Γιατί δεν είναι προτεραιότητα η αλλαγή Συντάγματος

Το τελευταίο διάστημα, δυστυχώς, ο καιροσκοπισμός και η μικροπολιτική έχουν σε μεγάλο βαθμό πρυτανεύσει στον δημόσιο διάλογο για την επίλυση του «Μακεδονικού ζητήματος». Την πρώτη απόδειξη γι αυτό αποτέλεσε η προβληματική αφετηρία της κυβέρνησης, η οποία, παρότι ανέλαβε ορθώς την σχετική πρωτοβουλία, όχι μόνον εμφανίσθηκε εσωτερικά διχασμένη αλλά και δεν φρόντισε καν –με ιδιοτελή πολιτικά κίνητρα– να καλλιεργήσει εξ αρχής όρους εθνικής συνεννόησης.

Ακόμη μεγαλύτερη απόδειξη, όμως, αποτελούν τα πολλά και ποικίλα προσχήματα που έχουν επιστρατευθεί από την –κραυγαλέα λαϊκίζουσα, πλέον– αξιωματική αντιπολίτευση, προκειμένου να παραπεμφθεί και πάλι η επίλυση του προβλήματος στις καλένδες. Αρχίσαμε με την ψευδεπίγραφη επίκληση της αρχής της δεδηλωμένης, στη συνέχεια περάσαμε στην θέση ότι δεν είναι τώρα ο κατάλληλος χρόνος –παρά την ευνοϊκή εν πολλοίς συγκυρία– και τέλος φθάσαμε στον οψιγενή ισχυρισμό ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος της ΠΓΔΜ είναι απαράβατος όρος για να προχωρήσει οποιαδήποτε συζήτηση.

Ως προς την δεδηλωμένη έχω ήδη αναφερθεί αναλυτικά σε προηγούμενη παρέμβασή μου. Ως προς τον «εύθετο χρόνο» αρκεί νομίζω απλώς να επισημανθεί ότι η πολιτική δεν ασκείται σε συνθήκες θερμοκηπίου. Για να απαντηθεί όμως ο τελευταίος ισχυρισμός, ο οποίος δυστυχώς υιοθετείται και από άλλες –ενδεχομένως δε και καλόπιστες– πλευρές, απαιτείται νομίζω μια εκτενέστερη ενασχόληση.

Προϋπόθεση δε μιας τέτοιας ενασχόλησης είναι να αποσαφηνισθούν πλήρως, με κριτήριο τον ορθολογισμό και την εθνική ευθύνη, αφ’ενός μεν τα βασικά πολιτικά ζητούμενα της υπό διαπραγμάτευση λύσης του ζητήματος αφ’ετέρου δε η νομικά προσφορότερη κατοχύρωσή τους. Ειδικότερα:

Με βάση τα διδάγματα που (θα έπρεπε να) έχουμε αποκομίσει από την ιστορική εξέλιξη του προβλήματος, τα βασικά ζητούμενα μιας εθνικής διαπραγμάτευσης, χωρίς εθελοτυφλίες και υπεκφυγές, συνοψίζονται σε τέσσερις αλληλένδετους στόχους:

Α) Στην αλλαγή της ονομασίας του κράτους. Για να προκύψει συμφωνία πρέπει οι δύο πλευρές να εγκαταλείψουν τις ανιστόρητες θέσεις και να συναντηθούν σε μια λύση που να αντιστοιχεί στις πραγματικότητες της περιοχής. Οι γείτονές μας κατοικούν στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και ως εκ τούτου το κράτος τους δικαιούται να εμπεριέχει το όνομα Μακεδονία με έναν γεωγραφικό –και μόνον– προσδιορισμό (στο σημείο αυτό βρίσκω πολύ πειστική την σχετική επιχειρηματολογία του Σταύρου Λυγερού). Απαραίτητος όρος, όμως, είναι η σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό που θα συμφωνηθεί να ισχύει έναντι όλων.

Β) Στον αντίστοιχο προσδιορισμό της ιθαγένειας (π.χ. πολίτης της GornaMakedonija). Επιλέγω επίτηδες αυτήν την ονομασία διότι την θεωρώ υπό αυτήν την εκδοχή, δηλαδή στα σλαβικά και αμετάφραστη, ως την καλύτερη εφικτή λύση.

