Το φάντασμα του κορωνοϊού, που πλανάται πάνω από τον κόσμο, για να παραφράσουμε την γνωστή ρήση του Μαρξ, αποτελεί αναμφισβήτητα μια άνευ προηγουμένου δοκιμασία για τις σύγχρονες κοινωνίες. Ακόμη μεγαλύτερη, όμως, είναι η δοκιμασία για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, όχι μόνον διότι είχαν τα περισσότερα έως τώρα θύματα αλλά και διότι οι αντιδράσεις τους εκ των πραγμάτων εντάσσονται σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, που ορίζεται από την δημοκρατική συνταγματική τους τάξη αλλά και από το ευρύτερο περιβάλλον του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού. Ως εκ τούτου βρέθηκαν από την αρχή αντιμέτωπες με το ακόλουθο ερώτημα:
Μπορεί μια Δημοκρατία να αποδειχθεί αποτελεσματική στην αντιμετώπιση της πανδημίας και των επιπτώσεών της χωρίς εκπτώσεις στην κοινοβουλευτική λειτουργία του Πολιτεύματος αλλά και χωρίς υπέρμετρους περιορισμούς των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων;
Το ερώτημα αυτό δεν είναι ούτε απλό ούτε εύκολο, αφ’ενός μεν διότι αφορά καινοφανή και ζέοντα προβλήματα αφ’ετέρου δε διότι συνδέεται με ιστορικές παθογένειες και υπαρξιακές αναζητήσεις που ταλανίζουν από καιρό τα ευρωπαϊκά κράτη. Άρα ακλόνητες και αυτάρεσκες βεβαιότητες δεν είναι νοητές. Ωστόσο, τώρα που η νέα πραγματικότητα της πανδημίας άρχισε να κατασταλάζει και με δεδομένο ήδη έναν πλούσιο σχετικό πιολιτικοεπιστημονικό προβληματισμό, μπορούμε νομίζω να αποτολμήσουμε μια πρώτη απάντηση. Και η απάντηση αυτή, κατά την άποψή μου, δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική. Απόδειξη δε είναι, όσο και αν μας φαίνεται παράξενο, η ελληνική εμπειρία, η οποία απέδειξε ότι η Δημοκρατία μπορεί όντως να συνδυάσει την αποτελεσματικότητα με τον σεβασμό των συνταγματικών δεδομένων. Ειδικότερα:
Α. Είναι πανθομολογούμενο, εν πρώτοις, ότι η αντίδραση της ελληνικής πολιτείας στην πανδημία, παρά τις όποιες αρχικές αμφιταλαντεύσεις και αδράνειες (ιδίως απέναντι στην επίσημη Εκκλησία), υπήρξε κατά βάσιν γρήγορη και αποτελεσματική. Αυτό συνέβη, κυρίως, διότι η κυβέρνηση δεν άκουσε τις σειρήνες της μικροπολιτικής αλλά βασίσθηκε στις γνώμες των ειδικών, οι οποίοι, αξιοποιώντας και τα συμπεράσματα από την θλιβερή ιταλική εμπειρία, επέβαλαν τελικά την άποψη για λήψη άμεσων και δραστικών μέτρων. Η επιλογή αυτή, σε συνδυασμό με τις ηρωικές προσπάθειες του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, συνέβαλε καθοριστικά στο να έχει η χώρα μας, συγκριτικά, πολύ μικρό αριθμό κρουσμάτων και, ιδίως, θανάτων.
Β. Αλλά και από θεσμική άποψη τα σχετικά μέτρα δεν νομίζω ότι ξεπέρασαν το αναγκαίο μέτρο. Θα μπορούσαμε να πούμε, γενικώς, ότι η κυβέρνηση αξιοποίησε στο έπακρο τις δυνατότητες που παρέχει το Σύνταγμα (αλλά και η ΕΣΔΑ) για την αντιμετώπιση τέτοιων έκτακτων και απρόβλεπτων συνθηκών, «παίζοντας» μεν με τα ακραία όριά τους πλην όμως χωρίς κατά κανόνα να τα υπερβαίνει.
Εν πρώτοις, η επιβολή των μέτρων με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (δηλαδή με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται μετά από πρόταση της κυβέρνησης και κυρώνονται εκ των υστέρων από την Βουλή) ανταποκρίνεται πλήρως στον σκοπό που υπηρετεί αυτός ο θεσμός («έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης»). Είναι γνωστό, βέβαια, ότι στην περίοδο των Μνημονίων οι ΠΝΠ χρησιμοποιήθηκαν συχνά καταχρηστικά αλλά και ότι, γενικότερα, τους καταλογίζεται δικαιολογημένα ότι «ανοίγουν την όρεξη» για πλήρη παράκαμψη της Βουλής (όπως έγινε στην Γερμανία του Μεσοπολέμου αλλά και –πρόσφατα– στην Ουγγαρία του Όρμπαν). Παρά ταύτα, στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ασφαλώς το πλέον πρόσφορο «νομοθετικό» μέτρο, δεδομένων μάλιστα και των πρακτικών δυσχερειών –λόγω κορωνοϊού– ως προς την άμεση σύγκληση της Βουλής. Εξ άλλου η κύρωσή τους δεν άργησε (ν. 4682/3.4.2020), έστω και αν η Βουλή λειτούργησε με μια κατ’οικονομίαν σύνθεση, αντί να αναζητηθούν πρόσφορες μορφές τηλε-συνεδρίασης.
