Το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε την εκδήλωση μιας από τις χειρότερες κακοδαιμονίες που κατατρύχουν το πολιτικό μας σύστημα: την απροθυμία πολιτικής συνεννόησης, ακόμη και για τα κρισιμότερα εθνικά ζητήματα.
Η απροθυμία αυτή, μάλιστα, συνοδεύεται, στην συγκεκριμένη περίπτωση, και από την επίκληση συνταγματικής υφής επιχειρημάτων, τα οποία όμως όχι μόνον χρησιμοποιούνται προσχηματικά αλλά και είναι παντελώς ψευδεπίγραφα. Ας δούμε όμως τα πράγματα συγκεκριμένα:
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε διά του υπουργού εξωτερικών, ο οποίος δεν μπορεί να κατηγορηθεί για ανευθυνότητα ως προς τα εθνικά θέματα, ότι υπάρχουν θετικές προοπτικές για την επίλυση του θέματος της ονομασίας της FYROM. Την εκτίμηση αυτήν επιβεβαίωσε και ο πρωθυπουργός της γειτονικής χώρας, που είναι εμφανώς πιο μετριοπαθής και συγκρατημένος από τον προκάτοχό του, ενώ είναι φανερό ότι οι σχετικές εξελίξεις έχουν επιταχυνθεί όχι μόνον λόγω της καλής διάθεσης των δύο πλευρών αλλά και –ιδίως θα λέγαμε– διότι υπάρχουν ισχυρές πιέσεις από το ΝΑΤΟ, που θέλει να εντάξει την FYROM στους κόλπους του για προφανείς γεωπολιτικές αιτίες.
Θα ανέμενε κανείς προσεκτικές και σώφρονες αντιδράσεις από τους βασικούς πολιτικούς πρωταγωνιστές, προκειμένου να αξιοποιηθεί στο έπακρο η ευνοϊκή συγκυρία, προς την κατεύθυνση που έχει διαμορφωθεί, με ευρύτατη εθνική συναίνεση, το 2008, στο Βουκουρέστι, με το ιστορικής σημασία βέτο που ασκήθηκε εκεί. Αντί αυτού όμως –με εξαίρεση την προσεκτική επίσημη θέση του «Κινήματος Αλλαγής»– περίσσεψαν και πάλι οι μικροκομματικές σκοπιμότητες και το όλο θέμα έχει εγκλωβισθεί σε μια διελκυστίνδα έντονων πλην μίζερων αντιπαραθέσεων, που αποδεικνύουν, για μια ακόμη φορά, την ανωριμότητα και εν τέλει την βαθιά προβληματικότητα του πολιτικού μας συστήματος.
Τον χορό έσυρε πρώτος ο αλλοπρόσαλλος επικεφαλής της «λούμπεν ακροδεξιάς», τον οποίο ο ίδιος ο πρωθυπουργός επέλεξε, ελαφρά τη καρδία, για κυβερνητικό εταίρο… Αυτός, παρότι κατέχει το νευραλγικό υπουργείο εθνικής άμυνας, έσπευσε αμέσως να δηλώσει, με την γνωστή του «ακράτεια» σε εθνικιστικές και συνωμοσιολογικές κορώνες, ότι δεν θα υποστηρίξει καμία λύση που θα εμπεριέχει το όνομα Μακεδονία (παίρνοντας σαφείς αποστάσεις από την εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου, την οποία πάντως, ως βουλευτής της ΝΔ, ουδέποτε είχε αμφισβητήσει…). Είναι προφανές, βέβαια, ότι έτσι υπονόμευσε ευθέως και εν τη γενέσει της την αξιέπαινη κατ’αρχήν πρωτοβουλία του υπουργού εξωτερικών. Παράλληλα όμως κλόνισε και συνολικά την αξιοπιστία της κυβέρνησης προς τα έξω, καθώς αυτή εμφανίσθηκε να προσέρχεται στον διάλογο με δύο γραμμές και με όχι ξεκάθαρες, εν τέλει, εθνικές θέσεις. Και αυτό, ευλόγως, δεν πρόκειται να θεραπευθεί εύκολα, όσες κυβισθήσεις και αν ακολουθήσουν από τον εν λόγω υπουργό (ήδη εκδηλώθηκαν οι πρώτες από αυτές…).
