Ναι στην προστασία των Πανεπιστημίων αλλά όχι με παραβίαση του Συντάγματος

Τέσσερα είναι κατά την άποψή μου τα κρίσιμα ζητήματα που πρέπει να αναδειχθούν στον διάλογο για την νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης ως προς την ασφάλεια στον χώρο των Πανεπιστημίων.

Το πρώτο είναι ότι υφίσταται πράγματι σοβαρό πρόβλημα ασφάλειας, το οποίο δεν πρέπει ούτε να το παραβλέπουμε ούτε να το υποτιμούμε. Δεν είναι μόνον η πρόσφατη απαράδεκτη και φασίζουσα συμπεριφορά κατά του Πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αυτό είναι η κορυφή του παγόβουνου. Έχουν προηγηθεί ποικίλες ανάλογες αθλιότητες, όπως κτισίματα γραφείων, ξυλοδαρμοί, και προπηλακισμοί γνωστών συναδέλφων αλλά και φοιτητών, των οποίων οι απόψεις δεν είναι αρεστές στους γνωστούς «μπαχαλάκηδες» που θέλουν να διαφεντεύουν το Πανεπιστήμιο. Αν σε αυτά προσθέσουμε και ορισμένα αδικήματα, όπως η καταστροφή πολύτιμου επιστημονικού υλικού και η διακίνηση ναρκωτικών, που όντως ασκούνται συχνά στα Πανεπιστήμια (αν και όχι στην έκταση που τα παρουσιάζουν τα ελεγχόμενα σχεδόν πλήρως από την κυβέρνηση ΜΜΕ), καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι την άρνηση της πραγματικότητας επιλέγουν μόνον όσοι ακολουθούν την τακτική της στρουθοκαμήλου ή πάσχουν από αθεράπευτες ιδεολογικές εμμονές.

Το δεύτερο κρίσιμο ζήτημα είναι ότι η κυβέρνηση επικαλείται εν πολλοίς προσχηματικά τα παραπάνω –υπαρκτά– προβλήματα, καθώς η όλη αντιμετώπιση του θέματος εντάσσεται προεχόντως σε μια ευρύτερη λογική, ως προς τα συνταγματικά δικαιώματα, που συνδυάζει, σε διαφορετικές κάθε φορά δόσεις,  τις μικροκομματικές σκοπιμότητες, την δυσανεξία απέναντι σε κρίσιμες πτυχές τους και τον αυταρχικό πατερναλισμό. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια κυβέρνηση μειωμένης θεσμικής αξιοπιστίας και επικίνδυνων επιλογών, ως προς τα συνταγματικά δικαιώματα, την οποία είναι πολύ δύσκολο να εμπιστευθεί, ως προς τις προθέσεις της, η ακαδημαϊκή κοινότητα.

Στην συγκεκριμένη μάλιστα πολιτική απέναντι στα Πανεπιστήμια αυτό είναι τόσο ευκρινές, ώστε ακόμη και απροκατάληπτοι πρώην υπουργοί και βουλευτές της ΝΔ, που έχουν γνώση της ακαδημαϊκής πραγματικότητας, έχουν καταλάβει ότι η απόφαση να επιβληθεί άκριτα και ελαφρά τη καρδία μια μορφή αστυνομοκρατίας στα Πανεπιστήμια, με επικεφαλής, σε ρόλο σερίφη, τον υπουργό «Προστασίας του Πολίτη», έχει στο στόχαστρο όχι τα ίδια τα προβλήματα αλλά τα δικαιώματα που είναι συνυφασμένα με αυτόν τον χώρο (δηλαδή τα δικαιώματα  επιστήμης, έρευνας και διδασκαλίας, που συνθέτουν την ακαδημαϊκή ελευθερία).