Αλλά και οι ίδιοι οι περιορισμοί που εισήχθησαν, ευθέως ή εξ αντανακλάσεως, σε πλείστες όσες ελευθερίες (προσωπική, οικονομική, συναθροίσεων, λατρείας), δύσκολα μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο. Ναι μεν επιβλήθηκαν, κακώς, με Κοινή Υπουργική Απόφαση (αντί με ΠΝΠ, που κυρώνεται από την Βουλή, ή έστω με Προεδρικό Διάταγμα, που ελέγχεται από το ΣτΕ) πλην όμως, επί της ουσίας, βρίσκουν αναμφισβήτητα νομικό έρεισμα στο Σύνταγμά μας, διότι είναι απόρροια προσεκτικής στάθμισης των περιοριζόμενων ελευθεριών με την προστασία της ζωής και της υγείας, τόσο ως δικαιωμάτων όσο και ως εκφάνσεων του γενικότερου συμφέροντος. Όλα αυτά, όμως, υπό μια απαρέγκλιτη προϋπόθεση: τα επιβαλλόμενα μέτρα δεν μπορούν κατά το Σύνταγμα, να θεωρηθούν απαγορεύσεις αλλά περιορισμοί. Παρότι λοιπόν ορισμένες προβληματικές διατυπώσεις της ΚΥΑ δίνουν αντίθετη εντύπωση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε μια Δημοκρατία ο κανόνας είναι η ελευθερία ενώ τα όποια περιοριστικά μέτρα η (προσωρινή) εξαίρεση. Με άλλα λόγια, τα μέτρα αυτά δεν μπορούν επ’ουδενί να νοηθούν σαν μια νέα «κανονικότητα», η οποία θα υποκαταστήσει την ισχύουσα συνταγματική τάξη.
Γ. Η επίδραση όμως της πανδημίας, στο πεδίο των δικαιωμάτων, δεν περιορίζεται μόνο στους προαναφερθέντες περιορισμούς. Ήδη βιώνουμε μια πρωτόγνωρη εμπειρία τηλε-εργασίας και τηλε-εκπαίδευσης, ενώ παράλληλα είναι ήδη φανερό ότι επίκειται «τσουνάμι» οικονομικών επιπτώσεων, που θα συνταράξουν την ήδη εύθραυστη και ασταθή οικονομία μας.
Αυτό σημαίνει ότι η απάντηση που δώσαμε προηγουμένως έχει εκ των πραγμάτων χαρακτήρα προσωρινότητας. Η σημερινή κυβέρνηση πιστώνεται αναμφισβήτητα τα θετικά της έως τώρα πορείας και αυτό πρέπει να της το αναγνωρίσουμε. Χωρίς μεν απολογητισμό αλλά και χωρίς μεμψιμοιρίες, μικροψυχίες και στείρο καταγγελτισμό. Ωστόσο η πανδημία είναι ένας καταλύτης, που μας οδηγεί σε μια εντελώς διαφορετική κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, στη δίνη της οποίας θα βρεθούν πλέον, ιδίως, τα εργασιακά και τα κοινωνικά δικαιώματα. Επομένως, η στάση απέναντι στα δικαιώματα αυτά, που συνδέονται άρρηκτα με την διασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης των πολιτών, θα αποτελέσει το τελικό πεδίο αξιολόγησης. Ως εκ τούτου, αν η κυβέρνηση μείνει περιχαρακωμένη στο κατά φαντασίαν «επιτελικό κράτος» της και δεν εγκαταλείψει τις ιδεοληψίες ως προς την συρρίκνωση του οικονομικού και κοινωνικού ρόλου του δημόσιου χώρου, δεν θα χάσει απλώς τα έως τώρα κεκτημένα πολιτικά οφέλη αλλά και κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Και η αξιωματική αντιπολίτευση, όμως, αν δεν απεμπλακεί από παρωχημένα συντεχνιακά και μαξιμαλιστικά στερεότυπα, ως προς το κοινωνικό κράτος, και δεν υιοθετήσει μια σαφή και ρηξικέλευθη μεταρρυθμιστική ατζέντα ως προς το πολιτικοδιοικητικό σύστημα, δεν θα έχει καλύτερη τύχη. Θα γίνει το κόμμα που έβλεπε τα τραίνα να περνούν…
Άρθρο στα Νέα Σαββατοκύριακο, 11.4.2020