Τα ατομικά δικαιώματα στην εποχή της πανδημίας

1.Μια από τις παράπλευρες απώλειες της πανδημίας είναι αναμφίβολα ο δραστικός περιορισμός πολλών ατομικών δικαιωμάτων. Η ελευθερία των φυσικών κινήσεων (δικαιώματα κίνησης εντός της χώρας καθώς και εισόδου και εξόδου από αυτήν), η οικονομική ελευθερία και τα δικαιώματα συνάθροισης,  λατρείας και προστασίας των προσωπικών δεδομένων είναι αναμφισβήτητα τα δικαιώματα που δοκιμάσθηκαν περισσότερο, με βάση τα μέτρα που έλαβε η ελληνική Πολιτεία, κατόπιν υποδείξεων των αρμόδιων επιστημόνων από τον χώρο της υγείας.

Απέναντι στα μέτρα αυτά εκδηλώθηκαν ποικίλες αντιδράσεις, με μόνιμη επωδό την «αντισυνταγματικότητα», στην οποία φαίνεται να συγκλίνουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σχεδόν όλοι οι διαφωνούντες, είτε είναι επιρρεπείς στην συνωμοσιολογία –η οποία οργιάζει αυτόν τον καιρό– είτε πιστεύουν ότι το θέμα του κορωνοϊού έχει μεγαλοποιηθεί επιτηδείως είτε απλώς υποστηρίζουν ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας λόγω επιδείνωσης της οικονομίας θα είναι μακροπρόθεσμα πολύ πιο επικίνδυνες.

Η «παραβίαση του Συντάγματος» είναι γενικώς μια κατηγορία που εκτοξεύεται πολύ εύκολα, ακόμη και από αυτούς που αγνοούν τα στοιχειώδη ως προς τις προβλέψεις του. Αυτή η τακτική, που ξεκίνησε από την εποχή της κρίσης και συνεχίζεται σήμερα, με την πανδημία, συνδέεται με το φαινόμενο του «συνταγματικού λαϊκισμού», που ανθεί τα τελευταία χρόνια (ως απόρροια του ευρύτερου φαινομένου του λαϊκισμού) και συνοψίζεται στο να χαρακτηρίζεται συλλήβδην «αντισυνταγματικό» κάθε τι με το οποίο διαφωνούμε πολιτικά.

Ωστόσο, αυτή η διαπίστωση δεν πρέπει να μας οδηγεί στο άλλο άκρο, όπως έχει επίσης συμβεί τα τελευταία χρόνια. Εξίσου επικίνδυνη με τη ακατάσχετη «αντισυνταγματολογία» και τον «λαϊκισμό των δικαιωμάτων» είναι και η λογική του «συνταγματικού μιθριδατισμού», δηλ. το να συνηθίζουμε σιγά σιγά και σε δόσεις την παραβίαση του Συντάγματος, στο όνομα του «δικαίου της ανάγκης», και εν τέλει να είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε οποιοδήποτε μέτρο το οποίο η κρατική εξουσία κρίνει επιβεβλημένο να επιβάλει στο όνομά μας αλλά ερήμην μας και ερήμην του Συντάγματος.

2.Αυτή η τελευταία επισήμανση θέτει νομίζω το πρόβλημα στις σωστές του διαστάσεις ως προς τους περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων λόγω πανδημίας. Ειδικότερα:

Όταν αναφερόμαστε σε ατομικά δικαιώματα δεν εννοούμε δικαιώματα όπως τα αντιλαμβάνεται ο καθένας μας –με βάση τις δικές του πολιτικές, φιλοσοφικές και κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις– αλλά σε δικαιώματα που ισχύουν επειδή τα προβλέπει το Σύνταγμα αλλά και όπως τα ορίζει το Σύνταγμα (το οποίο το εννοούμε με την ευρύτερη έννοια, δηλαδή σε συνδυασμό με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ). Με αυτό το δεδομένο πρέπει ευθύς εξ αρχής να επισημανθεί ότι δεν υπάρχουν απόλυτα δικαιώματα. Όλα υπόκεινται σε περιορισμούς, οι οποίοι όμως και αυτοί με την σειρά τους δεν είναι απόλυτοι, καθώς το Σύνταγμα επιβάλλει και «περιορισμούς των περιορισμών». Ως εκ τούτου, το να προσεγγίσουμε το πραγματικό περιεχόμενο των ατομικών δικαιωμάτων –δηλαδή των αμυντικών δικαιωμάτων που προστατεύουν τον χώρο του αυτοκαθορισμού του ανθρώπου απέναντι στην κρατική και σε κάθε άλλη εξουσία– είναι μια δύσκολη και σύνθετη άσκηση, που δεν αφήνει περιθώριο για απλουστευτικές και σχηματικές προσεγγίσεις.

