Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας για την αδειοδότηση των νέων τηλεοπτικών σταθμών είμαστε πλέον σε θέση να κάνουμε μια πρώτη ολοκληρωμένη αποτίμηση των σχετικών θεσμικών και πολιτικών επιλογών τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης.
Ξεκινάμε με μια γενική παρατήρηση: για δεύτερη φορά μέσα σε μικρό διάστημα το κομματικό μας σύστημα αποδείχθηκε εντελώς ανώριμο να αντιμετωπίσει, με την επιβαλλόμενη στοιχειώδη υπευθυνότητα και συνέπεια, ορισμένα κομβικής σημασίας και εξαιρετικά επείγοντα θεσμικά προβλήματα. Η αρχή έγινε με την ατυχή αντιμετώπιση, όχι μόνον από την κυβέρνηση αλλά και από όλα σχεδόν τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, του εκλογικού συστήματος. Την σκυτάλη πήρε η νέα ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, η οποία επίσης υπήρξε πολλαπλά προβληματική, με ευθύνη όλων των πλευρών. Κοινός παρονομαστής και των δύο αυτών χαμένων ευκαιριών είναι η πλήρης επικράτηση μικροκομματικών σκοπιμοτήτων, που οδήγησαν στον τορπιλισμό κάθε προσπάθειας να εξευρεθεί συναινετικά μια πρόσφορη και πάγια λύση, συμβατή με το Σύνταγμα και την πολιτική μας πραγματικότητα.
Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, το νέο τηλεοπτικό τοπίο, επισημαίνω τα εξής:
1. Είναι εν πρώτοις αναμφίβολο ότι το τηλεοπτικό τοπίο που ίσχυε έως τώρα στη χώρα μας ήταν εξαιρετικά προβληματικό, με βαρύτατες ευθύνες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Από την μια το ολιγοπώλιο της ιδιωτικής (κατ’ευφημισμόν “ελεύθερης”) τηλεόρασης, το οποίο αρχικά διαμορφώθηκε σε συνθήκες που θύμιζαν τους χρυσοθήρες στο μακρινό far west και στην συνέχεια κατέληξε σε μια ιδιότυπη και θεσμικά τραυματική «νομιμοποίηση αυθαιρέτων», χωρίς να τηρούνται, συχνά ούτε καν στοιχειωδώς, οι συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αντικειμενικότητας και της ποιότητας, που οριοθετούν το πλαίσιο λειτουργίας της τηλεόρασης. Από την άλλη η δημόσια τηλεόραση, η οποία σε όλες τις περιόδους της λειτουργίας της δεν έπαυσε, δυστυχώς, να λειτουργεί σαν πολιτική θεραπαινίδα της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας (παρά τις κάποιες πρόσκαιρες τιμητικές εξαιρέσεις, που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα, αλλά και την εν γένει καλύτερη ποιοτική της στάθμη).
Αποκορύφωμα αυτής της δυσλειτουργίας του τηλεοπτικού τοπίου ήταν η περίοδος του πρόσφατου -θεσμικά τραυματικού- δημοψηφίσματος, όταν καμία από τις δύο εκδοχές της τηλεόρασης δεν κρατούσε ούτε καν τα προσχήματα μιας νηφάλιας και πολυφωνικής ενημέρωσης.
2. Με αυτά τα δεδομένα, κανείς νομίζω δεν μπορεί να αμφισβητήσει σοβαρά ότι ήταν αναγκαία μια πρωτοβουλία της να ρυθμίσει επιτέλους το τηλεοπτικό τοπίο. Ωστόσο, η πρωτοβουλία αυτή, που είναι κατ’αρχήν επαινετή, δυστυχώς δεν κινήθηκε από το ξεκίνημά της στην σωστή κατεύθυνση, ούτε ως προς τις βασικές επιλογές αλλά ούτε και ως προς τις ειδικότερες ρυθμίσεις της.
