Από την τοπική απαγόρευση στη γενική αναστολή των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων

Συνταγματικά προβλήματα και (αχρείαστες) πολιτικές εντάσεις

Ανήκω σε αυτούς που έχουν επανειλημμένα υποστηρίξει ότι η κρισιμότητα της κατάστασης, λόγω της πανδημίας, επιβάλλει όχι μόνον την μέγιστη δυνατή αυτοσυγκράτηση, ως προς την άσκηση δικαιωμάτων που συνεπάγονται κινδύνους για την δημόσια υγεία, αλλά και την επιβολή δραστικών μέτρων από την Πολιτεία, που να αποτρέπουν ή να περιορίζουν μια τέτοια άσκηση (Βλ. ενδεικτικά «Η Δημοκρατία απέναντι στην Πανδημία», Constitutionalism.gr, 12.4,2020). Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι μια τέτοια στάση πρέπει να οδηγεί σε μια άνευ ετέρου –πολύ δε περισσότερο σε μια άκριτη ή/και  απολογητική– αποδοχή οποιωνδήποτε μέτρων, με όποιον τρόπο και αν επιβάλλονται και ό,τι και αν προβλέπουν, όπως συνέβη με την γενική προληπτική απαγόρευση των συναθροίσεων για τον εορτασμό της επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.

1.  Η ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΑΣΤΟΧΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΕΤΕΙΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ

Το πρώτο που πρέπει να παρατηρηθεί είναι ότι ο όλος χειρισμός της υπόθεσης από την Κυβέρνηση ξεκίνησε, δυστυχώς, με μονομερείς και απόλυτα διατυπωμένες εξαγγελίες απαγόρευσης κάθε μορφής συνάθροισης, παραβλέποντας το ότι στην επέτειο του Πολυτεχνείου το εμβληματικό γεγονός δεν είναι η κρατική οργάνωση εκδηλώσεων –όπως συμβαίνει με τις εθνικές  επετείους των οποίων έγινε, κακώς, επίκληση– αλλά ένας παραδοσιακός «αγωνιστικός» εορτασμός, με επίκεντρο την άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Στην συζήτηση στη Βουλή, που επακολούθησε, ο πρωθυπουργός κινήθηκε εν πολλοίς στο ίδιο μήκος κύματος, αποφεύγοντας να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες αλλαγής γραμμής πλεύσης, που του έδωσαν όλα σχεδόν τα κόμματα, προκειμένου να αναζητηθούν οι προσφορότερες δυνατές λύσεις (έστω και σε συμβολικό επίπεδο, λόγω της κρισιμότητας των προβλημάτων της πανδημίας).

Το αποτέλεσμα ήταν να επιβληθεί μια γενική προληπτική απαγόρευση των συναθροίσεων, από 15-18 Νοεμβρίου, με μια πολιτικά  άστοχη και συνταγματικά εκτεθειμένη απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας (1029/8/18 της 14-11-2020), η οποία κατά την άποψή μου διαστρεβλώνει το συγκεκριμένο συνταγματικό πλαίσιο του δικαιώματος του συνέρχεσθαι – ερμηνεύοντάς το μέσω μιας Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου που και αυτή δεν εφαρμόσθηκε– ενώ δεν λαμβάνει καν υπ’όψιν την αρχή της αναλογικότητας, που επιβάλλει την αναζήτηση των προσφορότερων κάθε φορά μέσων ως προς την εξειδίκευση και πραγμάτωση του επιδιωκόμενου περιορισμού.

