Η λογική του άσπρου-μαύρου δεν ταιριαζει στη διαδικασία της Συνταγματικής Αναθεώρησης

  • Διατυπώθηκε από συναδέλφους σας, καθηγητές του Συνταγματικού Δικαίου, η άποψη ότι η παρούσα Βουλή δεν δεσμεύει το περιεχόμενο της αναθεώρησης του Συντάγματος. Έχει απόλυτη ισχύ κατά τη γνώμη σας αυτή η θέση ή μπορεί και να κάμπτεται;

Το ζήτημα της δέσμευσης της δεύτερης Βουλής από θεωρητική άποψη έχει πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές, όπως αποδεικνύεται και από τον πλούσιο διάλογο που αναπτύχθηκες στο περιοδικό του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» Constitutionalism.gr, στην οποία μπορεί να ανατρέξει όποιος ενδιαφέρεται να εντρυφήσει στο ζήτημα.

Οι περισσότεροι συνάδελφοι εξέφρασαν την «κρατούσα» επί του θέματος γνώμη, σύμφωνα με την οποία η πρώτη Βουλή απλώς αποφασίζει για τις αναθεωρητέες διατάξεις, ενώ η δεύτερη είναι ελεύθερη να αποφασίσει ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο των προταθεισών διατάξεων (χωρίς όμως να προσθέσει νέες). Τα επιχειρήματα υπέρ αυτής της άποψης είναι ισχυρά, καθώς βρίσκουν έρεισμα τόσο στην ιστορική όσο και στην γραμματική και την συστηματική ερμηνεία.

Ωστόσο, στην απόλυτη εκδοχή της παρουσιάζει ορισμένα κενά, τα οποία επιτρέπουν κατ’αρχήν –και εν μέρει– μια διαφορετική προσέγγιση. Θα αποφύγω όσο μπορώ θεωρητικές επεξεργασίες που δεν είναι κατανοητές έξω από τον επιστημονικό μας χώρο και θα προσπαθήσω να αναδείξω τις πιο οφθαλμοφανείς πτυχές αυτού του κριτικού προβληματισμού.

Εν πρώτοις η σχετική διατύπωση του άρθρου 110 Σ, ως προς την απόφαση της Βουλής,  αναφέρεται πρώτα στην «διαπίστωση» ως προς την «ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος» -που προϋποθέτει προφανώς συζήτηση για το περιεχόμενο– και στην συνέχεια για «ειδικό καθορισμό των αναθεωρητέων διατάξεων».

Κατά δεύτερον, το βασικό επιχείρημα της κρατούσας γνώμης ως προς την παρεμβολή του εκλογικού σώματος ανάμεσα στις δύο Βουλές είναι μεν χρήσιμο, ως προς την ερμηνεία της διάταξης,  αλλά νομίζω ότι η σημασία του υπερτονίζεται. Αν το Σύνταγμά μας ήθελε πράγματι καθοριστικό ρόλο του εκλογικού σώματος στην αναθεωρητική διαδικασία θα είχε προβλέψει είτε πραγματικό συνταγματικό δημοψήφισμα, μετά την απόφαση της Βουλής, είτε, τουλάχιστον, διάλυση της Βουλής αμέσως μετά την απόφασή της για αναθεώρηση, για να εκφρασθεί εν συνεχεία και η λαϊκή βούληση. Ωστόσο, στις εκλογές όπως προβλέπονται –δηλαδή ενδεχομένως και τρία χρόνια μετά από την πρώτη απόφαση για αναθεώρηση– είναι δυνατόν να ισχυρισθεί κανείς σοβαρά ότι ο πολίτης, ψηφίζοντας κόμματα και βουλευτές, θα θυμάται και ορισμένες διατάξεις που προτάθηκαν και οι οποίες μάλιστα, κατά την κρατούσα γνώμη, δεν θα συνοδεύονται από καμία κατεύθυνση;

Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, που σχετικοποιεί την αξία αυτού του επιχειρήματος, είναι η περίπτωση του κοινοβουλευτικού ασυμβιβάστου στην προηγούμενη αναθεώρηση. Τότε η πρώτη Βουλή ψήφισε με πάνω από 250 ψήφους ότι πρέπει να αλλάξει το σχετικό άρθρο του Συντάγματος, για να εκσυγχρονισθούν τα ασυμβίβαστα, και στη συνέχεια μια απλή κυβερνητική πλειοψηφία (λίγο πάνω από 151) ψήφισε το αυστηρό επαγγελματικό ασυμβίβαστο, για το οποίο δεν είχα ακουσθεί τίποτε έως τότε και άρα και το εκλογικό σώμα που μεσολάβησε δεν το είχε καν υπ’όψιν του…

Επρόκειτο για μια καθαρή περίπτωση υφαρπαγής της ψήφου των βουλευτών της πρώτης Βουλής, που δεν μπορεί να αγνοείται όταν συζητούμε το συγκεκριμένο ζήτημα.

