ήταν γενικώς καταστροφική ως προς το κύρος του Συντάγματος και την ασφάλεια δικαίου που αυτό παρέχει, θα αποτελούσε και μια σοβαρή θεσμική οπισθοδρόμηση σε σχέση με το δημοκρατικό κεκτημένο της μεταπολιτευτικής περιόδου, αν αναλογισθούμε ότι η περίοδος αυτή είναι η μόνη της συνταγματικής μας ιστορίας κατά την οποία έγιναν τρεις αναθεωρήσεις χωρίς καμία παρέκκλιση από τις συνταγματικά προβλεπόμενες προϋποθέσεις.

Τον πειστικότερο πάντως αντίλογο, απέναντι σε αυτές τις λαϊκιστικές (και ειδικότερα “δημοκρατικιστικές”)  παρερμηνείες,  παρέχει νομίζω η ίδια η διατύπωση του  άρθρου 1 του Συντάγματος, το οποίο δεν ορίζει μόνον ότι “όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό” αλλά και ότι “ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα”. Και το Σύνταγμα ορίζει, στην παρ. 1 του άρθρου 110, ρητά και αναμφίλεκτα, ότι τόσο η μορφή του πολιτεύματος όσο και οι συγκεκριμένες διατάξεις που περιλαμβάνονται σε αυτό δεν μπορούν να αναθεωρηθούν. Και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει ούτε με την επίκληση της “παντοδυναμίας του λαού” ούτε με την διατύπωση οποιασδήποτε άλλης δημοκρατικοφανούς ερμηνείας.

*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 20.08.2016

Sliding Sidebar

Επιπλέον Άρθρα