Η ανάληψη πρωτοβουλιών για συνταγματική αναθεώρηση βρίσκεται, όπως φαίνεται, σε τελική ευθεία. Πριν λοιπόν διατυπωθούν οι τελικές προτάσεις, ως προς τις αναθεωρητέες διατάξεις, θα ήταν νομίζω χρήσιμο οι πολιτικές δυνάμεις να σταθμίσουν, για μια ακόμη φορά, την κρίσιμη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της χώρας αλλά και τους δυσμενείς ευρωπαϊκούς και διεθνείς συσχετισμούς.
Το πρώτο που προκύπτει, νομίζω, από μια τέτοια στάθμιση, είναι το ότι η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια μαξιμαλιστικών αντιθέσεων και διχαστικών επιλογών, διότι το πρώτο κριτήριο που πρέπει να πρυτανεύσει, απέναντι στις προκλήσεις των καιρών, είναι η αναζήτηση συναινετικών και συνθετικών λύσεων προς την κατεύθυνση της εμβάθυνσης της δημοκρατίας, σε όλες τις εκδοχές της, όπως πρότεινα σε πρόσφατη συνέντευξη σε αυτήν την εφημερίδα (2.7.2016).
Υπό την οπτική γωνία μιας τέτοιας δημοκρατικής αναθεώρησης –που θεωρώ ότι εξαντλεί τα όρια των ρεαλιστικών προοδευτικών επιλογών στην εποχή μας– αποδοκιμαστέες δεν είναι μόνον οι σκέψεις που είχαν διατυπωθεί στην πρώτη κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ (οι οποίες, όπως επισήμανα σε προηγούμενο άρθρο, ήταν ένα κράμα αριστερισμού και συνταγματικού λαϊκισμού, που εύχομαι να μην πρυτανεύσουν ξανά στις αναμενόμενες αναθεωρητικές προτάσεις του…). Εξ ίσου αποδοκιμαστέες είναι και οι θέσεις που απηχούν, άμεσα ή έμμεσα, τις ιδεολογικές εμμονές και ψυχώσεις του εγχώριου νεοφιλελευθερισμού, όπως ορισμένες από τις περιλαμβανόμενες στην πρόταση των 6 (Αλιβιζάτος κλπ) που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας και στην οποία θα ήθελα να επιμείνω σήμερα:
Η πρόταση των 6 είναι αναμφίβολα αξιοπρόσεκτη, διότι πέρα από το ότι συνεισφέρει ή υιοθετεί αρκετές ενδιαφέρουσες συνταγματικές τροποποιήσεις (όπως ιδίως ο προσεκτικά διατυπωμένος χωρισμός κράτους-εκκλησίας, η εισαγωγή του σουηδικού μοντέλου διάλυσης της βουλής, η ουσιαστική βελτίωση της ρύθμισης του δημοψηφίσματος, και η λελογισμένη, εν πολλοίς, ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου Δημοκρατίας, ιδίως σε ότι αφορά την τελική επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης και των Ανεξάρτητων Αρχών αλλά και την παραπομπή ψηφισμένων νομοσχεδίων στο Ανώτατο Δικαστήριο, για έλεγχο συνταγματικότητας), τροφοδότησε και μια μεγάλη και χρήσιμη συζήτηση για ένα θέμα με ιδιαίτερη –αν και μάλλον υπερτιμημένη…– θεσμική και πολιτική σημασία.