Με βάση τα ανωτέρω το ζήτημα της συνταγματικής αποτίμησης των προναφερθέντων μέτρων τίθεται στην ακόλουθη βάση:

Α. Υπήρχε πράγματι κρίσιμος συνταγματικός λόγος για να επιβληθούν μέτρα κατά της πανδημίας; Η απάντηση είναι αναμφισβήτητα θετική. Η πανδημία θέτει εξ ορισμού  σοβαρό πρόβλημα προστασίας αφ’ενός μεν της ζωής και της υγείας αφ’ετέρου δε του «δημόσιου συμφέροντος» (όχι υπό την έννοια του «κρατικού»  αλλά του «γενικότερου» συμφέροντος. Ως εκ τούτου, επί της αρχής κανείς δεν μπορεί νομίζω να αμφισβητήσει, πρώτον ότι υπάρχει πεδίο εφαρμογής των δύο αυτών σημαντικότατων γενικών περιορισμών των δικαιωμάτων και δεύτερον ότι μπορούν να επιβληθούν, με επίκληση αυτών των συνταγματικών περιορισμών, ακόμη και αυστηρά μέτρα, σαν αυτά που επιβλήθηκαν.

Β.  Είναι όλα τα μέτρα που επιβλήθηκαν σύμφωνα με το Σύνταγμα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να είναι ούτε μονοσήμαντη ούτε συνολική και αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουν ιδίως όσοι αρέσκονται σε θέσφατα και σε «αξιωματικές» τοποθετήσεις, υποτιμώντας ή ξορκίζοντας την ασκούμενη κριτική (η οποία είναι εξαιρετικά χρήσιμη, στο μέτρο βέβαια που είναι τεκμηριωμένη και αποφεύγει τον στείρο καταγγελτισμό).  Από εκεί και πέρα  πρέπει να αποσαφηνισθεί, προς κάθε κατεύθυνση, ότι δεν νοούνται κατά το Σύνταγμα μέτρα που  συνεπάγονται μια γενική απαγόρευση άσκησης των συγκεκριμένων δικαιωμάτων, διότι οι περιορισμοί είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Για να κριθούν λοιπόν συνταγματικά αυτά τα μέτρα, πρέπει να εισάγουν θεμιτούς κατά το Σύνταγμα περιορισμούς, δηλαδή περιορισμούς που είναι αποτέλεσμα λεπτών και προσεκτικών σταθμίσεων, ως προς το κάθε δικαίωμα χωριστά. Οι σταθμίσεις αυτές, παρότι βασίζονται σε επιστημονικά κριτήρια, ενέχουν βεβαίως και ένα στοιχείο υποκειμενικότητας. Αφορούν δε, σύμφωνα με τα παραπάνω, όχι το ζήτημα της αρχής (το αν μπορούν να επιβληθούν οι περιορισμοί) αλλά την έκταση και την χρονική διάρκεια (το πώς μπορούν να εφαρμοσθούν οι περιορισμοί). Ειδικότερα οι σταθμίσεις αυτές πρέπει να εστιάζονται:

α) στην αιτιολογία ως προς την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων και του γενικότερου συμφέροντος, που πρέπει να είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, με βάση τα πορίσματα της επιστήμης,

β) στην τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, ώστε οι περιορισμοί να είναι αναγκαίοι και πρόσφοροι και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο,

γ) στην συνεχή επικαιροποίηση των μέτρων, σε συνάρτηση με την εξέλιξη της πανδημίας αλλά και τις γενικότερες επιστημονικές εξελίξεις ως προς αυτήν.

δ) στην ισόρροπη, στο μέτρο του εφικτού, ικανοποίηση όλων των συγκρουόμενων δικαιωμάτων.

Γ. Φυσικά ο χώρος δεν μας επιτρέπει να επιχειρήσουμε μια ολοκληρωμένη αποτίμηση, για κάθε μέτρο χωριστά. Ως εκ τούτου θα αρκεσθούμε κατ’αρχήν στα παραπάνω κριτήρια, θεωρώντας ότι  οριοθετούν, σε πολύ αδρές γραμμές, το συνταγματικό πλαίσιο βάσει του οποίου πρέπει να γίνεται μια νηφάλια και αποστασιοποιημένη από φανατισμούς και σκοπιμότητες προσέγγιση. Ωστόσο, θεωρώ σκόπιμες τρεις γενικές επισημάνσεις:

