Μια από τις πλέον προσφιλείς πολιτικές συζητήσεις, το τελευταίο διάστημα, είναι αυτή που αφορά την εκλογική μεταρρύθμιση. Δυστυχώς όμως στη συζήτηση αυτή, που διανθίζεται μάλιστα και από συνεχείς και εν πολλοίς αλληλοαναιρούμενες διαρροές, η πολιτική αποστασιοποίηση και νηφαλιότητα μόνο κατ’εξαίρεσιν απαντούν. Αυτό που φαίνεται να πρυτανεύει, εν όψει μάλιστα και της συνταγματικής απαίτησης για αυξημένη πλειοψηφία 200 βουλευτών προκειμένου να ισχύσει αμέσως μια τέτοια μεταρρύθμιση, είναι οι μικροκομματικές σκοπιμότητες και όχι ο προσδιορισμός ορισμένων βασικών κατευθυντήριων γραμμών της, που θα μπορούσαν πράγματι να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των καιρών.
Τρία είναι κατά την άποψή μου τα κριτήρια με βάση τα οποία πρέπει να καθορισθούν τέτοιες κατευθυντήριες γραμμές:
Πρώτον, και σημαντικότερον, ο σεβασμός της συνταγματικής αρχής της ισότητας της ψήφου, η οποία απορρέει από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και επιτάσσει όχι μόνον την αριθμητική ισότητα (κάθε πολίτης μια ψήφος) αλλά και την νομική ισοδυναμία της ψήφου.
Δεύτερον, η διευκόλυνση της –εξαιρετικά κρίσιμης σήμερα– κυβερνησιμότητας της χώρας. Αυτό βέβαια μπορεί μεν να επιφέρει, υπό προϋποθέσεις, μια μικρή σχετικοποίηση της ισοδυναμίας της ψήφου (πχ εκλογικό κατώφλι ή ελαφρά ενίσχυση του πρώτου κόμματος), η οποία όμως κρίνεται συνταγματικά ανεκτή, τόσο από τη θεωρία όσο και από την νομολογία, αν υπηρετεί πράγματι τον στόχο της κυβερνητικής σταθερότητας (που αποτελεί επίσης, έμμεσα, αντικείμενο συνταγματικής μέριμνας).
Τρίτον, η συμβολή της εν λόγω εκλογικής μεταρρύθμισης σε μια συνολική αναβάθμιση του πολιτικού μας συστήματος, το οποίο αποδείχθηκε ο μεγάλος υπαίτιος αλλά και το μεγάλο θύμα της πρόσφατης κρίσης.
Με βάση λοιπόν τα ως άνω κριτήρια, οι κατευθυντήριες αρχές μιας θεσμικά και πολιτικά πρόσφορης εκλογικής μεταρρύθμισης, όπως υποστηρίζω συνεχώς εδώ και 20 χρόνια, θα μπορούσαν να είναι οι ακόλουθες:
Α. Η διατήρηση του εκλογικού κατωφλίου του 3%, το οποίο ισχύει (συχνά με μεγαλύτερο ποσοστό) σε όλες σχεδόν τις προηγμένες δημοκρατικά χώρες και διασφαλίζει την αποφυγή του κατακερματισμού των πολιτικών δυνάμεων (έχει δε κριθεί και σύμφωνο με το Σύνταγμα, από το Εκλογοδικείο).
Β. Η καθιέρωση ενός συστήματος που θα είναι κατ’αρχήν απλή αναλογική αλλά θα μπορεί να μεταπίπτει σε σύστημα ελαφράς ενίσχυσης της πρώτης πολιτικής δύναμης αν συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις: α) να έχει συγκεντρώσει ένα ποσοστό (40-45%) που να δικαιολογεί πράγματι μια τέτοια ενίσχυση προκειμένου να σχηματισθεί κυβέρνηση και β) να έχει οπωσδήποτε κάποια ποσοστιαία διαφορά από την δεύτερη πολιτική δύναμη (1-2%) για να έχει νόημα αυτή η ενίσχυση. Ο τρόπος ενίσχυσης μπορεί να ποικίλλει. Θα μπορούσε είτε να είναι μια παραλλαγή του σημερινού bonus (πχ 30 έδρες) είτε να αποτελείται από όσες έδρες περισσεύουν για την τρίτη κατανομή, εάν επιλεγεί η αναλογική κατανομή σε στενές και ευρείες περιφέρειες (εννοείται ότι οι έδρες αυτές της τρίτης κατανομής, όπως και οι έδρες του bonus στην προηγούμενη περίπτωση, θα κατανέμονται επίσης αναλογικά αν δεν πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις).
