Ιδεολογικοπολιτικές αντιθέσεις και εθνική συνεννόηση

Α. Αν θα μπορούσαμε να κρατήσουμε κάτι από την επετειακή συζήτηση για τα διακόσια χρόνια από το ξέσπασμα Επανάστασης του 1821, αυτό θα ήταν, αναμφισβήτητα, η διαπίστωση ότι η μεγαλύτερη κακοδαιμονία του ελληνικού κράτους είναι οι βαθύτατοι διχασμοί, που σφράγισαν αρνητικά την πορεία του έως σήμερα. Προς επίρρωση αυτής της άποψης, αρκεί απλώς να αναλογισθούμε πως θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί, σε όλα τα επίπεδα, η χώρα, αν δεν μεσολαβήσει οι σκληρότατες συγκρούσεις που στιγμάτισαν κρίσιμες στιγμές της ιστορίας της.

Ποιες θα ήταν, για παράδειγμα, οι κατακτήσεις της ίδιας της Επανάστασης του 1821, αν δεν είχε υπονομευθεί από τις εμφύλιες διαμάχες, με αποκορύφωμα την δολοφονία του Καποδίστρια; Ποια θα ήταν τα σύνορα της χώρας, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και πόσες καταστροφές θα είχαν αποφευχθεί για τον μικρασιατικό και τον ποντιακό ελληνισμό, αν δεν είχε προηγηθεί ο εθνικός διχασμός; Ποια θα ήταν η πρόοδος της χώρας και πόσο αίμα και δάκρυ θα είχε αποφευχθεί, αν δεν είχαμε φθάσει, μεταπολεμικά, στον εμφύλιο πόλεμο; Αλλά και πόσο μικρότερες θα ήταν οι επιπτώσεις της πρόσφατης κρίσης στην χώρα μας, αν είχε πρυτανεύσει, αντί για την τυφλή πόλωση, η προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης μέσω -στοιχειωδών έστω- συναινέσεων και συγκλίσεων, όπως συνέβη στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία;

Καμία από τις παραπάνω ολέθριες συγκρούσεις δεν ήταν αναπόφευκτη. Υπήρξαν ασφαλώς δυσχερέστατες συνθήκες, οφειλόμενες σε αντικειμενικά αλλά και σε υποκειμενικά αίτια. Ωστόσο, ο διχασμός δεν ήταν μονόδρομος σε καμία από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις. Το πρόβλημα ήταν η κάκιστη διαχείριση αυτών των συνθηκών, η οποία απέβη μοιραία, διότι καλλιέργησε ή έστω ανέχθηκε, με διάφορες παραλλαγές, την τερατώδη ιδεολογία του εσωτερικού εχθρού, που αποτελεί, εξ ορισμού, προάγγελο τυφλών συγκρούσεων και ολοκληρωτικών εκτροπών.

Β. Θα μπορούσε να πει βέβαια κανείς, ότι ο τελευταίος διχασμός, με αφορμή τα μνημόνια, δεν είχε εξ ίσου τραγικές επιπτώσεις, σε σχέση με τους προηγούμενους. Αυτό όντως αληθεύει.

Ωστόσο, τα ερωτήματα είναι εξ ίσου αμείλικτα. Πως είναι δυνατόν, σε μια χώρα που ζει σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας και ευρωπαϊκής ένταξης για τόσο μεγάλο διάστημα, να μην υπάρχουν περιθώρια συναινετικών λύσεων ούτε για τα μείζονα; Πως είναι δυνατόν, στην πρώτη μεγάλη δυσκολία, μετά την μεταπολίτευση, να βγαίνουν ξανά, τόσο εύκολα, τα μαχαίρια της ακραίας πολιτικής οξύτητας και της εχθροπάθειας; Πως είναι δυνατόν να ακούγονται ξανά, χωρίς περίσκεψη και αιδώ, χαρακτηρισμοί που στοίχειωσαν άλλες εποχές; Και επιπλέον, πως είναι δυνατόν η ακραία πόλωση που καλλιεργήθηκε με επίκεντρο την οικονομική κρίση να μην έχει καταλαγιάσει ακόμη,

Η απάντηση δυστυχώς είναι απλή και συνάμα απογοητευτική. Παρά τις αναμφίβολες προόδους μετά την πτώση της χούντας, το σαράκι του διχασμού εξακολουθεί να υποβόσκει και να αποτρέπει την ανάπτυξη μιας κουλτούρας εθνικής συνεννόησης. Στο σημείο αυτό όμως, ανακύπτουν δύο κρίσιμα και αλληλένδετα ερωτήματα: Τι σημαίνει εθνική συνεννόηση και πως θα μπορούσε να εκφρασθεί με συγκεκριμένα μέτρα;

Γ. Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι διόλου απλά, διότι το τελευταίο διάστημα έχουν αναπτυχθεί απόψεις οι οποίες συσκοτίζουν το περιεχόμενο της εθνικής συνεννόησης, εμπλέκοντάς το σε σαθρά ιδεολογήματα που κινούνται στην λογική ενός ιδιότυπου «τέλους της ιστορίας» αλά ελληνικά.

