Αν θα θέλαμε να εντοπίσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά των επικείμενων αυτοδιοικητικών εκλογών, θα στεκόμασταν, αναμφίβολα, σε δύο επισημάνσεις: πρώτον, στην ανεκδιήγητη θεσμική πολιτική της κυβέρνησης, όλο το τελευταίο διάστημα, που είχε μοναδικό στόχο να υποβαθμίσει την ευρύτερη πολιτική σημασία των δημοτικών εκλογών και να τις υποτάξει σε μικροκομματικές σκοπιμότητες, και, δεύτερον, στη μυωπική πολιτική των δύο βασικών πόλων του πολιτικού μας συστήματος, της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πρώτη επισήμανση δεν χρειάζεται, νομίζω, να εστιάσουμε ιδιαίτερα, διότι ήδη έχουν διατυπωθεί επανειλημμένες σχετικές επικρίσεις, τόσο για τις –ατελέσφορες ευτυχώς– προσπάθειες επιτηδευμένης αλλαγής του εκλογικού συστήματος και των (νησιωτικών) εκλογικών περιφερειών όσο και για την πολιτικά ιδιοτελή μετάθεση της ημερομηνίας των ευρωεκλογών. Δεν αντέχω όμως στον πειρασμό να επισημάνω, με αφορμή και τις πρόσφατες γελοιότητες για το μεταναστευτικό, ότι όσα χρόνια ασχολούμαι επιστημονικά και δικηγορικά με την τοπική αυτοδιοίκηση –δηλαδή περίπου μία εικοσαετία– δεν έχω συναντήσει στο υπουργείο Εσωτερικών πολιτική ηγεσία τόσο άσχετη με τα θέματά της, τόσο ανύπαρκτη από άποψη έργου και συνάμα τόσο αδίστακτη σε μικροκομματικές μεθοδεύσεις…
Ως προς τη δεύτερη επισήμανση, όμως, θα άξιζε τον κόπο, νομίζω, να επιχειρηθεί μια ευρύτερη ανάλυση, όχι τόσο για τη ΝΔ, η οποία απλώς επανέλαβε την κάκιστη αυτοδιοικητική πολιτική του παρελθόντος, αλλά σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ, που πρωτοεμφανίζεται ουσιαστικά, ως κόμμα εξουσίας, στην κονίστρα των αυτοδιοικητικών εκλογών.
Πράγματι, για τη ΝΔ το μόνο που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι, παρά τη συμμετοχή της σε κυβέρνηση συνασπισμού, κινήθηκε παντού με καθαρά μικροκομματικά κριτήρια –διαψεύδοντας πλήρως όσους προσβλέπουν σε «κεντρώα ανοίγματα» και σε αλλαγή νοοτροπίας–, με αποτέλεσμα να επικρατήσουν ανεξαιρέτως, παρά τις ουκ ολίγες νηφάλιες αντιδράσεις, οι υποψηφιότητες άσχετων με την αυτοδιοίκηση βουλευτών και πολιτευτών, που επιτείνουν την εικόνα πλήρους απαξίωσης της τοπικής αυτοδιοίκησης που εκπέμπει το κυβερνητικό στρατόπεδο και ιδίως η κυρίαρχη συνιστώσα του.
Για την αξιωματική αντιπολίτευση, όμως, το ζήτημα τίθεται εντελώς διαφορετικά, διότι είχε μια μοναδική ευκαιρία να εμφανιστεί ηγεμονικά στο χώρο, αναδεικνύοντας έναν εναλλακτικό –ανοιχτόμυαλο και συνθετικό– λόγο, που θα συσπείρωνε ευρύτερες πολιτικές πλειοψηφίες σε μια προοπτική ουσιαστικής αναβάθμισης των θεσμών της τοπικής δημοκρατίας αλλά και πλήρους αξιοποίησης όλων των πολιτικών στελεχών που θα μπορούσαν να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ διέψευσε τελικά κάθε σχετική ελπίδα, επιλέγοντας μια μυωπική και «σεχταριστική» πολιτική, που βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα της προαναφερθείσας, αποτελώντας απλώς μια επανάληψη της στάσης του στις εκλογές των μαζικών κοινωνικών χώρων (με κραυγαλέα παραδείγματα τα επιμελητήρια και τον Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας). Την πολιτική αυτή, μάλιστα, σηματοδότησε, δυστυχώς, ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, με έναν απαξιωτικό και ισοπεδωτικό αφορισμό περί «βλαχοδημάρχων του ΠΑΣΟΚ», που οδήγησε σε μια πολιτική που προσιδιάζει μόνο σε μικρά κόμματα διαμαρτυρίας, που κινούνται με στενόμυαλα κριτήρια ιδεολογικής «καθαρότητας» και πολιτικής περιχαράκωσης. Για να υποστηριχτεί κάποιος ως υποψήφιος, σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια, έπρεπε να είναι και «αντιμνημονιακός» και «αντικαλλικρατικός» (δηλαδή, εκτός από ΣΥΡΙΖΑ, είτε ΚΚΕ είτε ΑΝΕΛ), με αποτέλεσμα να αποκλείεται εξ ορισμού μια πλειάδα αξιόλογων και έντιμων αυτοδιοικητικών στελεχών, τόσο από την κίνηση των 5 δημάρχων όσο και από τον ευρύτερο χώρο των αυτοδιοικητικών αρχόντων που δεν είχαν προσχωρήσει εξαρχής –και μάλιστα πλήρως και ανεπιφύλακτα– στην αντιμνημονιακή ρητορεία αλλά και δεν είχαν αποκηρύξει τον «Καλλικράτη». Για τον τελευταίο, μάλιστα, το περίεργο είναι ότι βαφτίστηκε αυθαίρετα «μνημονιακός», παρ’ ότι η επεξεργασία των βασικών αρχών του –που κινούνται αναμφισβήτητα σε σωστή κατεύθυνση– είχε γίνει τουλάχιστον πριν από μία δεκαετία από τους θεσμικούς φορείς της ίδιας της τοπικής αυτοδιοίκησης (Ινστιτούτο Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ΚΕΔΚΕ και ΕΝΑΕ).
