Συνέντευξη στην “Εφημερίδα των Συντακτών” για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας

*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών (13.10.2015) με τίτλο: «Απαιτείται μια γενναία μεταρρύθμιση»

1. Ποια πρέπει, κατά τη γνώμη σας, να είναι το σύστημα σχέσεων Κράτους- Εκκλησίας σε μια σύγχρονη Δημοκρατία;

Αναμφισβήτητα το μόνο σύστημα σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας που είναι απολύτως συμβατό με την Δημοκρατία και την συνταγματική ελευθερία είναι αυτό του χωρισμού τους.

Τι σημαίνει όμως χωρισμός Κράτους-Εκκλησίας; Ο όρος αυτός, που συχνά χρησιμοποιείται σαν φόβητρο, δεν πρέπει να μας τρομάζει, διότι δεν σημαίνει κατ’ανάγκην ούτε ρήξη αλλά ούτε και πλήρη και στεγανή αποκοπή των δύο μερών.  Αυτό στην Ευρώπη συνέβη ιστορικά μόνο στη Γαλλία, όπου η σχέση αυτή πέρασε από μια περίοδο έντονης εχθρότητας μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας. Στις υπόλοιπες δημοκρατικά προηγμένες χώρες, όμως, το καθεστώς που έχει διαμορφωθεί, ως συνισταμένη των επί μέρους –συνταγματικών κατά κανόνα–λύσεων, είναι η λεγόμενη «ευμενής ουδετερότητα» του Κράτους. Κι αυτό σημαίνει, πολύ απλά, ότι ναι μεν το Κράτος δεν δρα ούτε μεροληπτικά ούτε πατερναλιστικά αλλά αυτό δεν αποκλείει τον ειλικρινή, καλοπροαίρετο και εποικοδομητικό διάλογο, για ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος, ώστε να αίρονται οι όποιες τριβές με καθαρό και θεσμικό τρόπο.

2. Αυτή είναι η λύση που προτείνετε και για τη χώρα μας;

Ασφαλώς. Είναι καιρός να καταργηθεί  επιτέλους το σημερινό αναχρονιστικό, ερμαφρόδιτο και εν τέλει αντιδημοκρατικό καθεστώς, με μια γενναία μεταρρύθμιση που θα οδηγήσει,  ταυτόχρονα, στην αποεκκλησιαστικοποίηση του κράτους και την αποκρατικοποίηση της Εκκλησίας. Προς την κατεύθυνση αυτήν πρέπει να αναληφθούν, ως τάχιστα, οι αναγκαίες νομοθετικές πρωτοβουλίες, με βασικό κριτήριο το να διασφαλισθεί πλήρως τόσο η  ελευθερία της λατρείας όσο και η ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης, από την οποία απορρέει, ειδικότερα,  δικαίωμα ελεύθερης διαμόρφωσης, αλλαγής και διάδοσης θρησκευτικών απόψεων καθώς και δικαίωμα να δηλώνονται αυτές ή όχι.

Στη συνέχεια, βέβαια, αυτές οι πρωτοβουλίες πρέπει να επισφραγισθούν με την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, ώστε να μην υπάρξουν πλέον περιθώρια παρερμηνειών, όπως στο παρελθόν, τόσο από την ίδια την Εκκλησία όσο και από την μακρά θεοκρατική χείρα της στην Διοίκηση και την Δικαιοσύνη…

3. Ευνοεί όμως η συγκυρία μια τέτοια μεταρρύθμιση;

Πιστεύω πως ναι, υπό τον όρι ότι θα προηγηθεί συστηματική προεργασία και διάλογος, χωρίς κραυγές και αποπροσανατολιστικές κορώνες. Από μεν το Κράτος η αναρρύθμιση των σχέσεων δεν πρέπει να αγνοήσει τον οφειλόμενο φόρο τιμής και σεβασμού προς την θρησκευτική μας παράδοση, ως σημαντική παράμετρο της εθνικής και πολιτισμικής μας ταυτότητας, από δε την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν πρέπει να δαιμονοποιηθεί, σαν δήθεν εχθρική κίνηση, διότι και η ίδια θα απεμπλακεί έτσι από τον ασφυκτικό κρατικό εναγκαλισμό και από την συνεχή καταφυγή, δίκην προβληματικής ΔΕΚΟ, στα κρατικά δεκανίκια.