Η αντιμετώπισή τους, λοιπόν, πρέπει να είναι σαφής και ξεκάθαρη. Εθνική συνεννόηση δεν σημαίνει ότι πρέπει να κρύψουμε όλες τις ιδεολογικοπολιτικές διαφορές κάτω από το χαλί στο όνομα ενός γενικού και αόριστου «εθνικού συμφέροντος».

Πολλώ δε μάλλον δεν σημαίνει αποδοχή του ισοπεδωτικού ιδεολογήματος ότι «τα προβλήματα δεν έχουν χρώμα», που αποσιωπά ή υποβαθμίζει τόσο τις υπαρκτές κοινωνικές αντιθέσεις που εξακολουθούν να τέμνουν την ελληνική κοινωνία, όσο και το αξιακό, κατ’αρχήν, υπόβαθρο των προσφερόμενων λύσεων.

Με άλλα λόγια, εθνική συνεννόηση δεν σημαίνει ότι θα ξορκίσουμε ούτε την αντίθεση Αριστεράς – Δεξιάς, που εξακολουθεί, με ποικίλες αποχρώσεις, να είναι κυρίαρχη στον ευρωπαϊκό χώρο (όπως προσπάθησα να δείξω στο βιβλίο μου ποια Αριστερά; εκδ. Πόλις, 2017) αλλά ούτε και κάποιες άλλες δευτερεύουσες αλλά σημαντικές αντιθέσεις, που τέμνουν -συχνά οριζόντια- την ελληνική κοινωνία (με σημαντικότερη την αντίθεση εθνικισμού-αντιεθνικισμού και τις παραλλαγές της).

Ωστόσο, σε μια σύγχρονη συνταγματική δημοκρατία η λογική ότι οι όποιες ιδεολογικοπολιτικές διαχωριστικές γραμμές συνεπάγονται ακραία πόλωση και τυφλή σύγκρουσηδιχασμό είναι αδιανόητη. Το πρώτιστο μέλημα, τουλάχιστον για όσους σέβονται τους κανόνες και τις θεμελιώδεις αρχές της, πρέπει να είναι η εθνική συνεννόηση για την διασφάλιση όρων πολυφωνίας και σεβασμού όχι μόνον της αντίθετης άποψης αλλά και αυτών που την εκφράζουν.

Κάθε αντίθετη νοοτροπία και πρακτική αποτελεί ευθεία υπονόμευση των δημοκρατικών και δικαιοκρατικών εγγυήσεων του ισχύοντος Συντάγματος (είτε προέρχονται από τους αυτόκλητους κατά φαντασίαν «θεματοφύλακές» του, είτε διαχέονται στα έμφορτα εχθροπάθειας «μέσα κοινωνικής δικτύωσης» είτε υποδαυλίζεται εντέχνως από τα «επίσημα» -και ιδίως από τα ραδιοτηλεοπτικά- ΜΜΕ, που διαδραματίζουν κατά κανόνα εξαιρετικά αρνητικό ρόλο…).

Δ. Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω, η εθνική συνεννόηση κλιμακώνεται ως ακολούθως:

α. Για την συντριπτική πλειονότητα των προβλημάτων (ασφαλιστικό, φορολογικό, αγροτικό, παιδεία, υγεία, προσφυγικό κλπ) το ζητούμενο δεν είναι να συμφωνήσουν όλοι σε όλα αλλά να αναπτυχθεί ένας νηφάλιος, ειλικρινής και εποικοδομητικός διάλογος. Την βάση αυτού του διαλόγου πρέπει να αποτελέσουν προσεκτικά επεξεργασμένες προγραμματικές θέσεις και προτάσεις, οι οποίες ναι μεν θα αντανακλούν διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές προσεγγίσεις αλλά και θα αφήνουν περιθώρια για επί μέρους συναινέσεις και συγκλίσεις, ιδίως σε ζητήματα μείζονος ενδιαφέροντος. Τίποτα δεν εμποδίζει, για παράδειγμα, να καταλήξουν τα κόμματα σε ένα κοινά αποδεκτό σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ή σε ένα μακρόπνοο εκλογικό σύστημα ή σε μια μίνιμουμ συμφωνία ως προς την φορολογία και τον τουρισμό ή σε μια κοινή πολιτική για την αποκατάσταση των προσφύγων.

β. Πέρα όμως από την ως άνω γενική αντιμετώπιση, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει ότι υπάρχουν και ζητήματα εθνικού ενδιαφέροντος, για τα οποία επιβάλλεται να αναζητηθούν όχι απλώς συγκλίσεις αλλά κοινά αποδεκτές λύσεις. Στην περίπτωση τέτοιων ζητημάτων (πχ εθνικής άμυνας, πολιτικής προστασίας, οργάνωσης της διοίκησης και της αυτοδιοίκησης, αντιμετώπισης της πανδημίας) οι παραπάνω διαδικασίες διαλόγου δεν αρκούν. Επιβάλλεται αφενός μεν ένας πάγιος διακομματικός μηχανισμός για την λήψη συναινετικών αποφάσεων αφ’ετέρου δε η καθιέρωση αντίστοιχων θέσεων υπουργών (ή αναπληρωτών υπουργών ή υφυπουργών) με μακρόχρονη θητεία (τουλάχιστον διπλάσια από αυτήν μιας κυβέρνησης), που θα εφαρμόζουν αυτές τις αποφάσεις αλλά και θα διασφαλίζουν την θεσμική μνήμη και την συνέχεια ως προς την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων θεμάτων (όπως συμβαίνει άλλωστε σε αρκετές δημοκρατικά προηγμένες χώρες).