Ωστόσο, δεν είναι λίγες και οι προτάσεις που γεννούν έντονες επιφυλάξεις για την προσφορότητα ή/και την δημοκρατικότητά τους, όπως ιδίως η ανεπίτρεπτη τροποποίηση του άρθρου 110 παρ. 1 του Συντάγματος (μη αναθεωρήσιμες διατάξεις), η άκριτη συνταγματική επιβολή ενός συγκεκριμένου –και μάλιστα προβληματικού στην εφαρμογή του– εκλογικού συστήματος, ο διορισμός πρωθυπουργού με ουσιαστική κατάργηση της δεδηλωμένης, η επαναφορά της προβληματικής διάταξης του Συντάγματος του 1975 για προεδρική διάλυση της Βουλής, η άστοχη κατάργηση, συλλήβδην, των κωλυμάτων εκλογιμότητας, το απόλυτο ασυμβίβαστο υπουργών-βουλευτών, η εξαιρετικά αμφιλεγόμενη θέση για την αναδιάρθρωση του δικαστικού συστήματος, η απουσία οποιασδήποτε πρόβλεψης για προληπτικό έλεγχο συνταγματικότητας των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου και του δημοψηφίσματος, οι υπερβολικές δεσμεύσεις ως προς την πτώση της κυβέρνησης και την διάλυση της Βουλής και η προβληματική ρύθμιση του status των δημοσίων υπαλλήλων.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα της πρότασης αυτής είναι μακράν η αβάσταχτη ιδεολογική της μονομέρεια ως προς το οικονομικό και κοινωνικό Σύνταγμα, που την εντάσσει εμφανώς, παρά τις κάποιες προσπάθειες εξισορρόπησης, στον αστερισμό του εγχώριου νεοφιλελευθερισμού (με ιδιαίτερα διακριτή, στο σημείο αυτό, την επιρροή των απόψεων Μάνου-Βουρλούμη). Ειδικότερα:
Η πλέον απτή απόδειξη είναι η πρόταση απάλειψης από το Σύνταγμα του συνόλου των κοινωνικών δικαιωμάτων, δηλαδή των δικαιωμάτων τα οποία αποτέλεσαν την ρομφαία του ευρωπαϊκού προοδευτικού κινήματος στον αγώνα για τον εμπλουτισμό του συνταγματικού κράτους με θεσμούς κοινωνικής δικαιοσύνης, δηλαδή για την σταδιακή μετάβαση στην Κοινωνική Δημοκρατία, η οποία, κατά την γλαφυρή διατύπωση του Δασκάλου μου Αριστόβουλου Μάνεση: «δεν έρχεται καταλύσαι αλλά πληρώσαι την πολιτική δημοκρατία».
Στο σκεπτικό της πρότασης εκείνο που προβάλλεται ιδίως, είναι το ότι τα κοινωνικά δικαιώματα ούτως ή άλλως δεν εφαρμόζονται λόγω της κρίσης, με πρόδηλη όμως την υποτιμητική αντιμετώπισή τους, σαν φτωχού συγγενή των άλλων δικαιωμάτων χωρίς δεσμευτική ισχύ. Έτσι, επιστρατεύεται ελαφρά τη καρδία η λογική «πονάει πόδι, κόβει κεφάλι», δηλαδή η κατάργησή τους, αντί της επιβεβλημένης κατά την άποψή μου κανονιστικής ενίσχυσής τους, μέσω της συνταγματικής κατοχύρωσης του «εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης» (την οποία έχω προτείνει επανειλημμένα ήδη από το 2000).
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η πρόταση για συρρίκνωση του οικονομικού ρόλου του κράτους, ο οποίος επίσης είναι κατάκτηση του ευρωπαϊκού προοδευτικού κινήματος, απέναντι στην ασυδοσία της αγοράς. Ιδίως επιδιώκεται η κατάργηση την ισχύουσας συνταγματικής διάταξης για την δυνατότητα εθνικοποίησης επιχειρήσεων που «έχουν χαρακτήρα μονοπωλίου ή ζωτική σημασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου ή έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο», λες και το πρόβλημα σήμερα είναι να τεθούν περαιτέρω συνταγματικά όρια στον κρατικό οικονομικό παρεμβατισμό και όχι στην άκριτη ιδιωτικοποίηση των πάντων…
Τέλος και η πρόταση για ιδιωτικά Πανεπιστήμια φέρει εμφανή την σφραγίδα του νεοφιλελευθερισμού, διότι δεν περιέχει καμία από τις εγγυήσεις που κατά καιρούς έχουν προταθεί (μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας, αυστηρές προδιαγραφές για την αδειοδότηση και έντονη κρατική εποπτεία), προκειμένου να αποφευχθεί μια βαλκανική απομίμηση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, με ελαφρώς αναβαθμισμένα ιδιωτικά ΙΕΚ, ή μια άλλου τύπου επανάληψη των κακοφορμισμένων προβλημάτων της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης…
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 24.07.2016