4. Ειδικά όταν μιλάμε για μία αριστερή κυβέρνηση, τι αλλάζει (ή τι θα έπρεπε να αλλάζει) στην παραπάνω σχέση;

Με βάση τα όσα λέχθηκαν προηγουμένως, ο χωρισμός  Κράτους-Εκκλησίας είναι ζήτημα Δημοκρατίας και δεν συνδέεται κατ’αρχήν με επί μέρους ιδεολογικές προσεγγίσεις. Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, η Δεξιά στη χώρα μας, με ελάχιστες τιμητικές εξαιρέσεις, κινείται ακόμα στον αστερισμό των μετεμφυλιακών ψυχώσεων του «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών. Έτσι, κάθε φορά που ανακύπτει σχετικό ζήτημα, κλίνει υποτακτικά το γόνυ στα κελεύσματα της Εκκλησίας και γίνεται, ουσιαστικά, φερέφωνό της.

Εναπόκειται λοιπόν στην Αριστερά να λύσει τον γόρδιο δεσμό, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν η ευαισθησία της σε ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας είναι δεδομένη, καθώς κουβαλάει στις πλάτες της ένα βαρύ φορτίο σχετικών διώξεων.

Η πρώτη κυβερνητική εκδοχή της Αριστεράς, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, έκανε μεν κάποιες προσπάθειες, πλην όμως τα αποτελέσματα ήταν περιορισμένα, διότι τελικά έκανε πίσω στην κρίσιμη μάχη της συνταγματικής αναθεώρησης του 2001, παρότι υπήρχε ευνοϊκός συσχετισμός.

Το ίδιο φοβούμαι ότι θα επαναληφθεί και με τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνον διότι δεν έχει δώσει στο θέμα αυτό πειστικά δείγματα γραφής –δεδομένης βέβαια και της συγκυρίας– αλλά και διότι επέλεξε, ελαφρά τη καρδία, έναν κυβερνητικό σύμμαχο που εμφορείται από ακραίες και σκοταδιστικές θεοκρατικές αντιλήψεις…

5. Πως κρίνετε υπό αυτό το πρίσμα την στάση της κυβέρνησης στο ζήτημα που ανέκυψε ως προς τα θρησκευτικά;

Θέλω να πιστεύω ότι τουλάχιστον ότι ως προς το ζήτημα αυτό  το Υπουργείο Παιδείας θα σώσει την τιμή της Αριστεράς των Δικαιωμάτων –που δεν αναστέλλονται βέβαια με την κρίση– εμμένοντας στις σχετικές εξαγγελίες του.  Και τούτο όχι μόνον διότι οι αντιδράσεις της Εκκλησίας ήταν επιεικώς απαράδεκτες, θυμίζοντας δυστυχώς την εποχή του μακαριστού  Χριστόδουλου,  αλλά και διότι η απαλλαγή από τα θρησκευτικά χωρίς δήλωση θρησκευτικών φρονημάτων αποτελεί στοιχειώδη σεβασμό στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, όπως έχουν αποφανθεί άλλωστε σχετικά τόσο ο Συνήγορος του Πολίτη όσο και η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.

Κατά τα άλλα, βέβαια, ευκταίο θα ήταν να καταργηθεί και το σύστημα της απαλλαγής, με ταυτόχρονο όμως αναπροσανατολισμό της θρησκευτικής εκπαίδευσης, ώστε να διασφαλισθεί πλήρως ότι η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» (που επιτάσσει το Σύνταγμα με το άρθρο 16 παρ. 2) θα γίνεται όντως υπό το πρίσμα της ελευθερίας της (που επιτάσσει, όπως είδαμε, το άρθρο 13 παρ. 1). Προς την κατεύθυνση αυτή έχουν ήδη γίνει κάποια βήματα, που απέχουν όμως ακόμη πολύ από το ζητούμενο, δηλαδή από μια συνολική και απροκατάληπτη ενημέρωση για το θείο, που αφ’ενός θα παρέχεται «με κριτικό, αντικειμενικό και πλουραλιστικό τρόπο», όπως επιτάσσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και αφ’ετέρου θα δίνει –ποσοτικά– ιδιαίτερη  έμφαση στην επικρατούσα θρησκεία και στη σχέση της με την πολιτισμική μας παράδοση.

6. Και μία πιο προσωπική ερώτηση, που άπτεται όμως με την πανεπιστημιακή σας ιδιότητα: πώς αισθάνεστε όταν κάνετε μάθημα σε ένα αμφιθέατρο Πανεπιστημίου το 2015 με την εικόνα του Χριστού πάνω από τον πίνακα;

Ευτυχώς τέτοιο ζήτημα δεν τίθεται στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ένας καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου δεν νοείται να διδάσκει την θρησκευτική ελευθερία σε ένα περιβάλλον που εξ ορισμού την υπονομεύει, όπως και ένας Δικαστής δεν μπορεί να είναι πειστικός ως προς το ότι απονέμει όντως δικαιοσύνη για επίμαχα θρησκευτικά ζητήματα, υπό την σκιά των εικόνων…

Sliding Sidebar

Επιπλέον Άρθρα