*Δημοσιεύτηκε στην ενημερωτική ιστοσελίδα Press Publica, 26.05.2015
«Το δημοψήφισμα δεν πρέπει ούτε να δαιμονοποιείται αλλά ούτε και να θεωρείται πανάκεια», επισημαίνει σε συνέντευξη του στο Press Publica, o καθηγητής συνταγματικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, Γιώργος Χ. Σωτηρέλης.
«Πρόκειται για έναν θεσμό άμεσης δημοκρατίας, ο οποίος κατ’αρχήν πράγματι μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της λαϊκής κυριαρχίας και κατ’επέκτασιν στην αναζωογόνηση των κουρασμένων αντανακλαστικών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, μέσω του εμπλουτισμού της με συγκεκριμένες συμμετοχικές διαδικασίες», τονίζει και επισημαίνει: «Η λογική ότι η λαϊκή κυριαρχία εξαντλείται στην ανάδειξη των βουλευτών και ότι ο λαός δεν μπορεί να εκφράζει συγκεκριμένη άποψη ούτε καν για εξαιρετικά κρίσιμα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα, ενέχει το σπέρμα μιας ολιγαρχικής πολιτικής αντιμετώπισης, που βλέπει την πολιτική υπό το πρίσμα της διαλεκτικής των τεχνικών της εξουσίας, για να παραφράσουμε τον ποιητή».
Ο κ. Σωτηρέλης, περιγράφει αναλυτικά τον οδικό χάρτη που πρέπει να ακολουθηθεί για την προκήρυξη δημοψηφίσματος σχετικά με την επικείμενη συμφωνία της χώρας με τους θεσμούς. Εξηγεί επίσης, τον συνταγματικά θεσμικό τρόπο με τον οποίον μπορεί η κυβέρνηση να προχωρήσει σε νέες εκλογές, εάν οι πολιτικές συνθήκες το επιβάλουν καθώς αυτό δεν μπορεί να γίνει με επίκληση σοβαρού εθνικού θέματος αλλά μόνο με παραίτηση της κυβέρνησης.
Συνέντευξη στο Χρήστο Ζέρβα
Το τελευταίο διάστημα ακούγεται συχνά, ακόμα και από επίσημα χείλη, ότι υπάρχει ενδεχόμενο προκήρυξης δημοψηφίσματος, προκειμένου να εγκριθεί ή μη η Συμφωνία που συζητείται με τους δανειστές και τους ευρωπαίους εταίρους μας. Παρέχει το Σύνταγμα τέτοια δυνατότητα;
Το Σύνταγμά μας, μετά από την αναθεώρηση του 1986, προβλέπει δύο είδη δημοψηφίσματος.
Το πρώτο, αφορά κρίσιμο εθνικό θέμα και η προκήρυξή του, που γίνεται τυπικά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προϋποθέτει σχετική πρόταση της κυβέρνησης και έγκριση από την απόλυτη πλειοψηφία της Βουλής (δηλαδή τουλάχιστον 151 ψήφους).
Το δεύτερο, αφορά ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, με εξαίρεση τα δημοσιονομικά, και η προκήρυξή του, η οποία επίσης γίνεται τυπικά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προϋποθέτει πρόταση από τα δύο πέμπτα της Βουλής (δηλ. τουλάχιστον από 120 βουλευτές) και έγκριση από τα τρία πέμπτα (δηλαδή τουλάχιστον από 180 βουλευτές).
Από τις δύο αυτές μορφές δημοψηφίσματος πρόσφορη για την έγκριση ή μη Συμφωνίας είναι μόνον η πρώτη, αφ’ενός μεν γιατί η Συμφωνία πράγματι αποτελεί κρίσιμο εθνικό θέμα που τίθεται εκ των προτέρων για έγκριση αφ’ετέρου δε διότι για ένα τέτοιο δημοψήφισμα δεν ισχύει ο περιορισμός ως προς τα δημοσιονομικά, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από όσους –νομικούς και δημοσιογράφους– σπεύδουν σε πρόχειρες, βεβιασμένες ή και υποβολιμαίες ερμηνείες.