Για να δικαιολογήσει δε την συγκεκριμένη απόφαση ο Αρχηγός της Αστυνομίας –σε τελευταία δε ανάλυση η Κυβέρνηση– επικαλείται το Σύνταγμα (και συγκεκριμένα την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 5 παρ. 4 και το οικείο άρθρο 11)  καθώς και την σχετική Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 20.3.2020 («Κατεπείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, τη στήριξη της κοινωνίας και της επιχειρηματικότητας και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς και της δημόσιας διοίκησης»),  η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020. Ωστόσο, η επίκληση αυτή για μεν το Σύνταγμα δεν νομίζω ότι ευσταθεί για δεν την ΠΝΠ απλώς δεν επαρκεί. Ειδικότερα:

2. Η ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΕΩΛΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Α. Αρχίζοντας από το Σύνταγμα, η επίκληση εν πρώτοις της ερμηνευτικής δήλωσης του άρθρου 5 παρ. 4  –που αναφέρεται κατά βάσιν στον περιορισμό της ελευθερίας της κίνησης με ατομικά διοικητικά μέτρα–  προδήλως δεν ευσταθεί και για τον λόγο αυτόν εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια από την κυβερνητική επιχειρηματολογία. Παραδόξως όμως την υποστηρίζει ο Β. Βενιζέλος (Τα Νέα, 17.11.2020) υιοθετώντας ουσιαστικά μια ιδιότυπη ερμηνεία των περιορισμών του δικαιώματος του συνέρχεσθαι μέσω των περιορισμών της ελευθερίας της κίνησης (προφανώς για να μπορέσει να παρεισαχθεί η «δημόσια υγεία» ως ειδικός περιορισμός και των συναθροίσεων).

Β. Αλλά και η επίκληση του άρθρου 11 Σ, παρότι κατ’αρχήν εύλογη, είναι τουλάχιστον ατυχής, διότι καμία από τις προϋποθέσεις του δεν συντρέχει στην συγκεκριμένη επίμαχη απόφαση, τόσο ως προς τον χώρο διεξαγωγής της συνάθροισης και το αποφασίζον την απαγόρευση όργανο όσο και ως προς τους ειδικότερους λόγους που επιτρέπουν μια τέτοια απαγόρευση.

Συγκεκριμένα, ενώ κατά το άρθρο 11 προβλέπεται η δυνατότητα απαγόρευσης μιας συγκεκριμένης συνάθροισης, με απόφαση του επικεφαλής της αστυνομικής αρχής που έχει την σχετική τοπική αρμοδιότητα και  για αυστηρά καθορισμένους λόγους («δημόσια ασφάλεια» και «σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοποικονομικής ζωής»), αυτό που αποφασίσθηκε, κατ’ουσίαν,  είναι η τετραήμερη αναστολή του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, με απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας. Μια τέτοια αναστολή, όμως, δεν προβλέπεται στο Σύνταγμά μας παρά μόνο αν ενεργοποιηθεί το άρθρο 48 του Συντάγματος («κατάσταση πολιορκίας»)  και μόνον για συγκεκριμένους λόγους («σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος»), που δεν συντρέχουν εν προκειμένω.

(για τα ανωτέρω βλ. αναλυτικά Κ. Χρυσόγονου/Σπ. Βλαχόπουλου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2019, σ. 519 και πρβλ. τις από 15.11.2020 σχετικές Ανακοινώσεις  της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων  με τίτλο «Σύνταγμα και απαγόρευση συναθροίσεων», και της Ελληνικής Ένωσης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με τίτλο «Γενική απαγόρευση συναθροίσεων: Στις εξαιρετικές περιστάσεις είναι εξαιρετικά κρίσιμος ο πυρήνας των ελευθεριών» καθώς και Α. Καϊδατζή, Αντισυνταγματική αναστολή της ελευθερίας συνάθροισης, Εφημερίδα των Συντακτών, 16.11.2020).

Γ. Έχει διατυπωθεί πάντως, σε αντίθεση προς τα ανωτέρω, και η –υποστηρίξιμη σε κάθε περίπτωση– άποψη ότι ο όρος «γενικά» μπορεί να ερμηνευθεί σαν αναφερόμενος σε ολόκληρη την επικράτεια όταν πρόκειται για λόγο «δημόσιας ασφάλειας» (Βλ. Πρ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, Β΄, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2005 (2η έκδ.), σ. 995 επ., Β. Βενιζέλου, Συναθροίσεις και πανδημία, Τα Νέα 17/11, Χ. Ανθόπουλου, Η γενική απαγόρευση των δημόσιων συναθροίσεων, Θέμα 17/11 και Constitutionalism.gr, 17/11, Λ. Παπαδοπούλου, Δήλωση στo KEDENEWS.gr, 17/11, Αν.  Παυλόπουλου, Η γενική απαγόρευση συναθροίσεων ως ζήτημα ερμηνείας του Συντάγματος, Constitutionalism.gr, 17/11).