Ε. Υπό το πρίσμα μιας τέτοιας προσέγγισης θα μπορούσαμε ενδεικτικά να αναρωτηθούμε:

α. Γιατί τα κόμματα δεν μπόρεσαν να κινηθούν με μια λογική εθνικής συνεννόησης, έστω μετά την λήξη των μνημονίων, ως προς την αντιμετώπιση των πολλαπλών επιπτώσεων της κρίσης; Γιατί δεν υπήρξε σχεδόν πουθενά συναίνεση ως προς την συνταγματική αναθεώρηση; Γιατί τα κόμματα δεν συμφωνούν να καταργηθεί ένα μεγάλο μέρος των θέσεων που καλύπτονται με κομματική επιλογή ενώ δεν συντρέχει κανένας λόγος πλην των πελατειακών διευθετήσεων; Γιατί κανένα από τα κόμματα με κυβερνητική προοπτική δεν υιοθετεί την πρόταση για εκλογή της ηγεσίας της ΕΡΤ με ευρεία πλειοψηφία (3/5) από την διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής (όπως δηλαδή συμβαίνει με τις ανεξάρτητες Αρχές;). Γιατί δεν έχουν επιδιωχθεί κάποιες συγκλίσεις και για την επιβολή κανόνων ουσιαστικής πολυφωνίας στα ιδιωτικά ηλεκτρονικά ΜΜΕ, ώστε να απαλλαγεί ο δημόσιος βίος από την μέγγενη της διαπλοκής και την διαρκή καταστρατήγηση του άρθρου 15 του Συντάγματος;

β. Γιατί, ειδικότερα, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτόλμησε να δρομολογήσει διαδικασίες ευρύτερων συναινέσεων και συγκλίσεων ως προς την αδειοδότηση των ΜΜΕ αλλά και ως προς την συμφωνία των Πρεσπών; Γιατί η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ δεν τόλμησε να προτείνει πραγματικές λύσεις εθνικής συνεννόησης για τα θέματα της πανδημίας και της πολιτικής προστασίας, παρότι υπήρχε θετική σχετική προδιάθεση από όλα σχεδόν τα κόμματα;; Δεν θα μπορούσε, για παράδειγμα, αντί να προωθεί προσχηματικές και προβληματικές «λύσεις», να προτείνει δύο αναπληρωτές υπουργούς κοινής αποδοχής, που να εγκριθούν από διακομματική επιτροπή για μακρόχρονη θητεία (με τις αντίστοιχες εννοείται νομοθετικές αλλαγές) ώστε ξεφύγουν αυτοί οι τομείς δημόσιας πολιτικής από τις κομματικές διαμάχες και να βελτιωθεί επιτέλους η αποτελεσματικότητα ως προς την αντιμετώπιση των τεράστιων σχετικών προβλημάτων;

ΣΤ. Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά ακόμη πεδία για τα οποία υπάρχει έδαφος εθνικής συνεννόησης, είτε υπό την πρώτη είτε υπό την δεύτερη –κι πιο προωθημένη- εκδοχή. Ωστόσο δεν έχει νόημα να κάνουμε ασκήσεις επί χάρτου, πολλώ μάλλον όταν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα δεν δείχνουν ειλικρινή διάθεση να υιοθετήσουν πρακτικές που να οδηγούν σε συναινέσεις και συγκλίσεις. Εύχομαι και ελπίζω τουλάχιστον η νέα ηγεσία του τρίτου κόμματος, του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, να αναλάβει πρωτοβουλίες προς αυτήν την κατεύθυνση, αφήνοντας πίσω τις ψυχώσεις ορισμένων στελεχών του και θέτοντας την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση μπροστά στις ευθύνες τους. Αν μάλιστα καταφέρει, προσεχώς, να επιβάλλει και μια κυβέρνηση ευρείας συνεργασίας (τύπου Ντράγκι), για κάποιο μεταβατικό διάστημα –ώστε να σπάσει επιτέλους ο φαύλος κύκλος του διχασμού, να αντιμετωπισθούν από κοινού χρόνια και επείγοντα προβλήματα αλλά και να επιβληθεί στην πράξη ένα κλίμα εθνικής συνεννόησης– θα προσφέρει αναμφισβήτητα μια μεγάλη υπηρεσία στον τόπο

 

*Δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα ieidiseis, 20.12.2021

 

Sliding Sidebar

Επιπλέον Άρθρα