Θα υπηρετούσε κατά την άποψή σας ένα τέτοιο δημοψήφισμα την λαϊκή κυριαρχία;
Το πρώτο που θέλω να παρατηρήσω σχετικά είναι ότι το δημοψήφισμα δεν πρέπει ούτε να δαιμονοποιείται αλλά ούτε και να θεωρείται πανάκεια. Πρόκειται για έναν θεσμό άμεσης δημοκρατίας, ο οποίος κατ’αρχήν πράγματι μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της λαϊκής κυριαρχίας και κατ’επέκτασιν στην αναζωογόνηση των κουρασμένων αντανακλαστικών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, μέσω του εμπλουτισμού της με συγκεκριμένες συμμετοχικές διαδικασίες. Η λογική ότι η λαϊκή κυριαρχία εξαντλείται στην ανάδειξη των βουλευτών και ότι ο λαός δεν μπορεί να εκφράζει συγκεκριμένη άποψη ούτε καν για εξαιρετικά κρίσιμα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα, ενέχει το σπέρμα μιας ολιγαρχικής πολιτικής αντιμετώπισης, που βλέπει την πολιτική υπό το πρίσμα της διαλεκτικής των τεχνικών της εξουσίας, για να παραφράσουμε τον ποιητή. Ωστόσο, η προσφυγή σε δημοψήφισμα, για να υπηρετεί πράγματι την λαϊκή κυριαρχία, πρέπει να τελεί υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και να περιβάλλεται με συγκεκριμένες εγγυήσεις. Εν πρώτοις, δεν νοείται να χρησιμοποιείται προσχηματικά και πολύ περισσότερο δεν πρέπει να εντάσσεται σε μια λογική θεσμικού λαϊκισμού ή (ενδο)κομματικών σκοπιμοτήτων.
Κατά δεύτερον, δε, ο τρόπος με τον οποίο τίθενται τα ερωτήματα πρέπει να είναι σαφής, σύντομος και καθορισμένος (όπως προβλέπεται και στο άρθρο 3 παρ. 2 του νόμου 4023/2011, που ρυθμίζει τα του δημοψηφίσματος), ώστε να μην καταλείπεται κανένα περιθώριο παραπλάνησης των ψηφοφόρων και φαλκίδευσης της ψήφου τους.
Πότε και πως επομένως μπορεί να προκηρυχθεί δημοψήφισμα και με ποιό ερώτημα;
Εν προκειμένω, αυτό σημαίνει ότι οι μόνες εκδοχές για την προκήρυξη δημοψηφίσματος είναι οι ακόλουθες:
Πρώτον, να υπάρξει μια συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης και των ευρωπαϊκών θεσμών και να τεθεί αμέσως μετά σε δημοψήφισμα, για να αποφανθεί το εκλογικό σώμα επί της αρχής (όπως συμβαίνει με τα νομοσχέδια, στην πρώτη ψηφοφορία στη Βουλή). Αυτό όμως σημαίνει, αναπόφευκτα, ότι η κυβέρνηση θα στηρίξει τη συμφωνία, αφού ήδη θα την έχει αποδεχθεί, προσβλέποντας απλώς στο να της προσδώσει αυξημένη δημοκρατική νομιμοποίηση (η οποία, πάντως, είναι αμφίβολο αν χρειάζεται, από την σκοπιά της λαϊκής κυριαρχίας, όταν η κυβέρνηση έχει προκύψει από τόσο πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση).
Δεύτερον, να υπάρξει μια πρόταση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, εν είδει τελεσιγράφου (take it or leave it), οπότε αυτή μπορεί να τεθεί επίσης θεμιτά, από την σκοπιά της λαϊκής κυριαρχίας, προς έγκριση. Η κυβέρνηση, βέβαια, θα είναι και πάλι αναγκασμένη να λάβει θέση, η οποία όμως θα συνδυασθεί πλέον ακόμη σαφέστερα με τη θέση της για την παραμονή ή όχι της χώρας στην ευρωζώνη, διότι στην περίπτωση αυτήν το δημοψήφισμα θα προσλάβει εκ των πραγμάτων και ένα τέτοιο χαρακτήρα.