Αλλά και η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν ήταν σοβαρότερη. Αντί να αδράξει την ευκαιρία για να υπερθεματίσει ως προς την ανάγκη επίλυσης του θέματος, επί τη βάσει της εθνικής γραμμής του Βουκουρεστίου –που διαμορφώθηκε με πρόταση της ΝΔ…– κατέφυγε και πάλι στην γνωστή αποτυχημένη μικροπολιτική συνταγή της: να καταγγέλλει οτιδήποτε προέρχεται από την κυβέρνηση και να αρνείται να συμπράξει στην διαμόρφωση εθνικής πολιτικής για οποιοδήποτε θέμα, προκειμένου να συντηρήσει τον μύθο ότι μόνον οι εκλογές είναι η λύση και ότι μόνον αυτή είναι ικανή να επιλύσει τα προβλήματα του τόπου. Είναι πράγματι απορίας άξιον το πώς κατάφερε η ΝΔ, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, να ασκεί αντιπολίτευση που θυμίζει, ολοένα και περισσότερο, αυτήν που ασκούσε ο ΣΥΡΙΖΑ (ο οποίος βέβαια, εξ αυτού του λόγου, προκαλεί θυμηδία σήμερα, όταν εγκαλεί την αξιωματική αντιπολίτευση για ανευθυνότητα –δηλαδή γιατί επί της ουσίας αντιγράφει, και μάλιστα με πολύ πιο προσεκτική φρασεολογία, την τότε στάση του, για την οποία ουδέποτε έκανε στοιχειώδη έστω αυτοκριτική…).
Συμπερασματικά, η ΝΔ παρουσιάζει μείζον έλλειμμα πολιτικής αξιοπιστίας στην αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων, μη διστάζοντας να τα θυσιάσει στον βωμό της εξυπηρέτησης μικροκομματικών σκοπιμοτήτων αλλά και της ικανοποίησης ευρύτερων απωθημένων και ψυχώσεων, που δεν έχουν θέση στην διαμόρφωση και στην άσκηση εθνικής πολιτικής… Παράλληλα, όμως, παρουσιάζει και σοβαρό πρόβλημα θεσμικής αξιοπιστίας, διότι αναζητεί άλλοθι για την αλλοπρόσαλλη στάση της και σε συνταγματικής περιωπής επιχειρήματα, τα οποία όμως δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Στο επίκεντρο αυτών των επιχειρημάτων βρίσκεται «η αρχή της δεδηλωμένης», η οποία, κατά την άποψη της ΝΔ –αλλά και ορισμένων που κινούνται στον λεγόμενο «ενδιάμεσο χώρο»– έχει απολεσθεί λόγω της διαφοροποίησης του αρχηγού και ορισμένων βουλευτών των Ανεξάρτητων Ελλήνων.