Από την άλλη, όμως, και η απόλυτη εκδοχή μιας διαφορετικής άποψης (την οποία υποστηρίζουν ορισμένοι συνάδελφοι) καταλήγει σε άτοπα. Είναι δυνατόν η ψήφος 151 βουλευτών της πρώτης Βουλής να δεσμεύει ως προς την κατεύθυνση την (συντριπτική ενδεχομένως) πλειονότητα της επόμενης και μάλιστα όταν αυτή έχει –σε κάθε περίπτωση– πρόσφατη δημοκρατική νομιμοποίηση; Και όμως αυτή η άποψη  εργαλειοποιήθηκε άκριτα και προβλήθηκε αξιωματικά από την κυβερνητική πλειοψηφία, με αποτέλεσμα να αποτραπούν – δεδομένης και της στείρας στάσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης– ευρύτερες συναινέσεις και συγκλίσεις και να χαθεί, δυστυχώς, η ευκαιρία για μια τολμηρή αναθεώρηση.

Συμπερασματικά, λοιπόν, η άποψή μου είναι ότι η λογική του άσπρου-μαύρου δεν ταιριάζει στην διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης. Αντίθετα, με βάση δε τις παραπάνω απόψεις, θεωρώ ότι μπορούμε να διακρίνουμε τρεις ερμηνευτικές αποχρώσεις:

Αν κάποια πρόταση συγκεντρώσει στην πρώτη Βουλή 180 τουλάχιστον βουλευτές και η επόμενη Βουλή αποδεχθεί την πρόταση, με 151, πρέπει να γίνει δεκτό ότι υπάρχει δέσμευση ως προς την κατεύθυνση της πρώτης Βουλής. Αν όμως συμβεί το αντίθετο, είναι αδιανόητο η ψήφος των 151 της πρώτης Βουλής να δεσμεύουν του 180 (και πάνω) της επόμενης Βουλής. Αν, τέλος, οι αποφάσεις υπερβαίνουν τα 3/5 και στις δύο Βουλές, τότε (και μόνο τότε) έχει νόημα να προσφύγουμε –επικουρικά– στο πρόσθετο κριτήριο της παρεμβολής των εκλογών, που καταλήγει στην μη δέσμευσή της δεύτερης Βουλής.

  • Στην περίπτωση της αναθεώρησης των άρθρων που ρυθμίζουν τα περί ευθύνης υπουργών, αν υπάρξει σύγκλιση στην παρούσα Βουλή και υπερψήφιση της προτεινόμενης διάταξης με 180 ψήφους, έχει περιθώρια η επόμενη Βουλή να τροποποιήσει το συμφωνημένο περιεχόμενο;

Με βάση τα όσα προανέφερα, η επόμενη Βουλή δεσμεύεται από την κατεύθυνση της πρώτης. Αλλά και κατά την κρατούσα γνώμη, παρότι θεωρεί ότι η επόμενη Βουλή μπορεί να διαμορφώσει όπως θέλει το περιεχόμενο, δεν μπορεί εν προκειμένω να μην αναγνωρισθεί τουλάχιστον μια ηθικοπολιτική δέσμευση, δεδομένου ότι η εν λόγω πρόταση υπερψηφίσθηκε μαζί με μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Άλλωστε, μια τέτοια δέσμευση έχει εν τέλει μεγαλύτερη σημασία από την νομική δέσμευση, δεδομένου ότι η δεύτερη πρέπει να επιβεβαιωθεί δια της  δικαστικής οδού, κάτι το οποίο, πέρα από το ότι είναι επιστημονικά αμφιλεγόμενο είναι και πολιτικά προβληματικό, καθώς εμπλέκει την Δικαιοσύνη, ως μη ώφειλε, σε κρίσιμα πολιτειακά θέματα.

Δυστυχώς, αυτό είναι που δεν συνειδητοποίησε έγκαιρα η κυβερνητική πλειοψηφία. Αντί να επιλέξει την οδό της κατ’αρχήν συναίνεσης με ευρεία πλειοψηφία και της ηθικοπολιτικής δέσμευσης όλων –με «συμφωνία κυρίων»– ότι θα σεβασθούν το σκεπτικό της πρώτης Βουλής,  αυτοπαγιδεύθηκε σε έναν κάκιστο και ερασιτεχνικό τακτικισμό, ο οποίος έδωσε στην αξιωματική αντιπολίτευση, και μάλιστα απλόχερα, το άλλοθι που αναζητούσε από την αρχή για να μην συμπράξει ουσιαστικά στην όλη διαδικασία.

