Δεν είναι πρωτοφανές τα μεγάλα κόμματα να μετατρέπουν τις ευρωεκλογές σε πρώτο γύρο εθνικών εκλογών. Ωστόσο, αυτή τη φορά υπερέβησαν κάθε όριο. Όχι μόνον διότι τα ευρωπαϊκά ζητήματα συζητήθηκαν ελάχιστα αλλά ιδίως διότι αυτό συνέβη στην κρισιμότερη ίσως συγκυρία για την προοπτική και το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Ακόμη χειρότερο, όμως, είναι ότι η προεκλογική τους στρατηγική έχει επικεντρωθεί σε ορισμένα ψευδεπίγραφα, που αποπροσανατολίζουν ακόμη περισσότερο την εκλογική αναμέτρηση. Ειδικότερα:
Α. Το κύριο επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, ότι η ΝΔ έχει γίνει «ακροδεξιό» κόμμα, ελάχιστα ευσταθεί. Η σημερινή ΝΔ είναι κατά βάσιν ένα τυπικό πολυτασικό κεντροδεξιό κόμμα. Αληθεύει, βέβαια, ότι το «φιλελεύθερο» προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει τρωθεί καίρια λόγω της ευκαιριακής «εθνολαϊκιστικής» στάσης του σε κρίσιμα ζητήματα αιχμής (πχ Συμφωνία των Πρεσπών, σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας). Αληθεύει, επίσης, ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός στον λόγο του έχει πολύ μεγαλύτερο βάρος από τον πολιτικό φιλελευθερισμό, δηλαδή από τα σύμφυτα με την σύγχρονη Δημοκρατία δικαιώματα. Αληθεύει, τέλος, ότι προς τα έξω τον τόνο δίνουν, λόγω επικοινωνιακής ικανότητας αλλά και πολυπραγμοσύνης, οι «σώγαμπροι» του ΛΑ.Ο.Σ. (που δεν είναι πάντως πιο δεξιοί από τον Καμμένο…).
Ωστόσο ούτε αυτά, παρά την ιδιαίτερη σημασία τους, αλλά ούτε και η υπερβολική ταύτιση με τον –όντως ακροδεξιό– υποψήφιο του ευρωπαϊκού λαϊκού κόμματος Βέμπερ, στοιχειοθετούν εν τέλει την κατηγορία περί «ακροδεξιάς». Εκείνο που μπορεί όντως να καταλογίσει κανείς στην ΝΔ είναι μια αμήχανη καιροσκοπική προσπάθεια να συγκρατήσει τις απώλειες προς την εθνικιστική ακροδεξιά. Όσο δε για τον ίδιο τον ηγέτη της, είναι φανερό ότι το βασικό του έλλειμμα δεν είναι μια μετριοπαθής κεντροδεξιά προσέγγιση –που εν πολλοίς τον χαρακτηρίζει– αλλά η αδυναμία και συνάμα η ατολμία του να την υπερασπισθεί με συνέπεια –κι ακόμη περισσότερο να την επιβάλει– στο βαθύτατα τριχοτομημένο κόμμα του…
Β. Από την άλλη πλευρά, όμως, εξ ίσου ψευδεπίγραφο είναι και το «αντιλαϊκιστικό» αφήγημα της ΝΔ. Η συγκεκριμένη χρήση του όρου «λαϊκισμός», πέρα από το ότι δύσκολα αποκρύπτει και μια διάχυτη αντιλαϊκότητα, είναι βαθύτατα παραπλανητική, καθώς προκαλεί διαρκείς συγχύσεις με άλλες διακριτές πολιτικές παθογένειες (και ιδίως με την δημαγωγία). Λαϊκισμός, επιγραμματικά, είναι το να ομνύει κανείς προσχηματικά στην λαϊκή κυριαρχία που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα (άρθρο 1) υπερτονίζοντας το ότι «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό» αλλά αποκρύπτοντας το ότι «ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα» (προκειμένου να ταυτίζεται αυθαίρετα ο λαός με τον ηγέτη). Υπό αυτήν την έννοια, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μεν και στοιχεία λαϊκισμού αλλά προεχόντως αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι αφ’ενός μεν ο εγγενής «αριστερισμός» (δηλαδή η μαξιμαλιστική συνθηματολογία, ερήμην των διεθνών ευρωπαϊκών και εθνικών συσχετισμών) αφ’ετέρου δε ο στυγνός πολιτικός μακιαβελισμός, που τον ωθεί, ιδίως αφότου συνειδητοποίησε τις αυταπάτες του, στο να μεταχειρίζεται ακόμη και αθέμιτα πολιτικά και επικοινωνιακά μέσα, προκειμένου να κρατηθεί στην εξουσία, αλλά και στο να κάνει διαρκώς εκπτώσεις στις ήδη ξεθωριασμένες ιδεολογικές του διακηρύξεις…
Αν αφήσουμε λοιπόν κατά μέρος τα ψευδεπίγραφα εν πολλοίς ιδεολογήματα, αυτό που στην πραγματικότητα χαρακτηρίζει την επικείμενη (και δήθεν δημοκρατική, ως προς την εκλογή των ευρωβουλευτών…) διαμάχη είναι πρώτον οι απαράδεκτες προσωπικές αντιδικίες των μονομάχων και δεύτερον η εμφανής έλλειψη πολιτικής σοβαρότητας. Η έλλειψη δηλαδή που ωθεί τον κ. Τσίπρα να σύρεται πίσω από ένα αποκρουστικό σύμβολο του πολιτικού «κουτσαβακισμού» και τον κ. Μητσοτάκη να κατεβάζει ως υποψήφιο περιφερειάρχη Αττικής –και μάλιστα μετά από μια θλιβερή συναλλαγή– την προσωποποίηση της πολιτικής φαιδρότητας…
*Δημοσιεύθηκε στα «Νέα Σαββατοκύριακο», 24/25.05.2019