Δ. Ακόμη και έτσι όμως, ακόμη δηλαδή και αν δεχθούμε ότι παρεισάγεται ένα είδος αναστολής του δικαιώματος χωρίς προσφυγή στο άρθρο 48 (προοπτική πάντως που αποκρούουν εντόνως, από θέση αρχής, οι Σβώλος/Βλάχος, Το Σύνταγμα της Ελλάδος, Β΄, Αθήνα 1955, σελ. 228), πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής:

α. Κατ’αρχάς, μου φαίνεται πολύ παράξενο το ότι ο νομοθέτης, ο οποίος πριν από λίγους μήνες ψήφισε ειδικό νόμο για τις συναθροίσεις (4703/2020),  όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω, δεν  προέβλεψε τίποτε ως προς μια τέτοια «γενική» εφαρμογή της απαγόρευσης, για λόγους «δημόσιας ασφάλειας». Ούτε βέβαια ανέθεσε την αρμοδιότητα οποιασδήποτε σχετικής με τις συναθροίσεις απόφασης στον Αρχηγό της Αστυνομίας. Όλες οι προβλεπόμενες περιπτώσεις απαγόρευσης αφορούν συναθροίσεις σε ορισμένο τόπο (που μπορεί να είναι είτε «γενικώς» προσδιορισμένος -πχ ένας δήμος ή ένας νομός- για λόγους «δημόσιας ασφάλειας», είτε ειδικώς προσδιορισμένος –πχ μια πλατεία- για λόγους «σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής». Οι δε σχετικές αποφάσεις Της αστυνομικής αρχής λαμβάνονται επίσης πάντα σε τοπικό επίπεδο, που μπορεί να φθάνει μέχρι έναν περιφερειακό διευθυντή.

Τι συνέβη λοιπόν; Είχε πλήρη άγνοια ο νομοθέτης για το τι λέει το Σύνταγμα; Προφανώς όχι. Απλώς όλοι –ακόμη και οι σκληροί οπαδοί του «νόμος και τάξη»- γνώριζαν ή έστω συναισθάνονταν την συνταγματική προβληματικότητα μιας τέτοιας γενικής απαγόρευσης και δεν την διανοούνταν καν. Και δεν αντέχω βέβαια στον πειρασμό να ρωτήσω: που ήταν οι υπεραμυνόμενοι σήμερα της άποψης περί συνταγματικότητας της γενικής προληπτικής απαγόρευσης, από τον χώρο της θεωρίας, όταν ψηφίζονταν οι σχετικές διατάξεις; Δεν βρέθηκε κανείς, παρότι είχε προηγηθεί το πρώτο στάδιο της πανδημίας, να επισημάνει την ανάγκη –ή να απορήσει, έστω, για  την «παράλειψη»– της εναρμόνισης του νόμου με το Σύνταγμα όταν συντρέχει λόγος «δημόσιας ασφάλειας»;