  • Για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση συμφωνούν ότι πρέπει να αποσυνδεθεί από τις πολιτικές εξελίξεις και τη διάλυση της Βουλής. Από εκεί και πέρα όμως διαφωνούν. Οι μεν προτείνουν συνεχείς ψηφοφορίες με ύστατη διέξοδο την εκλογή Προέδρου από το λαό, οι δε εισηγούνται εκλογή στην τρίτη ψηφοφορία με 151 ψήφους. Τι έχει συμβεί με την πρόσφατη ψηφοφορία; Και εσείς τι θα επιλέγατε;

Ως προς την εκλογή Προέδρου πρέπει να επισημανθεί εν πρώτοις ότι οι σχετικές αποφάσεις της Βουλής είναι αντιφατικές και δημιουργούν σοβαρό ερμηνευτικό πρόβλημα, το οποίο θα κληθεί εν τέλει να το επιλύσει η επόμενη Βουλή, με κριτήριο πάντως την απόφαση της ευρείας πλειοψηφίας των 221 βουλευτών να προχωρήσει η αναθεώρηση. Αρκεί βέβαια να μην επικρατήσουν και εν προκειμένω πολωτικές απόψεις και μικροπολιτικές σκοπιμότητες, ένθεν κακείθεν, που θα μπορούσαν να καταλήξουν στην μη υπερψήφιση του άρθρου 32 και στην δεύτερη ψηφοφορία (που θα γίνει σε ένα μήνα).

Επί της ουσίας, προσωπικά διαφωνώ και με τις δύο προτάσεις. Η πρώτη, του ΣΥΡΙΖΑ, παρότι έχει υπέρ αυτής θεωρητικά επιχειρήματα, μου φαίνεται πλέον ιδιαίτερα προβληματική, με τα σημερινά δεδομένα της (μετα)μνημονιακής εποχής. Ιδίως δε διότι ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε μια παραλυτική διελκυστίνδα μεταξύ του Πρωθυπουργού και του (ενδεχομένως) εκλεγόμενου με άμεση εκλογή Προέδρου, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν συνάδει με τον υπερκομματικό και ενωτικό ρόλο που πρέπει να έχει ο ρυθμιστής του πολιτεύματος, ιδίως στις σημερινές δυσχερείς πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Αλά και η δεύτερη πρόταση, της ΝΔ, εν τέλει εγκυμονεί έναν εξ ίσου μεγάλο κίνδυνο: να επιβάλλεται ενδεχομένως ο Πρόεδρος από μια απλή κυβερνητική πλειοψηφία (όπως συνέβη με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, στην δεύτερη θητεία του) και να υπονομεύεται έτσι ο συνταγματικός τους ρόλος, που απαιτεί ευρύτερες συναινέσεις και συγκλίσεις.

Η δική μου πρόταση, που την έχω διατυπώσει επιστημονικά σε ανύποπτο χρόνο, είναι ο Πρόεδρος να εκλέγεται από ένα ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα, που θα αποτελείται από τους βουλευτές και τα ανώτατα αιρετά όργανα της αυτοδιοίκησης (δημάρχους και περιφερειάρχες). Σε αυτό το σώμα, το οποίο αναβαθμίζει και τον ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η επιδίωξη της πλειοψηφίας των 3/5 –με αλλεπάλληλες ψηφοφορίες– είναι ευχερέστερη, διότι θα διαδραματίζει σημαντικότερο ρόλο η προσωπικότητα του προτεινόμενου Προέδρου. Ακόμη όμως και  αν η εκλογή καταλήγει, σε περίπτωση αποτυχίας να επιτευχθεί ευρύτερη συναίνεση, στην απόλυτη πλειοψηφία, αυτό δεν ενέχει τον ίδιο κίνδυνο με αυτόν που περιγράψαμε προηγουμένως, διότι ακόμα και μια τέτοια πλειοψηφία δεν είναι αυτονόητο ότι θα ταυτίζεται με την  κυβερνητική πλειοψηφία.

  • Πώς κρίνετε την απόφαση του Κινήματος Αλλαγής να υπερψηφίζει τις διατάξεις με τις οποίες συμφωνεί μόνο διά της ψήφου ενός βουλευτή του; Η εξήγηση είναι ότι με αυτό τον τρόπο αναζητούνται ευρύτατες συναινέσεις στην επόμενη Βουλή – οι πολιτικοί αντίπαλοι του ΚΙΝΑΛ, ωστόσο, μιλούν για «εργαλειοποίηση» του Συντάγματος. Ποια είναι η γνώμη σας;