Κάθε άλλη εκδοχή δημοψηφίσματος, και ιδίως η περίπτωση να τεθούν επιλεκτικά σε δημοψήφισμα μέρη της συμφωνίας –για παράδειγμα αυτά που αφορούν τους μισθούς, τις συντάξεις και τις εργασιακές σχέσεις– δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά καταχρηστική αξιοποίηση του θεσμού, προκειμένου να εκμαιευθούν συγκεκριμένες απαντήσεις, κατά παράκαμψη του Συντάγματος.
Κλείνοντας, πάντως, την απάντησή μου δεν αντέχω στον πειρασμό να παρατηρήσω είναι ότι αυτοί που θέτουν σήμερα το θέμα του δημοψηφίσματος, σαν απαραίτητη εκδήλωση της λαϊκής κυριαρχίας, είναι οι ίδιοι που είχαν καταγγείλει αντίστοιχη σχετική πρόταση, που είχε διατυπωθεί από τον πρώην πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου σε παρεμφερείς πολιτικές συνθήκες, και αυτό δείχνει, αν μη τι άλλο, μια μικροπολιτική και ευκαιριακή αντιμετώπιση του θεσμού
Τι θα σήμαινε κατά την άποψή σας η καταψήφιση της Συμφωνίας στη Βουλή από μέρος των βουλευτών της πλειοψηφίας, με αποτέλεσμα αυτή να χάσει την δεδηλωμένη και να πέσει κάτω από 151 βουλευτές;
Κατ’αρχάς να επισημάνω ότι θέμα δεδηλωμένης τίθεται μόνον αμέσως μετά τις εκλογές, προκειμένου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να αναθέσει τον σχηματισμό κυβέρνησης στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών. Αφ’ότου όμως σχηματισθεί η κυβέρνηση και λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, η χρήση του όρου «δεδηλωμένη» νομικά δεν είναι ορθή (παρότι χρησιμοποιείται ευρύτατα). Ο μόνος τρόπος, πλέον, για να απαλλαγεί μια τέτοια κυβέρνηση από τα καθήκοντά της είναι είτε να παραιτηθεί είτε να χάσει την εμπιστοσύνη με συγκεκριμένες διαδικασίες που προβλέπονται από το άρθρο 84 του Συντάγματος. Το δεύτερο μπορεί να συμβεί σε δύο περιπτώσεις: πρώτον αν δεν λάβει την πλειοψηφία των παρόντων, που δεν θα είναι μικρότερη από 120, μετά από σχετική πρόταση εμπιστοσύνης που θα θέσει η ίδια οποτεδήποτε το κρίνει σκόπιμο και δεύτερον αν τελεσφορήσει πρόταση δυσπιστίας από την πλευρά της αντιπολίτευσης, οπότε απαιτείται πλειοψηφία τουλάχιστον 151 βουλευτών. Έως ότου τεθεί τέτοιο θέμα και επιβεβαιωθεί θεσμικά η απώλεια της εμπιστοσύνης, η κυβέρνηση τεκμαίρεται ότι την διαθέτει, ανεξάρτητα από την στάση που θα έχουν ορισμένοι βουλευτές της πλειοψηφίας.
Από πολιτική άποψη βέβαια, τυχόν διαφοροποίηση κρίσιμης ομάδας βουλευτών είναι βέβαιο ότι θα δρομολογήσει ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις, που θα οδηγήσουν είτε σε πλήρη αναδιάταξη των σημερινών κοινοβουλευτικών συμμαχιών, προκειμένου να προκύψει άλλη κυβέρνηση, είτε σε εκλογές με πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Με δεδομένο, όμως, ότι δεν έχει συμπληρωθεί ένα έτος από τις εκλογές, η πρωτοβουλία αυτή δεν μπορεί να είναι η λεγόμενη κυβερνητική διάλυση της Βουλής (με την επίκληση σοβαρού εθνικού θέματος) αλλά η παραίτηση της κυβέρνησης, που οδηγεί σε διερευνητικές εντολές και στη συνέχεια –αν αυτές αποτύχουν– σε εκλογές, που θα διεξαχθούν όμως από άλλη (και συγκεκριμένα είτε από διακομματική είτε από υπηρεσιακή εκλογική) κυβέρνηση.