Γ) Στον προσδιορισμό της εθνικότητας κατά τρόπον ώστε να ανταποκρίνεται στην ιστορική αλήθεια, που κονταροχτυπιέται με την επίκληση «μακεδονικού έθνους». Ταυτόχρονα, δε, και με διασφάλιση ότι δεν θα είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί σαν βάση για αλυτρωτικές ή/και επεκτατικές διεκδικήσεις. Συμφωνώ με την άποψη ότι το ορθότερο θα ήταν η εθνικότητα αυτή να προσδιορισθεί με τον όρο «σλαβομακεδονική» –και αντίστοιχα αλβανική ή «αλβανομακεδονική»– ώστε να είναι σαφές ότι πρόκειται για Σλάβους και Αλβανούς που ζουν σε ένα γεωγραφικά τμήμα της σύγχρονης (και όχι της αρχαίας) Μακεδονίας.

Δ) Στον αντίστοιχο προσδιορισμό της γλώσσας («σλαβομακεδονική» και «αλβανική»). Επισημαίνω εδώ, για τους πάσης φύσεως αντιδρώντες, ότι τόσο στην γενέτειρά μου Θάσο –που την δεκαετία του ’70 ήταν τουριστική αποικία των Γιουγκοσλάβων– όσο και στην Καβάλα και την Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασα, όλοι αποκαλούσαν τους προερχόμενους από την ΠΓΔΜ «Σλαβομακεδόνες» και την γλώσσα τους –που είναι μια παραλλαγή της βουλγαρικής– «σλαβομακεδονική».

Απαρέγκλιτη προϋπόθεση για την επίτευξη αλλά και για μια πλήρη νομική και πολιτική κατοχύρωση των παραπάνω στόχων είναι η σύναψη μιας νέας, οριστικής αυτή τη φορά, Διεθνούς Συμφωνίας, με ενεργό τον εγγυητικό ρόλο του ΟΗΕ και της ΕΕ. Αν λοιπόν η γειτονική χώρα αποδεχθεί μια τέτοια Συμφωνία, τότε η λύση θα έχει δρομολογηθεί σε στέρεες βάσεις και οι αλλαγές στο Σύνταγμά τους θα είναι αναπόδραστη συνέπεια και όχι προϋπόθεση αυτής της λύσης.

Με βάση τα παραπάνω, ο ισχυρισμός ότι για να υπάρξει λύση πρέπει να προταχθεί, σαν απαράβατος όρος, η αλλαγή του Συντάγματος της γειτονικής χώρας σε κάθε περίπτωση δεν ευσταθεί. Πράγματι, αν υπογραφεί μια νέα οριστική Διεθνής Συμφωνία, όπως την σκιαγραφήσαμε προηγουμένως, είναι προφανές ότι με βάση τα διεθνώς ισχύοντα κανένας από την ηγεσία της ΠΓΔΜ δεν θα μπορέσει να αντιτάξει νομικά, απέναντί της, το ισχύον σήμερα Σύνταγμα.

Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν είναι αυτονόητο ότι η ηγεσία αυτή θα έχει επίσης αναλάβει, στην ίδια Συμφωνία, την ρητή νομική δέσμευση να επιφέρει στο Σύνταγμα όλες τις αλλαγές που θα έχουν συμφωνηθεί σε αυτήν ως προς τα τέσσερα παραπάνω σημεία (διότι διαφορετικά δεν θα έχει νόημα η ισχύς της Συμφωνίας έναντι όλων).

Από εκεί και πέρα, βέβαια, υπάρχουν και κάποια άλλα προβληματικά σημεία του Συντάγματός τους, τα οποία, παρά τις επιγενόμενες τροποποιήσεις, εξακολουθούν να παραπέμπουν –ευθέως ή εμμέσως– σε αλυτρωτικές/επεκτατικές βλέψεις. Αυτά, όμως, αφ’ ενός μεν έχουν ήδη αδρανοποιηθεί με την ισχύουσα Ενδιάμεση Συμφωνία αφ’ ετέρου δε μπορούν να εξουδετερωθούν πλήρως με μια νέα βελτιωμένη διάταξη της οριστικής πλέον Συμφωνίας. Αυτή μάλιστα θα μπορούσε –με την κατάλληλη πίεση– να ενσωματωθεί σαν ερμηνευτική δήλωση σε ένα αναθεωρημένο Σύνταγμα.

