Η κυβερνητική πρωτοβουλία δεν εκφράζει μια συνολικά επεξεργασμένη και ρηξικέλευθη συνταγματική πολιτική

Είναι αλήθεια ότι η πρωτοβουλία του πρωθυπουργού για την συνταγματική αναθεώρηση καθυστέρησε πολύ και αδικαιολόγητα, παρότι οι σχετικές εξαγγελίες είχαν γίνει αρκετά χρόνια πριν. Παρά δε την μακρά κυοφορία της, στο πλαίσιο ενός αμφιλεγόμενου «κοινωνικού διαλόγου», το αποτέλεσμα είναι κατά την άποψή μου άνευρο, διστακτικό και σε κάθε περίπτωση κατώτερο του αναμενομένου.

Πράγματι, οι προτάσεις που διατυπώθηκαν γενικά από τον πρωθυπουργό είναι εν πολλοίς αποσπασματικές και άτολμες, σε κάθε δε περίπτωση δεν εκφράζουν μια συνολικά επεξεργασμένη και ρηξικέλευθη συνταγματική πολιτική. Ειδικότερα:

Ορισμένες από αυτές είναι θεσμικά αδιάφορες, γατί δεν απαντούν σε πραγματικά προβλήματα (πχ η καθιέρωση του αναλογικού εκλογικού συστήματος και η λεγόμενη δημιουργική πρόταση δυσπιστίας).

Άλλες είναι εντελώς λανθασμένες και απλώς αντανακλούν ιδεολογικές εμμονές (πχ το να απαγορεύεται συνταγματικά, σε μια εποχή συμμαχικών κυβερνήσεων,  να διορισθεί πρωθυπουργός που δεν είναι βουλευτής…).

Οι περισσότερες πάντως κινούνται μεν, καταρχήν, σε σωστή κατεύθυνση αλλά είναι είτε εξαιρετικά άτολμες είτε ελλιπείς. Στην κατηγορία αυτήν εντάσσονται οι προτάσεις:

Πρώτον, για την μεταρρύθμιση των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας, η οποία είναι καταφανώς ενδοτική και άνευρη, παρά το ότι η πρόσφατη θεοκρατικών αντιλήψεων απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας για το μάθημα των θρησκευτικών βοά ότι χρειάζεται πλέον να επιβληθούν ριζικές λύσεις, προς την κατεύθυνση του χωρισμού τους (δηλαδή της αποκρατικοποίησης της Εκκλησίας και της αποεκκλησιαστικοποίησης του κράτους). Η πρόταση αυτή θα ήταν συζητήσιμη (απλώς ως ένα βήμα προόδου) μόνον αν ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμού με την σχεδόν «θρησκόληπτη» -αλλά κατά τα άλλα «φιλελεύθερη»…– αξιωματική αντιπολίτευση και τις άλλες πειθήνιες προς την εκκλησιαστική εξουσία πολιτικές δυνάμεις.

Δεύτερον, για την τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 86, η οποία είναι μεν εύλογη, διότι όλοι πλέον θεωρούν προβληματική την ισχύουσα διάταξη περί ευθύνης υπουργών, πλην όμως δεν κάνει το μεγάλο βήμα να αναθέσει συνολικά την σχετική αρμοδιότητα στα δικαστήρια (με ειδική, πάντως, διαδικασία, για την αποφυγή καταχρηστικών παρεκτροπών).

Τρίτον, για την προστασία των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, η οποία δεν περιλαμβάνει την σημαντικότερη τομή προς αυτήν την κατεύθυνση, που θα ήταν κατά την άποψή μου η κατοχύρωση του «εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης», προκειμένου να ενισχυθεί κανονιστικά η προστατευτική εμβέλεια των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Τέταρτον, για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία δεν έχει νόημα να συζητείται αν δεν αποκατασταθούν συνταγματικά οι πράγματι ρυθμιστικές αρμοδιότητες που είχε ο Πρόεδρος πριν από την αναθεώρηση του 1986 (εξαιρουμένων πάντως εκείνων που εγκυμονούσαν τον κίνδυνο εμπλοκής του στο πολιτικό παιχνίδι, όπως πχ η παύση της κυβέρνησης  και η διάλυση της Βουλής για λόγους «προφανούς δυσαρμονίας»).

Πέμπτον, για την καθιέρωση θεσμών άμεσης δημοκρατικής συμμετοχής (και όχι «άμεσης δημοκρατίας», όπως λέγεται εσφαλμένα) με λαϊκή πρωτοβουλία. Ο εμπλουτισμός του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος με τέτοιους θεσμούς μπορεί να ενεργοποιήσει πράγματι τα κουρασμένα αντανακλαστικά της σύγχρονης δημοκρατίας, πλην όμως απαιτούνται συγκεκριμένοι περιορισμοί ως προς τον αριθμό τους και αυστηρότατες εγγυήσεις, ιδίως ως προς τα δημοψηφίσματα, τόσο προς τα θέματα που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δημοψηφίσματος όσο και ως προς την διατύπωση των ερωτημάτων. Διαφορετικά μπορεί να οδηγηθούμε σε αλλοίωση του νοήματος της άμεσης  δημοκρατικής συμμετοχής, όπως συνέβη άλλωστε με το δημοψήφισμα του 2015, που ήταν από κάθε άποψη παράδειγμα προς αποφυγήν…

Πέρα από τις προτάσεις που έγιναν υπάρχουν βεβαίως και πολλές άλλες που έπρεπε κατά την άποψή μου να γίνουν αλλά δεν έγιναν. Τις έχω διατυπώσει επανειλημμένα αλλά δεν κρίνω σκόπιμο να τις επαναλάβω, διότι το μείζον πλέον, πριν από την διατύπωση οποιωνδήποτε νέων προτάσεων, είναι η πλήρης απεμπλοκή από τις παρελκυστικές, διχαστικές και εκβιαστικές λογικές που επικράτησαν έως τώρα και η ειλικρινής προσχώρηση όλων των πολιτικών δυνάμεων σε μια νηφάλια και εποικοδομητική διαβούλευση, ώστε να προχωρήσουν όσο το δυνατόν περισσότερες από τις αλλαγές που θα μπορούσαν να αποβούν χρήσιμες για την λειτουργία του πολιτεύματος.

 

*Δημοσιεύτηκε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, στις 03.11.2018

Sliding Sidebar

Επιπλέον Άρθρα