Το πρώτο που πρέπει να τονισθεί, ως προς την αξιολόγηση αυτής της πρωτοβουλίας, είναι ότι η ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου δεν είμαι ένα ζήτημα αγοράς. Είναι ζήτημα δημοκρατίας. Προϋποθέτει δε και συνεπάγεται, πρώτα και πάνω από όλα, τον επικοινωνιακό πλουραλισμό, όχι μόνον διότι τον επιβάλλει το (αναθεωρημένο) άρθρο 15 του Συντάγματος (επιτάσσοντας την τήρηση των αρχών της ισότητας, της αντικειμενικότητας και την ποιότητας) αλλά και διότι αποτελεί το βασικό αξιολογικό κριτήριο για το αν μια τηλεοπτική πραγματικότητα είναι όντως συμβατή με την ανοιχτή και δημοκρατική κοινωνία, όπως αυτή έχει διαπλασθεί στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού πολιτισμού.
Από αυτήν την άποψη, τόσο οι νομοθετικές επιλογές όσο και η διαδικασία αδειοδότησης που επέλεξε η κυβέρνηση δεν ανταποκρίθηκαν σε καμία περίπτωση στις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί. Το πρόβλημα ξεκίνησε από τον νόμο 4339/2015, ο οποίος αποτέλεσε μια άκριτη εν πολλοίς συρραφή ατυχών ρυθμίσεων προηγούμενων νόμων και παρέμεινε προσκολλημένος στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις της αναλογικής τηλεόρασης. Αγνοήθηκαν έτσι πλήρως οι τεράστιες δυνατότητες που παρέχει η νέα ψηφιακή εποχή –λόγω της υπέρβασης του προβλήματος της σπανιότητας των συχνοτήτων– και χάθηκε η ευκαιρία για μια νέα προσέγγιση, προσανατολισμένη σε μια πολυφωνική και πολλαπλά εγγυημένη ως προς τα δικαιώματα, τηλεοπτική πραγματικότητα. Οι ρυθμίσεις του νόμου αυτού, ειδικότερα, έθεσαν υπερβολικές και άκαμπτες προδιαγραφές (οικονομικές, τεχνικές και, ιδίως, προσωπικού), για την λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών και ως εκ τούτου απέτρεψαν την συμμετοχή στον διαγωνισμό μικρών και ευέλικτων οργανωτικών σχημάτων, που θα μπορούσαν να συμβάλουν, αξιοποιώντας ευρηματικά συνεργατικές πρακτικές δημοσιογράφων, πρωτοβουλίες φορέων της κοινωνίας των πολιτών και ραγδαία αναπτυσσόμενες τεχνολογικές δυνατότητες, στην ποικιλία και πολυχρωμία του νέου τηλεοπτικού τοπίου. Παράλληλα, ο νόμος δεν εξειδίκευσε κρίσιμες συνταγματικές και ευρωπαϊκές προδιαγραφές ως προς την λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών, αρκούμενος σε μια γενικόλογη παραπομπή στην (ανεπαρκή) κείμενη νομοθεσία και σε κώδικες δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Συγκεκριμένα, δεν αξιοποίησε τα σχετικά συγκριτικά δεδομένα -που παρέχουν πολλά παραδείγματα επιτυχούς ρύθμισης- δεν προέβλεψε πρόσφορους επί τούτω ελέγχους και ιδίως δεν επέβαλε, όπως όφειλε, την υποχρέωση των τηλεοπτικών σταθμών να συμμορφώνονται, επί ποινή αποκλεισμού ή αφαίρεσης εκ των υστέρων της άδειας, σε συγκεκριμένους –δρακόντειους– κανόνες, που θα αποτρέπουν την διαπλοκή και την χειραγώγηση της κοινής γνώμης, θα διασφαλίζουν τον εσωτερικό και εξωτερικό πλουραλισμό, θα εγγυώνται την ποιοτική στάθμη των εκπομπών και θα υπάγουν την λειτουργία τους σε ένα καθεστώς πλήρους προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των ατομικών δικαιωμάτων.