β. Στο σημείο αυτό, πάντως, θέλω να επισημάνω ότι ούτως ή άλλως θεωρώ παρατραβηγμένη και την άποψη ότι η «δημόσια υγεία» μπορεί να ενταχθεί στην «δημόσια ασφάλεια», με βάση το Σύνταγμά μας τουλάχιστον. Και τούτο διότι όπου το Σύνταγμα θέλησε να περιλάβει την δημόσια υγεία στους ειδικούς περιορισμούς, το έκανε ρητά, όπως πχ στην ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 5 παρ. 4 και στο άρθρο 22 παρ. 4. Άρα κάθε περαιτέρω διασταλτική ερμηνεία, για την χρήση της σαν ειδικού περιορισμού, μέσω της δημόσιας ασφάλειας, μοιάζει να είναι οψιγενής και «από το παράθυρο». Πολλώ δε μάλλον όταν καμία τέτοια σύνδεση  δεν γνωρίζω να έγινε κατά το πρώτο στάδιο της πανδημίας, όταν όλοι σχεδόν συμφωνούσαμε ότι σε όσα δικαιώματα δεν αναφέρεται ρητά η «δημόσια υγεία», ως ειδικός περιορισμός, είναι θεμιτό να θεωρηθεί ως καλυπτόμενη από  τουλάχιστον γενικούς περιορισμούς («δημόσιο συμφέρον» και «δικαιώματα των άλλων»). Χαρακτηριστική άλλωστε στο σημείο αυτό είναι και η προσωρινή διαταγή της Προέδρου του ΣτΕ Ειρ. Σαρπ (Απορρίπτουμε… διότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι δημόσιου συμφέροντος που αφορούν την προστασία της δημόσιας υγείας…), η οποία βέβαια εκδόθηκε υπό το πρίσμα του άρθρου 52 του πδ 18/1989, όπως ισχύει, και δεν  σημαίνει ότι η επίμαχη απόφαση κρίθηκε συνταγματική, όπως έσπευσαν μερικοί να πανηγυρίσουν…

γ. Αποκρουστέα επίσης, είναι κατά την άποψή μου, είναι και η άποψη ότι η «δημόσια υγεία» μπορεί να παρεισαχθεί σαν ειδικός περιορισμός μέσω της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που υποστηρίζει ο Β. Βενιζέλος (Τα Νέα, 17/11). Θεωρώ ότι μια τέτοια ευκαιριακή προσέγγιση ανοίγει μια επικίνδυνη κερκόπορτα για να δεχθούμε και γενικότερα την ερμηνεία του Συντάγματος μέσω της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, η οποία ενέχει τεράστιους κινδύνους για μια επιλεκτική σχετικοποίηση της προστασίας που παρέχουν τα συνταγματικά μας δικαιώματα. Και τούτο διότι είναι γνωστό ότι αυτά τα δικαιώματα, σχεδόν στο σύνολό τους, παρέχουν πληρέστερη προστασία από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση, η οποία, ως προϊόν ποικίλων συμβιβασμών μεταξύ χωρών διαφορετικών ταχυτήτων, σε σχέση με την προστασία του κράτους δικαίου, περιλαμβάνει ευλόγως πολύ περισσότερους ειδικούς περιορισμούς. Κατά συνέπειαν, θα ήταν νομίζω μέγα λάθος να θεωρήσουμε αυτούς τους επιπλέον περιορισμούς σαν εξ ορισμού ισχύοντες και για την ερμηνεία του δικού μας Συντάγματος, αποδεχόμενοι τόσο την ερμηνευτική υποβάθμισή του  –δεδομένου ότι η ΕΣΔΑ είναι υποσυνταγματικής ισχύος– όσο και τον άκριτο πολλαπλασιασμό των δυνατοτήτων για απίσχναση της προστασίας τους…

(Είναι άλλο ζήτημα βέβαια το να επικαλούμαστε την ΕΣΔΑ για τα ελάχιστα εκείνα συνταγματικά δικαιώματα των οποίων η προστασία υστερεί σε σχέση με την παρεχόμενη από αυτήν (χάρη στην νομολογία του ΕΔΔΑ), όπως συμβαίνει πχ με την εν πολλοίς «ελληνοχριστιανική» –νομοθετική, διοικητική και νομολογιακή– ανάγνωση των σχετικά με την θρησκευτική ελευθερία διατάξεων…).

3. Η ΠΑΡΑΔΟΞΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΜΕΣΩ ΜΙΑΣ ΠΡΑΞΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ 

Ως προς την επίκληση της ως άνω Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, αντιθέτως, πρέπει να δεχθούμε, κατ’αρχήν, ότι αυτή πράγματι παρέχει μια κάποια νομική βάση στην επίμαχη Απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας. Ωστόσο αυτό από μόνο του προφανώς και δεν αρκεί για να χαρακτηρισθεί η συγκεκριμένη Απόφαση σύμφωνη με το Σύνταγμα.

Α. Εν πρώτοις, δεν νοείται ερμηνεία του Συντάγματος μέσω μιας ΠΝΠ, όπως κατ’ουσίαν προτείνει, μεταξύ άλλων, και ο Ν. Αλιβιζάτος («Καθημερινή, 16/11), ο οποίος, αφού εξέφρασε «την έκπληξή του για την ευκολία με την οποία, υπό τις σημερινές ειδικά συνθήκες, ορισμένοι συνάδελφοι, αλλά και δικαστικοί λειτουργοί,  έσπευσαν να χαρακτηρίσουν την συγκεκριμένη απαγόρευση αντισυνταγματική», προέβαλε τα εξής επιχειρήματα υπέρ της συνταγματικότητας της επίμαχης Απόφασης: «1) Τη δυνατότητα απαγόρευσης δημόσιων συναθροίσεων σε ορισμένη περιοχή ή ακόμη και σε ολόκληρη τη χώρα, εξ αιτίας της τρέχουσας πανδημίας, επιτρέπει ρητά η πράξη νομοθετικού περιεχομένου του περασμένου Μαρτίου, την οποία έχει από καιρό κυρώσει η Βουλή (άρθρο 68§2 ν. 4683/2020). Αρκεί να έχει διατυπώσει γνώμη η Εθνική Επιτροπή Δημόσιας Υγείας. 2) Εν προκειμένω, εξ όσων πληροφορούμαι, η Εθνική Επιτροπή έχει διατυπώσει γνώμη, και μάλιστα ομόφωνη. 3) Εξ όσων γνωρίζω, εξ άλλου, κανένα δικαστήριο δεν έχει κηρύξει την ανωτέρω διάταξη αντισυνταγματική» (στο ίδιος μήκος κύματος και οι δηλώσεις του Αντ. Μανιτάκη σε ραδιοτηλεοπτικά μέσα).

Από τα επιχειρήματα αυτά το δεύτερο δεν ισχύει, όπως θα δούμε παρακάτω. Τα δε άλλα δύο είναι κατά την άποψή μου τόσο απλουστευτικά, που αν τα προεκτείνουμε θα επιστρέψουμε στην παρωχημένη θεωρία του «τεκμηρίου συνταγματικότητας», το οποίο βέβαια καθιστά εντελώς περιττή κάθε κριτική συνεισφορά της θεωρίας στην συνταγματική αξιολόγηση αμφιλεγόμενων ρυθμίσεων: αρκεί να υπάρχει ένας οποιοσδήποτε νόμος που τις περιλαμβάνει και να μην έχουν κηρυχθεί έως τώρα αντισυνταγματικές από ένα Δικαστήριο… Πολλώ δε μάλλον, με την ίδια λογική, δεν νοείται κριτική περί αντισυνταγματικότητας, αν ένα Δικαστήριο έχει κρίνει την υπό κρίσιν ρύθμιση σύμφωνη με το Σύνταγμα…

Κατόπιν λοιπόν των ανωτέρω δικαιούμαι λοιπόν και εγώ, παραφράζοντας την δήλωσή του, να του επιστρέψω την «έκπληξη», για την ευκολία με την οποία χαρακτηρίζει την συγκεκριμένη απαγόρευση αντισυνταγματική.

Β. Ωστόσο, αν κανείς απορρίπτει μια τέτοια αυτοκατάργηση της θεωρίας, δεν είναι δυνατόν να μην προβληματίζεται, τουλάχιστον, ως προς το ότι  μέσω της ΠΝΠ επιχειρείται μια ιδιότυπη ερμηνευτική στρέβλωση του Συντάγματος, ώστε να πολλαπλασιάζονται κατά το δοκούν οι περιπτώσεις αναστολής των δικαιωμάτων μέσω της επίκλησης γενικών περιορισμών τους, όπως το «δημόσιο συμφέρον» και «τα δικαιώματα των άλλων» (στα οποία όντως εντάσσεται η «δημόσια υγεία»).