Το τρίτο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι, σε αντίθεση με αυτά που επαγγέλλεται  η κυβέρνηση, κανένα μέτρο για την προστασία της ακαδημαϊκής κοινότητας δεν είναι δυνατόν να στηρίζεται στην συστηματική αγνόηση ή/και την διαστρέβλωση των βασικών συνταγματικών εγγυήσεων της ακαδημαϊκής ελευθερίας, την βιόσφαιρα της οποίας αποτελεί το Πανεπιστήμιο. Ειδικότερα:

Βασική προϋπόθεση, εν πρώτοις, για μια επιτυχή πολιτική ασφάλειας στον χώρο των Πανεπιστημίων –όσο κι αν αυτό ξενίζει όσους  έχουν επηρεασθεί από την κυβερνητική προπαγάνδα– είναι η εφαρμογή του πανεπιστημιακού ασύλου. Του θεσμού δηλαδή που είναι εθιμικά κατοχυρωμένος σε όλα τα Συντάγματα των δημοκρατικά προηγμένων χωρών και συναποτελεί, μαζί με το συνδεόμενο άρρηκτα αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου, μείζονα συνταγματική  εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας (η οποία βέβαια, ως εκ τούτου, δεν  μπορεί να καταργηθεί νομοθετικά, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα…).

Επί της ουσίας, πρόκειται για μια συνταγματική εγγύηση ανάλογη με το άσυλο κατοικίας, η οποία εν προκειμένω καλύπτει μόνο τα κτίρια και τον περίκλειστο χώρο γύρω από αυτά –που μπορεί να είναι από μια μικρή αυλή μέχρι ένα περιφραγμένο campus– όχι όμως και τους δρόμους που περνούν μπροστά από τα Πανεπιστήμια ούτε και τις ανοιχτές εκτάσεις γύρω από αυτά. Σημαίνει δε ότι ουδείς μπορεί να εισέρχεται σε αυτόν χωρίς την άδεια των αυτοδιοικητικών του αρχών. Άρα το άσυλο δεν καλύπτει κανέναν εκτός ακαδημαϊκής κοινότητας, εκτός εάν είναι προσκεκλημένος από πανεπιστημιακό φορέα, ο οποίος θα λάβει την σχετική άδεια των αυτοδιοικητικών αρχών.

Αυτό λοιπόν το άσυλο, που έχει ταχθεί για την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας –και όχι της εν γένει ελευθερίας της γνώμης όπως υπονοεί η εντελώς άστοχη έκφραση «άσυλο ιδεών»–  σε συνδυασμό με την δεύτερη σημαντική εγγύηση αυτής της  ελευθερίας, δηλαδή την πλήρη αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ, επιβάλλει, ως μόνη επιτρεπόμενη από το Σύνταγμα επιλογή για την προστασία των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας, την δημιουργία ειδικού άοπλου σώματος δημόσιων λειτουργών, που θα υπάγεται στην αρμοδιότητα των αυτοδιοικητικών αρχών του Πανεπιστημίου (όπως ακριβώς η δημοτική αστυνομία υπάγεται στην αρμοδιότητα των αρχών της Τοπικής αυτοδιοίκησης Α΄ βαθμού, αποτελώντας διακριτή υπηρεσία των ΟΤΑ και όχι παράρτημα της αστυνομικής αρχής). Το σώμα αυτό, που θα χρηματοδοτείται από το κράτος και θα είναι κατάλληλα εκπαιδευμένο (ενδεχομένως και από την αστυνομία, εν μέρει), θα ξεπερνά κατά πολύ αριθμητικά τα σημερινά securities, τα οποία θα καταργηθούν, χωρίς όμως να χρειάζεται να φθάσει ούτε καν στο μισό των χιλίων αστυνομικών που με τόση ευκολία έχουν εξαγγελθεί, με πελατειακά προφανώς κριτήρια. Θα τελεί δε υπό την αποκλειστική εποπτεία του Πρύτανη και θα είναι, κατ’αρχήν, το μόνο αρμόδιο για την προστασία των Πανεπιστημίων. Μόνον δε αν ανακύπτουν εξαιρετικά ζητήματα θα συνεργάζεται με τις αστυνομικές αρχές, εφ’όσον βέβαια προβλέπεται από τον νόμο η εμπλοκή τους και μόνον μετά από σχετική εντολή του Πρύτανη (πλην της περίπτωσης των αυτόφωρων κακουργημάτων, για τα οποία προβλέπεται, ήδη από το 1975, η δυνατότητα αυτεπάγγελτης παρέμβασης της αστυνομίας,  με εντολή του αρμόδιου εισαγγελέα).