Εν πρώτοις, αυτό που πρέπει να διευκρινισθεί είναι ότι ο όρος «δεδηλωμένη», ο οποίος έχει συγκεκριμένες ιστορικές καταβολές, χρησιμοποιείται λανθασμένα στον δημόσιο διάλογο από πολλές πλευρές και όχι μόνον από όσους τον επικαλούνται σήμερα, προσχηματικά και εν πολλοίς παραπλανητικά. Ειδικότερα, η αρχή της «δεδηλωμένης εμπιστοσύνης της Βουλής προς την κυβέρνηση» είναι το ιστορικό πρόπλασμα του κοινοβουλευτικού συστήματος και σημαίνει, πολύ απλά, ότι μετά από τις εκλογές ο Πρόεδρος μιας προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής –και όχι προεδρικής– Δημοκρατίας (όπως και ο βασιλιάς μιας βασιλευόμενης δημοκρατίας) δεν διορίζει την κυβέρνηση κατά το δοκούν αλλά με βάση την κοινοβουλευτική δύναμη των πολιτικών δυνάμεων, που προκύπτει από τα εκλογικά αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, η «δεδηλωμένη» αποτελεί το κρίσιμο πολιτικό τεκμήριο για τον μετεκλογικό διορισμό της κυβέρνησης, το οποίο όμως είναι μαχητό, διότι η κυβέρνηση αυτή, στην συνέχεια, πρέπει να λάβει (μέσα σε 15 ημέρες), την εμπιστοσύνη της Βουλής. Αφ’ότου δε λάβει αυτήν την εμπιστοσύνη, η επιχειρηματολογία περί «δεδηλωμένης» είναι εκτός τόπου και χρόνου, διότι οι μόνες περιπτώσεις που προβλέπονται από το Σύνταγμα για την κοινοβουλευτική πτώση μιας κυβέρνησης είναι είτε η αποτυχία της να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, που ζητεί η ίδια (δηλαδή να λάβει την πλειοψηφία των παρόντων, που δεν θα είναι μικρότερη από 120) είτε η υπερψήφιση, από 151 τουλάχιστον βουλευτές, μιας πρότασης δυσπιστίας που υποβάλλεται από 50 τουλάχιστον βουλευτές.
Με άλλα λόγια, το «συνταγματικό» επιχείρημα της ΝΔ περί απώλειας της δεδηλωμένης έχει τόση αξία όση είχε και το φαιδρό επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ περί «δοτού πρωθυπουργού», επί κυβέρνησης Παπαδήμου (παρότι επρόκειτο για κυβέρνηση ευρύτατης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η οποία είναι, κατά τα ανωτέρω, το μόνο κριτήριο για την ανάδειξη του πρωθυπουργού σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία). Και το επιχείρημα αυτό αποδυναμώνεται ακόμη περισσότερο, αν σκεφθεί κανείς ότι για να εγκριθεί από τη Βουλή η όποια συμφωνία για το όνομα δεν απαιτείται ούτε καν αυξημένη πλειοψηφία…
Είναι προφανές ότι κανείς δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να προεξοφλήσει την επιτυχή έκβαση του «μακεδονικού» ζητήματος, το οποίο βέβαια δεν εξαντλείται στο όνομα, όπως έχει επισημάνει επανειλημμένα σε αυτήν την εφημερίδα ο Σταύρος Λυγερός (τις σχετικές απόψεις του οποίου συμμερίζομαι πλήρως και άρα δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω). Σε περίπτωση όμως που η διαπραγμάτευση έχει τελικά αίσιο αποτέλεσμα και φθάσουμε σε μια εθνικά επωφελή λύση (όπως την περιέγραψε θαυμάσια ο Νίκος Μέρτζος, με πρόσφατο άρθρο του στην Καθημερινή), είμαι πολύ περίεργος αν θα μπορούσε (ή ακριβέστερα αν θα τολμούσε…) όντως η αξιωματική αντιπολίτευση να επιμείνει μέχρι το τέλος στην μικροκομματική και συνταγματικά ανερμάτιστη στάση της. Αν θα αρνείτο, δηλαδή, με πρόσχημα τον θλιβερό πολιτικαντισμό του πρώην βουλευτή της, να εκπληρώσει το στοιχειώδες εθνικό χρέος της : να προσδώσει ευρύτερη πολιτική νομιμοποίηση σε μια εθνικά χρήσιμη πρόταση, η οποία ούτως ή άλλως θα υπερψηφισθεί και με την οποία, επί της ουσίας, δεν διαφωνεί…
*Δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα slpress.gr στις 9.1.2018