Έχει όντως αλλάξει ο ΣΥΡΙΖΑ;

Με την εκτόξευσή του από το 3% στην κυβερνητική πλειοψηφία ο ΣΥΡΙΖΑ επέτυχε, αναμφίβολα, μια από τις πλέον θεαματικές  πολιτικές ανατροπές στην Ευρώπη. Παράλληλα, όμως, βρέθηκε σε δίνη.  Ένας ετερόκλητος συνασπισμός,  με εμφανή τα συμπτώματα των παιδικών ασθενειών της Αριστεράς, κλήθηκε να διαχειρισθεί τις τύχες της χώρας σε μια από τις κρισιμότερες ιστορικές περιόδους της.

Τα γεγονότα, έκτοτε, είναι γνωστά. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού έπαιξε αρχικά με τη φωτιά, λόγω των  ερασιτεχνικών πειραματισμών του, στη συνέχεια έγινε κανονικό κόμμα: απέχρεμψε τις πλέον προβληματικές συνιστώσες του, εγκατέλειψε τις «αυταπάτες», «συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις» και έμεινε στην κυβέρνηση πολύ περισσότερο  από όσο περίμεναν φίλοι και εχθροί…

Με αυτά λοιπόν τα δεδομένα, τίθεται το ερώτημα: Έχει αλλάξει πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να μπορεί να ηγηθεί ενός νέου «προοδευτικού» εκλογικού μετώπου; Και κατ’επέκτασιν: πρέπει η Κεντροαριστερά να αντιδράσει θετικά στις σχετικές επίμονες προτάσεις του;

Παρότι έχω από καιρό ταχθεί υπέρ της σύνθεσης  όλων των προοδευτικών δημοκρατικών δυνάμεων της Ευρώπης σε μια νέα πλουραλιστική Αριστερά (βλ. ιδίως το βιβλίο μου «Ποια Αριστερά; Ανιχνεύοντας την προοδευτική ταυτότητα στην Ευρώπη της κρίσης», εκδ. Πόλις, 2017), η θέση μου είναι εξαιρετικά επιφυλακτική και ως προς τα δύο σκέλη του ερωτήματος.

Κατ’αρχάς, το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ενστερνίσθηκε την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, ακολούθησε μια ρεαλιστική οικονομική πολιτική και ανέπτυξε σχέσεις με την σοσιαλιστική Ευρωομάδα δεν σημαίνει εξ ορισμού ότι έγινε σοβαρή και υπεύθυνη δύναμη της Αριστεράς, που είναι το μεγάλο ζητούμενο. Όλα αυτά θα μπορούσαν εύλογα να θεωρηθούν και σαν κλασική «οπορτουνιστική» αντίδραση του ηγετικού μηχανισμού ενός αριστερίστικου κόμματος, ο οποίος, αφού βρήκε τοίχο, λόγω των αλλοπρόσαλλων και  μαξιμαλιστικών θέσεων και πρακτικών του,  αποφάσισε να διατηρήσει πάση θυσία την εξουσία.

Εξ άλλου ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ψελλίσει καν, έως τώρα, την από καιρό οφειλόμενη συγγνώμη, πρώτον για τα έκτροπα του «αντιμνημονιακού» αγώνα, δεύτερον για τον τρόπο με τον οποίο οδήγησε τη χώρα στις εκλογές, εξευτελίζοντας το Σύνταγμα, τρίτον για το ανεκδιήγητο κατ’ευφημισμόν «δημοψήφισμα», που αποτέλεσε ζωντανή δυσφήμηση της άμεσης λαϊκής συμμετοχής και τέταρτον για τον φθηνό τακτικισμό που επέδειξε, ως προς μείζονες πολιτικές επιλογές, για τις οποίες όφειλε να επιδιώξει ευρύτερες συναινέσεις (πχ ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου, Συμφωνία των Πρεσπών, συνταγματική αναθεώρηση).

Αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός είναι πολύ δύσκολο να πείσει για την ειλικρίνεια των προθέσεών του, διότι ακόμη και μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 προτίμησε ανενδοίαστα τον σφικτό εναγκαλισμό με τον χαρακτηριστικότερο εκφραστή της λούμπεν ακροδεξιάς,  αγνοώντας επιδεικτικά τα δύο –πρόθυμα τότε…– κεντροαριστερά κόμματα, που τώρα αγάπησε ξαφνικά….

Αν σε αυτά προστεθεί και η τραυματική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο κράτος δικαίου, που προκαλεί έντονες και εύλογες ανησυχίες, είναι απολύτως κατανοητό γιατί οι προτάσεις του δεν βρίσκουν ευήκοον ους ούτε στα κόμματα της Κεντροαριστεράς (όπου, βέβαια,  δεν είναι όλοι υπέρ της συνεργασίας με την ΝΔ…) αλλά ούτε και στην μεγάλη πλειονότητα των –καλόπιστων και ανιδιοτελών– προβληματιζόμενων  πολιτών. Οι τελευταίοι, όντας κατά κανόνα «αντιδεξιοί» αλλά και απογοητευμένοι από τα υπάρχοντα «προοδευτικά» σχήματα, προτιμούν αυτήν την περίοδο να είναι συνειδητά και κριτικά ανένταχτοι, αναμένοντας τις ραγδαίες ανακατατάξεις που θα επέλθουν στον προοδευτικό χώρο, μετά τις επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις…

Άρθρο στην εφημερίδα «Τα Νέα», 23.4.2019

Sliding Sidebar

Επιπλέον Άρθρα