Με μια τέτοια δήλωση, η οποία επισημαίνω ότι θα είναι συνταγματικά ισοδύναμη προς τις άλλες διατάξεις –και άρα θα υπερισχύει ως νεότερη και ειδικότερη– δεν θα καταλείπεται πλέον κανένα περιθώριο «αξιοποίησης» των όποιων άλλων προβληματικών σημείων. Με άλλα λόγια, μια μελλοντική συνταγματική αναθεώρηση θα μπορούσε να περιορισθεί, πέρα από τις απαραίτητες αλλαγές στα παραπάνω τέσσερα κρίσιμα σημεία, στην απλή προσθήκη μιας τέτοιας ερμηνευτικής δήλωσης. Έτσι θα συνδεθεί ευθέως και άρρηκτα η Διεθνής Συμφωνίας με το Σύνταγμα της χώρας αυτής και κατ’επέκτασιν θα ενσωματωθεί σε αυτό μια μόνιμη εγγύηση ότι δεν θα υπάρχουν νομικά περιθώρια παρεκτροπών.

Με αυτόν τον τρόπο η ηγεσία της ΠΓΔΜ θα σώσει μεν, ίσως, τα προσχήματα, απέναντι στην κοινή γνώμη αυτής της χώρας, αλλά θα αποδεχθεί πλήρως –και ανεπιστρεπτί– τα νέα δεδομένα. Από εκεί και πέρα δεν νομίζω δα ότι θα τρομάζουμε ως χώρα αν κάποιοι γραφικοί της άλλης πλευράς θα εξακολουθήσουν να βαυκαλίζονται με αλυτρωτικές ονειρώξεις…

Στο σημείο αυτό τίθεται συχνά –προσχηματικά ή μη– το ερώτημα: και τι θα γίνει αν τα Σκόπια αθετήσουν τη δέσμευσή τους για αλλαγή του Συντάγματος, όταν ενταχθούν στο ΝΑΤΟ; Η άποψή μου, εν πρώτοις, είναι ότι δεν θα το τολμήσουν. Γι αυτούς η ένταξη στην ΕΕ είναι εξ ίσου σημαντική με την ένταξη στο ΝΑΤΟ και ως εκ τούτου δύσκολα θα την θυσιάσουν, δίνοντας χαμένες μάχες οπισθοφυλακής.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, μια τέτοια υπαναχώρηση δεν θα έχει και μεγάλη σημασία. Εφ’ όσον θα έχει κυριαρχήσει διεθνώς το νέο τους όνομα –ξεκινώντας από τους χάρτες που σήμερα γράφουν, στο σύνολό τους, φαρδιά-πλατιά «Μακεδονία»– γνωρίζουν ότι θα αντιμετωπίζουν συνεχή προβλήματα κάθε φορά που θα προσπαθούν να αντιπαρατάξουν τα οριζόμενα στο ισχύον Σύνταγμά τους απέναντι σε αυτά που θα έχουν οι ίδιοι αποδεχθεί (και δεσμευθεί) ρητά σε μια οριστική –και πολλαπλά εγγυημένη– Διεθνή Συμφωνία.

Γνωρίζουν, δηλαδή, ότι απλώς θα απομονωθούν, θα χάσουν τα όποια ερείσματά τους και θα γίνουν νομικά καταγέλαστοι. Γενικότερα, δε, θα καταστούν έκθετοι τόσο στην διεθνή κοινότητα όσο και στην ΕΕ, απέναντι στις οποίες θα έχουν δεσμευθεί ρητώς. Θα ήταν λοιπόν νομικά και πολιτικά απρόσφορο να το διακινδυνεύσουν, μόνο και μόνο για λόγους πρόσκαιρης, εύθραυστης και πολλαπλά αμφιλεγόμενης εσωτερικής κατανάλωσης.

*Δημοσιεύτηκε στο slpress.gr, 07.02.2018

Sliding Sidebar

Επιπλέον Άρθρα