Γ. Η πλήρης εξομοίωση, ως προς την έννοια της πρώτης πολιτικής δύναμης, ανάμεσα σε συνασπισμούς και μεμονωμένα κόμματα, τα οποία υπό τον ισχύοντα εκλογικό νόμο απολαμβάνουν σκανδαλωδώς προνομιακής –πλην αντιδημοκρατικής και αντισυνταγματικής– μεταχείρισης. Ωστόσο, όταν μιλούμε για συνασπισμούς εννοούμε εκλογικές συμμαχίες με κοινούς υποψηφίους και κοινό πρόγραμμα –που μπορούν όντως, στην παρούσα συγκυρία, να συμβάλουν στην βελτίωση της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος– και όχι, όπως έχει ακουσθεί, απλές δηλώσεις κομμάτων ότι θα συνεργασθούν μετά τις εκλογές, διότι είναι φανερό ότι μια τέτοια επιλογή υπακούει αποκλειστικά σε μικροκομματικούς υπολογισμούς (σαν αυτούς που είχε κάνει ο Μπερλουσκόνι, σε σχέση με την ακροδεξιά Λίγκα του Βορρά, όταν εμπνεύσθηκε –μόνος αυτός– παρόμοια ρύθμιση…).
Δ. Η κατάργηση, σε κάθε περίπτωση, των τεράστιων εκλογικών περιφερειών (Α΄ και Β΄ Αθηνών, Υπόλοιπο Αττικής, Α΄ και Β΄ Θεσσαλονίκης) με κριτήριο ένα ανώτατο όριο εδρών (8-10) το οποίο δεν θα μπορεί να υπερβαίνει καμία εκλογική περιφέρεια. Έτσι θα επιτευχθεί ο δραστικός περιορισμός των σημερινών κραυγαλέων ανισοτήτων ως προς την νομική βαρύτητα της ψήφου, ιδίως ανάμεσα στις μικρές και τις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες, με χειρότερο βέβαια παράδειγμα την σύγκριση των μονοεδρικών και ολιγοεδρικών με την αχανή Β΄ Αθηνών.
Ε. Η υιοθέτηση ενός διαφορετικού τρόπου ανάδειξης των βουλευτών, δεδομένου ότι ο σημερινός σταυρός προτίμησης αποτελεί μια από τις σημαντικότερες εστίες πελατειασμού και πολιτικής συναλλαγής στη χώρα μας. Μεταβατικά, και έως ότου επικρατήσουν καλύτερες εσωκομματικές συνθήκες για την πλήρη κατάργηση του σταυρού, θα μπορούσε να καθιερωθεί είτε ένα μικτό σύστημα (εν μέρει σταυρός και εν μέρει λίστα) είτε το ισχύον σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες σύστημα της ανατρεπόμενης λίστας (δηλαδή κομματικής λίστας την σειρά της οποίας ο ψηφοφόρος είτε αποδέχεται, οπότε ρίχνει ασταύρωτο ψηφοδέλτιο, είτε απορρίπτει, οπότε θέτει σταυρό για να την αλλάξει, εκτοπίζοντας τον πρώτο της λίστας – αν βέβαια ο υποψήφιος της επιλογής του λάβει έναν μεγάλο και εκ των προτέρων καθορισμένο, κατά εκλογική περιφέρεια, αριθμό σταυρών).
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 20.02.2016