Αντί λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ να ζητήσει τη στράτευση των καταξιωμένων αυτοδιοικητικών αρχόντων σε ένα βασικό πρόγραμμα αναβάθμισης του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης (που θα περιλάμβανε βέβαια και τροποποίηση του «Καλλικράτη», για να αντιμετωπιστούν τα ουκ ολίγα προβλήματα που αναδείχθηκαν, ιδίως λόγω της κρίσης), επέβαλε μια «δήλωση αντιμνημονιακών και αντικαλλικρατικών φρονημάτων», η οποία μάλιστα έπρεπε να γίνει και μετά βδελυγμίας. Με άλλα λόγια, αντί να κάνει το επιβαλλόμενο άνοιγμα προς αξιόλογα αυτοδιοικητικά στελέχη, με κριτήριο την ουσιαστική προοδευτική στάση, την εντιμότητα και τη διαθεσιμότητα να συστρατευτούν σε μια προσπάθεια οργανωτικής και λειτουργικής αναδιάταξης των ΟΤΑ, περιχαρακώθηκε σε έναν στενότατο πολιτικό χώρο, με κριτήριο, εντέλει, την «αντιμνημονιακή» και «αντικαλλικρατική» καθαρότητα (η οποία, δυστυχώς, σε ουκ ολίγες περιπτώσεις, όπως συμβαίνει και με τη Βουλή, μπορεί να είναι απλώς ένας λαϊκιστικός ή αριστεροφανής «κουτσαβακισμός»).
Ως εκ τούτου, τα στελέχη που επελέγησαν, πλην ευάριθμων αξιόλογων εξαιρέσεων, στερούνται ευρύτερης εμβέλειας και έχουν προφανές έλλειμμα διοικητικών ικανοτήτων, με αποτέλεσμα να προκαλείται εύλογος σκεπτικισμός, ενίοτε δε και θυμηδία. Ακόμη και οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι εν πολλοίς προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ και είχαν πανηγυρίσει πριν από λίγα χρόνια την εκλογή –για να σταθούμε στα μεγάλα κέντρα– του Καμίνη, του Μπουτάρη και του Σγουρού, δεν μπορούν να κατανοήσουν τι καινούργιο κομίζουν στην αυτοδιοίκηση οι υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ (και της ΝΔ φυσικά) και γιατί θα έπρεπε να αναιρέσουν την προηγούμενη επιλογή τους, παρ’ ότι είναι γενικά επιτυχής, με αυτοδιοικητικά κριτήρια. Πολύ δε περισσότερο, δεν μπορούν να κατανοήσουν το «αντιμνημονιακό» φιάσκο της Δυτικής Μακεδονίας, τις αντιδράσεις για τον Οδυσσέα Βουδούρη αλλά και τη μίζερη και μικρόψυχη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ (και του ΠΑΣΟΚ, βέβαια, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα) ως προς την υποψηφιότητα Μπόλαρη, η οποία ήταν ιδανική για να συμβολίσει –και μάλιστα σε συντηρητική περιοχή– μια πολιτική συμμαχιών ικανή να οδηγήσει στην αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών και στη διαμόρφωση μιας ευρύτατης προοδευτικής πλειοψηφίας.
Με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν, οι αυτοδιοικητικές εκλογές φαίνεται ότι θα αποτελέσουν το πεδίο στο οποίο θα δοκιμαστούν σκληρά οι επιλογές τόσο της κυβέρνησης (και ιδίως της ΝΔ) όσο και του ΣΥΡΙΖΑ. Όλα, δε, τα έως τώρα δημοσκοπικά δεδομένα δείχνουν ότι και οι δύο οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια, σχεδόν νομοτελειακά, σε μια ευρεία πολιτική ήττα, με ενδεχόμενη επίπτωση και στα αποτελέσματα των ευρωεκλογών.
Αν λοιπόν αυτή η ήττα επιβεβαιωθεί και στις κάλπες, θα είναι, νομίζουμε, εξόχως «παιδαγωγική»:
Για την κυβέρνηση, προκειμένου να συνειδητοποιήσει, επιτέλους, ότι ο πολιτικός κυνισμός, η μικροκομματική ιδιοτέλεια, ο θεσμικός αμοραλισμός και η ουσιαστική υποτίμηση της τοπικής αυτοδιοίκησης βρίσκονται σε καταφανή αντίθεση με τις πομπώδεις διακηρύξεις για τη «σωτηρία του τόπου» και αναιρούν πλήρως κάθε μεταρρυθμιστική ρητορεία.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να κατανοήσει τα όρια της θεσμικής εθελοτυφλίας, του πολιτικού απομονωτισμού και του ιδεολογικού ναρκισσισμού, που όχι μόνο τον αποκόπτουν από ζωντανές προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις στην τοπική αυτοδιοίκηση και σε όλους τους κοινωνικούς χώρους αλλά και τον απομακρύνουν από την προοπτική ενός εναλλακτικού και βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος, που θα συνδυάζει τον –αναγκαίο– ιδεολογικό ριζοσπαστισμό με την –δυστυχώς ανεύρετη έως τώρα– πολιτική διορατικότητα και αξιοπιστία.
*Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα “Μεταρρύθμιση”, 26.03.2014