Το Κίνημα Αλλαγής ξεκίνησε από μια ορθή αφετηρία. Ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος δεν μπορεί να είναι υπόθεση μιας απλής κυβερνητικής πλειοψηφίας, η οποία θα επιλέγει ανέλεγκτα και κατά το δοκούν το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων που θα έχουν ψηφισθεί με πάνω από 180 στην πρώτη Βουλή. Αυτό είναι μεν σε αντίφαση με την άποψη που υιοθέτησε άκριτα η ηγεσία του,  ότι οι η ψήφος των 180 δεν περιέχει καμία δέσμευση για το περιεχόμενο, αλλά εν πάση περιπτώσει δικαιολογεί κατ’αρχήν τις επιφυλάξεις της, ως προς το να δοθεί λευκή επιταγή για να κάνουν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα την αναθεώρηση που επιθυμούν. Ωστόσο, η τακτική της συμβολικής  υπερψήφισης θα ήταν ορθή μόνον για ορισμένες επίμαχες και αμφιλεγόμενες, ως προς το περιεχόμενο,  ρυθμίσεις. Αντίθετα, ο ισοπεδωτικός τρόπος με τον οποίο εφαρμόσθηκε αυτή η τακτική, σε συνδυασμό με τον εμφανή συντηρητισμό που επιδείχθηκε σε ορισμένες τροποποιήσεις (ιδίως δε ως προς τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας), οδήγησε στο να απορριφθούν ενδιαφέρουσες προτάσεις της ΝΔ και να περάσουν οριακά ενδιαφέρουσες προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Ως εκ τούτου και το Κίνημα Αλλαγής νομίζω ότι κατατάσσεται στα κόμματα που δεν διαδραμάτισαν εποικοδομητικό ρόλο στην όλη αναθεωρητική διαδικασία.

  • Διεθνώς παρατηρείται μία τάση «συνταγματοποίησης» πολιτικών ζητημάτων. Θα βλέπατε, για παράδειγμα, να ενσωματωθούν στο Σύνταγμα διατάξεις δημοσιονομικού χαρακτήρα, όπως κάποιες που θα έθεταν φραγμούς στην υπέρβαση ελλείμματος;

Τα τελευταία χρόνια το σύνολο σχεδόν της οικονομικής μας πολιτικής κινήθηκε στην τροχιά της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον», που αποτελεί το ευαγγέλιο του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή του ρεύματος που αφ’ενός μεν προωθεί την ασυδοσία των αγορών αφ’ετέρου όμως αντιμάχεται τόσο την κοινωνική όσο και την ατομική ελευθερία (δηλαδή τόσο το κοινωνικό κράτος όσο και τον πολιτικό φιλελευθερισμό). Την οικονομική αυτή πολιτική μας επέβαλαν άκριτα όχι μόνον το ΔΝΤ –η απόφαση για την εμπλοκή του οποίου ήταν ατυχέστατη– όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση, με σωρεία μέτρων δημοσιονομικού χαρακτήρα σαν αυτά που αναφέρατε. Κάποια από αυτά, βέβαια, ήταν –ή κατέστησαν εν τέλει– αναγκαία, λόγω της δυσμενέστατης οικονομικής μας κατάστασης αλλά και των τραγικών ευθυνών του πολιτικού μας συστήματος (στο σύνολό του). Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ανοίξουμε  κερκόπορτα και στο Σύνταγμά μας, διότι έτσι δεν θα απομείνει καμία γραμμή άμυνας, προκειμένου να αντιμετωπισθούν  πολιτικές σαν αυτές οι οποίες, όπως ομολογείται σήμερα από υψηλόβαθμους ιθύνοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ή και του ίδιου του ΔΝΤ), υπήρξαν καταστροφικές για τον τόπο και ιδίως για τα πλέον αδύναμα κοινωνικά στρώματα.

  • Χρειαζόμαστε ένα Σύνταγμα που θα ρυθμίζει όσο το δυνατόν περισσότερες πτυχές της δημόσιας ζωής ή έναν καταστατικό χάρτη – πλαίσιο;

Προφανώς το δεύτερο. Το Σύνταγμά μας, ιδίως μετά την αναθεώρηση του 2001,  είναι υπέρ το δέον λεπτομερειακό –για να μην πω φλύαρο– και απαιτείται πλέον μια διαφορετική προσέγγιση, που θα κατατείνει σε λιτές, απέριττες  και ελλειπτικές διατάξεις, ώστε να οριοθετείται απλώς, σε αδρές γραμμές, το πλαίσιο των αναγκαίων ρυθμίσεων. Από εκεί και πέρα πρέπει να παρέχεται σαφής εξουσιοδότηση προς τον νομοθέτη να εξειδικεύει τις συγκεκριμένες διατάξεις με βάση τα διαρκώς εξελισσόμενα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα.

Δυστυχώς, όμως, ούτε στην συγκεκριμένη αυτή αναθεωρητική διαδικασία διαφάνηκε η πρόθεση να υιοθετηθεί μια τέτοια προσέγγιση.

 

*Συνέντευξη στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Sliding Sidebar

Επιπλέον Άρθρα