Κάθε άλλη επιλογή, στο επίκεντρο της οποίας θα βρισκόταν η συνεχής παρουσία της αστυνομίας στο εσωτερικό των πανεπιστημίων, όχι μόνον θα παραβίαζε κατάφωρα τις συνταγματικές εγγυήσεις της ακαδημαϊκής ελευθερίας αλλά και θα αποτελούσε συνεχή εστία αναταραχής στο εσωτερικό του Πανεπιστημίου, επιτείνοντας τα προβλήματα και προκαλώντας απροσμέτρητες συνέπειες, που θα μπορούσαν να δυναμιτίσουν το μέλλον της Ανώτατης Εκπαίδευσης…

Και επειδή εκφράζονται συχνά αμφισβητήσεις ως προς την προθυμία των πρυτανικών αρχών του Πανεπιστημίου να αναλάβουν σχετικές πρωτοβουλίες, επιβάλλεται νομίζω να ληφθούν μέτρα και προς αυτήν την κατεύθυνση, με την πρόβλεψη αστικής, ποινικής και πειθαρχικής ευθύνης για κάθε ζημία που θα οφείλεται σε παράβαση καθήκοντος από μέρους τους.

Το τέταρτο κρίσιμο ζήτημα, αφορά την πρόταση για την καθιέρωση κάρτας εισόδου των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας (διδασκόντων και διδασκόμενων) καθώς και των προσκεκλημένων τους. Σε αντίθεση με την προηγούμενη, η πρόταση αυτή μπορεί να θεωρηθεί κατ’αρχήν συμβατή με την συνταγματική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας (και συνακόλουθα με τις βασικές εγγυήσεις της), υπό την προϋπόθεση όμως η σχετική διαχείριση του συστήματος να ανατεθεί στο προαναφερθέν ειδικό σώμα προστασίας της ακαδημαϊκής κοινότητας και όχι στην αστυνομία ή σε συμβεβλημένους ιδιώτες, που δεν παρέχουν καμία εγγύηση σύμφωνης με το Σύνταγμα εφαρμογής. Θα ήταν λοιπόν προτιμότερο, πριν ισχύσει αυτό το σύστημα, να έχει προηγηθεί η σύσταση της ειδικής πανεπιστημιακής δύναμης και ο πλήρης εγκλιματισμός της στις ιδιαιτερότητες και τις ευαισθησίες του πανεπιστημιακού χώρου,  ώστε να μην αντιμετωπίζεται σαν ξένο σώμα από τους φορείς της ακαδημαϊκής κοινότητας.  Υπό αυτούς τους όρους, μπορεί νομίζω αρχικά να επιχειρηθεί μια πιλοτική εφαρμογή, εκεί όπου εμφανίζονται τα περισσότερα προβλήματα, ώστε να επιτευχθεί ένας προσεκτικός, σταδιακός και λελογισμένος συνδυασμός της κάρτας εισόδου με το ειδικό πανεπιστημιακό σώμα.

Αυτός ο συνδυασμός, και όχι η άκαμπτη εμμονή στην αστυνομοκρατία, μπορεί να δώσει, συμβολικά και ουσιαστικά, το μήνυμα ότι στην χώρα μας μπορεί όντως να υπάρξει ένα ασφαλές Πανεπιστήμιο, το οποίο αφ’ενός μεν θα αποκλείει την βία και την αυθαιρεσία αφ’ετέρου όμως θα πληροί, ταυτόχρονα, και τις απαρέγκλιτες προϋποθέσεις μιας ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας…

 

*Άρθρο στο libre.gr, 6.2.2021

Sliding Sidebar

Επιπλέον Άρθρα