Για να λάβει μια κυβέρνηση ψήφο εμπιστοσύνης δεν είναι απαραίτητοι οι 151 ψήφοι, διευκρινίζει στο Real.gr ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Γιώργος Σωτηρέλης. Το Σύνταγμα προβλέπει, όπως τονίζει, ότι αρκεί η πλειοψηφία των παρόντων, η οποία όμως δεν πρέπει να είναι μικρότερη από τα 2/5, δηλαδή από 120 βουλευτές.
Επισημαίνει επίσης ότι για να μετατραπεί η διερευνητική εντολή σε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης πρέπει ο φορέας της, δηλαδή ο αρχηγός του πρώτου, του δεύτερου ή του τρίτου κόμματος, να πείσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι ορισμένα κόμματα ή συγκεκριμένος αριθμός βουλευτών θα του παράσχουν ψήφο εμπιστοσύνης. Για να συμβεί αυτό, όμως, δεν αρκούν οι διαβεβαιώσεις, αλλά πρέπει να αποδειχθεί με τρόπο απτό, π.χ. επικαλούμενος είτε γραπτές είτε προφορικές δημόσιες δηλώσεις αρχηγών κομμάτων ή μεμονωμένων βουλευτών.
Ολόκληρη η συνέντευξη του Γιώργου Σωτηρέλη – με την οποία ο καθηγητής αναφέρεται και στα σημαντικότατα προβλήματα του νέου εκλογικού νόμου – στο Real.gr έχει ως εξής:
Αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία στις εκλογές, τι προβλέπει το Σύνταγμα κ. καθηγητά;
Αν δεν υπάρχει αυτοδυναμία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του πρώτου κόμματος, με χρονικό περιθώριο το πολύ 3 ημερών, προκειμένου να εξετάσει τα περιθώρια σχηματισμού κυβέρνησης που να μπορεί να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής. Αν η διερευνητική εντολή δεν τελεσφορήσει, τότε αυτή δίδεται διαδοχικά, με το ίδιο χρονικό περιθώριο, στον αρχηγό του δεύτερου και του τρίτου κόμματος.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πώς θα πειστεί προκειμένου να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης;
Για να μετατραπεί η διερευνητική εντολή σε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης πρέπει ο φορέας της (δηλαδή ο αρχηγός του πρώτου ή του δεύτερου ή του τρίτου κόμματος) να πείσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι ορισμένα κόμματα ή συγκεκριμένος αριθμός βουλευτών θα του παράσχουν ψήφο εμπιστοσύνης. Για να συμβεί όμως αυτό δεν αρκεί να δώσει κάποιες αόριστες διαβεβαιώσεις. Πρέπει να αποδείξει κατά τρόπο απτό, πχ επικαλούμενος είτε γραπτές είτε προφορικές δημόσιες δηλώσεις αρχηγών κομμάτων ή μεμονωμένων βουλευτών, ότι όντως θα του παρασχεθεί η απαιτούμενη στήριξη, είτε ως ψήφος εμπιστοσύνης είτε ως ψήφος ανοχής.
Ψήφος ανοχής τι ακριβώς σημαίνει;
Η απαιτούμενη πλειοψηφία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης δεν είναι απαραίτητα 151 ψήφοι. Το Σύνταγμα προβλέπει ότι για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης μια κυβέρνηση αρκεί η πλειοψηφία των παρόντων, η οποία όμως δεν πρέπει να είναι μικρότερη από τα 2/5 (δηλαδή 120 βουλευτές). Η απαιτούμενη λοιπόν πλειοψηφία είναι 151 μόνον αν οι παρόντες είναι 300, δηλαδή το σύνολο των βουλευτών. Αν όμως οι παρόντες είναι 260 η απαιτούμενη πλειοψηφία είναι 131 ενώ αν οι παρόντες είναι 230 η απαιτούμενη πλειοψηφία δεν είναι 116 αλλά 120, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, ένα κόμμα μπορεί, αντί να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης προς μια κυβέρνηση, να επιλέξει την ψήφο ανοχής, δηλαδή να ανακοινώσει εκ των προτέρων ότι οι βουλευτές του θα απόσχουν από την ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης. Αν για παράδειγμα το πρώτο κόμμα διαθέτει 135 βουλευτές και ένα άλλο κόμμα 40, μια τέτοια δήλωση αυτού του κόμματος περί αποχής σημαίνει αυτόματα ότι η κυβέρνηση του πρώτου κόμματος θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης (δια της ανοχής) αφού οι παρόντες θα είναι γνωστό ότι θα είναι το πολύ 260 και άρα η απαιτούμενη πλειοψηφία θα είναι 131 (πλειοψηφία των παρόντων, που δεν είναι μικρότερη από 120). Στην περίπτωση αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας οφείλει να δώσει πλέον εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο πρώτο κόμμα, ακόμη και χωρίς την επίκληση από αυτό άλλης στήριξης από κόμματα ή βουλευτές.