Όλα αυτά, δυστυχώς, συνδυάσθηκαν στην συνέχεια με τον αυθαίρετο περιορισμό των αδειών σε τέσσερις, με τον εξοβελισμό, εν τέλει, του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης από την διαδικασία αδειοδότησης -με τεράστια εδώ την ευθύνη και της αντιπολίτευσης, που συμπεριφέρθηκε σαν μακρά χειρ των καναλιών…- και με τον εστιασμό του διαγωνισμού αποκλειστικά και μόνον στις οικονομικές προσφορές (και μάλιστα χωρίς να διαχωρισθούν οι άδειες μεταξύ λειτουργούντων και μη σταθμών αλλά και χωρίς να τεθούν ούτε κωλύματα συμμετοχής ούτε κριτήρια που να συνδέονται με τις συνταγματικές αρχές που προαναφέρθηκαν). Έτσι φθάσαμε σε ένα θολό νέο τηλεοπτικό τοπίο, το οποίο όχι μόνον δεν περιποιεί τιμήν στην κυβέρνηση -που είναι ανοιχτή στην κριτική για το ότι οργάνωσε τα πάντα με κριτήριο τον έλεγχό του- αλλά και παρατείνει την εκκρεμότητα, διότι θα κουβαλάει για πολύ καιρό νομικές αιτιάσεις και θεσμικά προβλήματα που θα το καθηλώνουν σε μια διαρκή διελκυστίνδα.
3. Με βάση τα νέα δεδομένα, η μόνη λύση είναι να αναζητηθεί, έστω και στο και πέντε, μια ευρέως συναινετική διέξοδος, η οποία βέβαια προϋποθέτει, πρώτα και πάνω από όλα, το να σταματήσει η σημερινή τραυματική για τους θεσμούς και για την αξιοπιστία των κομμάτων, εκκρεμότητα ως προς το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Αφού δε συμφωνήσουν τα κόμματα στα πρόσωπα και συγκροτηθεί το νέο Συμβούλιο, πρέπει πρώτον να επικυρώσει την σχετική διαδικασία -εφόσον φυσικά δεν διαπιστωθούν νομικά προβλήματα ως προς τον διαγωνισμό- και δεύτερον να γνωμοδοτήσει αφ’ενός μεν ως προς την δυνατότητα νέας προκήρυξης, προκειμένου να αυξηθεί ο αριθμός των αδειών, αφ’ετέρου δε ως προς τις αναγκαίες πρόσθετες εγγυήσεις που πρέπει να περιβάλλουν εφεξής το νέο τηλεοπτικό τοπίο, προκειμένου να λειτουργεί σύμφωνα με τις προαναφερθείσες συνταγματικές αρχές. Στην συνέχεια, δε, και με βάση την γνωμοδότηση αυτήν, απαιτείται η ριζική επανεξέταση του νομικού πλαισίου της τηλεόρασης, σε συνδυασμό με την αναβάθμιση του ρόλου και των ελεγκτικών δυνατοτήτων του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί με πληρότητα και επάρκεια στις επιταγές του Συντάγματος. Μόνον έτσι μπορεί επιτευχθεί μια ολοκληρωμένη ρύθμιση μακράς πνοής και να καταστεί πράγματι εφικτή η αναμόρφωση της τηλεοπτικής μας πραγματικότητας, με κύριο γνώμονα τόσο την πραγματική καταπολέμηση (και όχι την απλή υποκατάσταση…) της διαπλοκής όσο και την διασφάλιση της εξωτερικής και εσωτερικής πολυφωνίας αλλά και της ποιοτικής στάθμης των τηλεοπτικών σταθμών.
*Δημοσιεύτηκε στη διαδικτυακή εφημερίδα γνώμης “Ανοιχτό Παράθυρο”, 07.09.2016