α. Η πρώτη επισήμανση αφορά την κυβέρνηση. Ενώ τα πρώτα μέτρα είναι φανερό ότι κινήθηκαν κατά βάση προς την κατεύθυνση μιας προσεκτικής, υπεύθυνης και συνταγματικά ευαίσθητης πολιτικής, απέναντι στην πανδημία, το τελευταίο διάστημα φαίνεται ότι κερδίζουν έδαφος κάποιες επικοινωνιακές σκοπιμότητες, που συνοδεύονται από αγνόηση ή υποτίμηση των δικαιωμάτων ως κρίσιμων παραμέτρων της όποιας κυβερνητικής πολιτικής. Αυτό είναι πλέον έκδηλο ιδίως στον χώρο της παιδείας, όπου η βασική μέριμνα της υπουργού φαίνεται πως είναι η προσωπική προβολή και όχι τα δικαιώματα (αναφέρομαι ιδίως στην διασφάλιση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων αλλά και της ελεύθερης πρόσβασης στην εκπαίδευση).   Αλλά και στον χώρο της δημόσιας τάξης είναι ορατό πλέον το επικοινωνιακό παιχνίδι «νόμος και τάξη», που παίζεται με αφορμή την «εξέγερση» των «παραβατών» και οδηγεί σε αναζωπύρωση του διαπιστωμένου ήδη αυταρχισμού ορισμένων θυλάκων της αστυνομίας.

β. Η δεύτερη επισήμανση αφορά την επίσημης Εκκλησία, της οποίας η στάση είναι δυστυχώς εντελώς απογοητευτική, σε σύγκριση με το Πατριαρχείο και με όλες σχεδόν τις άλλες Εκκλησίες. Πράγματι, η εικόνα που αναπαράγεται διαρκώς από την μεγάλη πλειονότητα του Κλήρου  είναι ότι η Εκκλησία αντιμετωπίζεται όχι μόνον «αντισυνταγματικά» αλλά και δυσμενώς, παρότι τα μέτρα στους χώρους λατρείας άργησαν απαραδέκτως να εφαρμοσθούν κατά μία –κρίσιμη ίσως για κάποιες ζωές– εβδομάδα (λόγω της ανεύθυνης στάσης πολλών Ιεραρχών). Από αυτή την άποψη είναι να ανατριχιάζει και συνάμα να μελαγχολεί κανείς διαβάζοντας τις «επιστημονικές» δηλώσεις περί θείας κοινωνίας,  της λοιμωξιολόγου κας Γιαμαρέλλου, αλλά και την εμβριθή «συνταγματική» ανάλυση της πρώην Προέδρου του ΑΠ κας Θάνου  (στην «Ορθόδοξη Αλήθεια» παρακαλώ…), οι οποίες βρήκαν ευκαιρία, ομνύοντας δήθεν στο όνομα των «δικαιωμάτων», να καλλιεργήσουν δημόσιες σχέσεις με τους φανατικούς του εγχώριου εθνοθρησκευτικού φανατισμού  και να ρίξουν λάδι στην φωτιά του ανορθολογισμού και της συνωμοσιολογίας, αντί να συμβάλουν, ως ώφειλαν, στην πραγματική προστασία των δικαιωμάτων των πιστών από την πανδημία…

γ. Η τρίτη επισήμανση αφορά την αναγκαιότητα να αρχίσουμε να εστιάζουμε πλέον και στα κοινωνικά δικαιώματα. Όχι μόνον διότι το αντικείμενό τους, δηλαδή η κοινωνική προστασία απέναντι στις οικονομικές επιπτώσεις της δοκιμασίας, θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη βαρύτητα, όσο θα επιτείνεται η προϊούσα οικονομική κρίση, αλλά και διότι η ικανοποίησή τους αποτελεί προϋπόθεση για να θεωρηθούν ανεκτοί, από ένα σημείο και μετά, ορισμένοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων (ιδίως δε των οικονομικών δικαιωμάτων). Επειδή δε τα κοινωνικά δικαιώματα συνδέονται με τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας, θα πρέπει να καταστεί σαφές αφ’ενός μεν ότι η πραγμάτωσή τους προϋποθέτει, κατ’ανάγκην, αναδιανομή εισοδήματος, αφ’ετέρου δε ότι η αναδιανομή αυτή πρέπει να γίνει δίκαια και όχι με επιβάρυνση των συνήθων υποζυγίων. Προς την κατεύθυνση δε αυτήν η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, δέκα χρόνια πριν, πρέπει να αποτελέσει ένα εξαιρετικά χρήσιμο παράδειγμα. Προς αποφυγήν…

Άρθρο στο LIFO, 24.5.2020

Sliding Sidebar

Επιπλέον Άρθρα