Η πρώτη εντύπωση για την εξαγγελία του πρωθυπουργού, ως προς μια νέα ρύθμιση των σχέσεων κράτους – Εκκλησίας, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθετεί πλέον, και σε αυτό το ζήτημα, μια συμβιβαστική (και μάλλον συντηρητική…) στάση. Η παλαιά ριζοσπαστική ρητορεία περί «χωρισμού κράτους-εκκλησίας» εγκαταλείπεται (όπως είχε συμβεί παλαιότερα, με παρεμφερή επιχειρηματολογία, και από το ΠΑΣΟΚ…) και η όλη προσπάθεια επικεντρώνεται πλέον αμήχανα στο να συνδυασθεί η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους με την διατήρηση, «για ιστορικούς και πρακτικούς λόγους», του όρου «επικρατούσα θρησκεία».
Στο σημείο αυτό, πάντως, είναι νομίζω χρήσιμες κάποιες ειδικότερες επισημάνσεις:
Ο χωρισμός κράτους-εκκλησίας δεν είναι απλώς είναι ένα ζήτημα που άπτεται του κράτους δικαίου και του πολιτικού φιλελευθερισμού. Η ύπαρξη μιας θρησκείας εν είδει κρατικής ιδεολογίας και μιας Εκκλησίας με ιδιαίτερο καθεστώς και ιδιαίτερα προνόμια θέτει πρώτα και πάνω από όλα ζήτημα δημοκρατίας και γι αυτό έχει εγκαταλειφθεί σε όλα τα θεσμικώς προηγμένα κράτη της Ευρώπης.
Από εκεί και πέρα, όμως, δεν υπάρχει μια μόνο αντιμετώπιση του θέματος, στην λογική του άσπρου-μαύρου. Πέρα από τον –ιστορικά διαμορφωμένο– στεγανό και σχεδόν εχθρικό χωρισμό κράτους-εκκλησίας, τύπου Γαλλίας, υπάρχουν και πολλές άλλες παραλλαγές, που κινούνται κατά κανόνα στο πλαίσιο μιας ευμενούς ουδετερότητας απέναντι στις υπάρχουσες εκκλησίες (κρατούσες ή μη). Η ουδετερότητα αυτή συναρτάται ευθέως με τις ιδιαίτερες συνθήκες και την νομική πραγματικότητα της κάθε χώρας, με μεγάλη ποικιλία σχετικών ρυθμίσεων, τόσο σε συνταγματικό όσο και σε νομοθετικό επίπεδο (ενώ στις χώρες όπου επικρατεί η καθολική εκκλησία η συνήθης εξειδίκευση των συνταγματικών επιταγών γίνεται με «κονκορδάτα», δηλαδή συμφωνίες μεταξύ κρατών και Βατικανού).
Το ζητούμενο, λοιπόν, από μια συνεπή δημοκρατική συνταγματική πολιτική, θα ήταν να ευρεθεί το πλέον πρόσφορο για την χώρα μας σύστημα χωρισμού, αλλά χωρίς αγνόηση ή υποτίμηση μιας σημαντικότατης συνιστώσας της εθνικής και πολιτιστικής μας παράδοσης.
Υπό αυτό το πρίσμα, η πλέον καθαρή λύση είναι, νομίζω, μια διατύπωση σαν αυτήν του Συντάγματος της Ισπανίας, που προβλέπει μεν ότι «Δεν υπάρχει επίσημο θρησκευτικό δόγμα του κράτους», στην συνέχεια όμως προσθέτει ότι: «Οι δημόσιες αρχές θα λαμβάνουν υπόψη τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της ισπανικής κοινωνίας και θα διατηρούν τις ανάλογες σχέσεις συνεργασίας με την καθολική εκκλησία και τα άλλα δόγματα».
Αν όμως επιλεγεί, για λόγους αναθεωρητικής τακτικής και πολιτικών ισορροπιών, η άτολμη λύση που προτείνει ο πρωθυπουργός, επιβάλλεται τουλάχιστον μια ερμηνευτική δήλωση (ανάλογη με αυτήν περί αντιρρησιών συνείδησης), με την οποία θα διευκρινίζεται ρητά και με σαφήνεια ότι καμία κρατική αρχή δεν θα μπορεί να χρησιμοποιεί την συνταγματική διάταξη περί «επικρατούσας θρησκείας» σαν περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων.
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 30.07.2016