Αν οι τρεις διερευνητικές εντολές αποτύχουν, στη σύσκεψη του Προέδρου της Δημοκρατίας με τους πολιτικούς αρχηγούς θα πρέπει οπωσδήποτε να σχηματιστεί οικουμενική κυβέρνηση
Όχι, αυτό δεν ισχύει, παρότι ακούγεται συχνά από κάποια ΜΜΕ. Αν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί σε σύσκεψη τους αρχηγούς όλων των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή για να διαπιστώσει την δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που να μπορεί να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Αν πράγματι προκύψει μια τέτοια δυνατότητα, με την συμφωνία όλων των κομμάτων, τότε μόνο μπορεί να σχηματισθεί οικουμενική κυβέρνηση. Αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο. Μπορεί να σχηματισθεί και κυβέρνηση με συμφωνία ορισμένων μόνο κομμάτων (δύο ή περισσότερων), οπότε πρόκειται για διακομματική κυβέρνηση, ενώ δεν αποκλείεται και σχηματισμός κυβέρνησης από ένα κόμμα, ως κυβέρνηση «ανοχής», σύμφωνα με τα παραπάνω.
Σε κάθε περίπτωση ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εφόσον προκύψει μια από αυτές τις εκδοχές, θα διορίσει πρωθυπουργό αυτόν που θα του υποδείξουν τα κόμματα που αποφασίζουν να συνεργασθούν. Αυτός, βέβαια, δεν είναι απαραίτητα ο αρχηγός του πρώτου κόμματος, ή, έστω, ενός από τα συνεργαζόμενα κόμματα. Δεν αποκλείεται να είναι και εξωκοινοβουλευτική προσωπικότητα, όπως συνέβη παλαιότερα με τον κ. Ζολώτα (σε οικουμενική κυβέρνηση) και πρόσφατα με τον κ. Παπαδήμο (σε διακομματική κυβέρνηση).
Αν πάντως και από την σύσκεψη των αρχηγών των κομμάτων δεν προκύψει συμφωνία για τον σχηματισμό βιώσιμης κοινοβουλευτικά κυβέρνησης, ο Πρόεδρος Δημοκρατίας σχηματίζει εκλογική κυβέρνηση (είτε διακομματική είτε –όπως έχει επικρατήσει– υπηρεσιακή, της οποίας προεδρεύει ένας από τους προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας) και στη συνέχεια διαλύει τη Βουλή και προκηρύσσει εκλογές.
Έχετε ασκήσει κριτική στον εκλογικό νόμο. Ποια πιστεύετε ότι είναι τα βασικά του προβλήματα;
Πρώτον, ότι επιφυλάσσει για τους συνασπισμούς κομμάτων δυσμενή μεταχείριση σε σχέση με τα μεμονωμένα κόμματα, όσον αφορά το εκλογικό δώρο («μπόνους») των 50 εδρών που λαμβάνει η πρώτη σε αριθμό ψήφων πολιτική δύναμη. Η μεταχείριση αυτή είναι κατάφωρα αντισυνταγματική, τόσο σε σχέση με την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου όσο και σε σχέση με της αρχή της πολιτικής ισότητας, που απορρέουν αμφότερες, και μάλιστα ευθέως, από τη λαϊκή κυριαρχία.
Δεύτερον, ότι η ανωτέρω πριμοδότηση δίδεται χωρίς κανένα κριτήριο, είτε όσον αφορά το ποσοστό του πρώτου κόμματος, το οποίο μπορεί να είναι και 15%, είτε όσον αφορά την διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος (που μπορεί να είναι και 0,01%). Έτσι όμως σχετικοποιείται υπέρμετρα η αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου, χωρίς μάλιστα να μπορεί να γίνει επίκληση οποιουδήποτε άλλου λόγου συνταγματικής περιωπής –όπως η κυβερνησιμότητα ή η εξασφάλιση κυβερνητικής σταθερότητας– που θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια τέτοια, σκανδαλώδη εν τέλει, ενίσχυση του πρώτου κόμματος.
Τρίτον, ότι με βάση την προβλεπόμενη μέθοδο κατανομής των εδρών στις εκλογικές περιφέρειες είναι πολύ πιθανόν το πρώτο κόμμα, ακόμη και με πολύ χαμηλά πανελλαδικά ποσοστά (πχ 26%), να λάβει το σύνολο των εδρών στις τετραεδρικές περιφέρειες (8 τον αριθμό) και την συντριπτική πλειονότητα σε πολλές άλλες, πενταεδρικές και πάνω, αναιρώντας έτσι πλήρως την τοπική αντιπροσωπευτικότητα του εκλογικού συστήματος και καταργώντας ουσιαστικά την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου ως προς την συντριπτική πλειονότητα των πολιτών αυτών των εκλογικών περιφερειών.