Σε κάθε δε περίπτωση, είναι δύσκολο να αγνοηθεί ή να παραγνωρισθεί το ότι τον Ιούλιο του 2020, δηλ. σχεδόν τέσσερις μήνες περίπου μετά από την έκδοση της ως άνω ΠΝΠ, έχει ψηφισθεί ειδικός νόμος για τις συναθροίσεις (ο ν. 4703/2020), ο οποίος –παρότι ακολούθησε, ένα μήνα μετά, και το σχετικό ΠΔ 73/2020– δεν περιέχει καμία ανάλογη πρόβλεψη,  που να δείχνει ότι θεωρεί θεμιτή μια τέτοια γενική προληπτική απαγόρευση, ειδικά για λόγους προστασίας της «δημόσιας υγείας» (πρβλ. Δ. Χριστόπουλου, Η απάντηση είναι ο νόμος, Εφημερίδα Συντακτών, 16.11.2020).

Προς επίρρωση, μάλιστα, αυτής της προσέγγισης, που είναι άκρως αποκαλυπτική, όπως είδαμε και γενικότερα,  για το πώς αντιλαμβάνεται τις διατάξεις του άρθρου 11 Σ ο νομοθέτης, εκδόθηκε πριν από λίγες μέρες (6/11, και τροποποιήθηκε στις 10/11) μια Κοινή Υπουργική Απόφαση, η οποία προέβλεψε μεν την απαγόρευση κάποιων συγκεντρώσεων, πλην όμως «με την επιφύλαξη των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων του άρθρου 11 του Συντάγματος και του ν. 4703/2020». Στην Απόφαση δε αυτήν γίνεται ρητή αναφορά στην «από 4.11.2020 εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19». Πρόκειται  όμως για την ίδια εισήγηση, την οποία λίγες μέρες μετά μνημονεύει, παραπλανητικά,  και η απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, σαν «γνώμη» της Επιτροπής, προκειμένου να την εμφανίσει σαν ad hoc δικαιολόγηση της πρόσφατης  απόφασής του (όπως επιτάσσει το άρθρο 68 παρ. 2 της ΠΝΠ) και όχι της ΚΥΑ  της 6/11, όπως ισχύει στην πραγματικότητα.

Η επίκληση αυτή, βέβαια, καταλήγει σε ένα προφανές άτοπο: η ίδια εισήγηση της Επιτροπής εμφανίζεται από μεν την ΚΥΑ ορθά, ως δικαιολογητική βάση της εξαίρεσης των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων από τις απαγορεύσεις λόγω Covid 19 από δε την Απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, ψευδώς και εικονικά, σαν επί τούτω θεμελίωση της γενικής προληπτικής απαγόρευσης των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων…

4. Η ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

Πέραν πάντως όλων των ανωτέρω, η επίμαχη Απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας παραβιάζει εμφανώς και την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να είχαν αναζητηθεί όλοι οι πρόσφοροι δυνατοί τρόποι για την μερική και συμβολική έστω άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, προκειμένου να επιτευχθεί μια στοιχειώδης έστω εξισορρόπησή της προστασίας του με την προστασία του δικαιώματος στην ζωή και την υγεία. Χαρακτηριστική άλλωστε, στο σημείο αυτό, είναι η σχετική νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, η οποία θεώρησε υπέρμετρους, με βάση την αρχή της αναλογικότητας, ανάλογους απόλυτους περιορισμούς του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, επισημαίνοντας σε όλους τους τόνους την ανάγκη πολλαπλών και προσεκτικών σταθμίσεων (βλ. Holger Hestermeyer,  Coronavirus Lockdown-Measures before the German Constitutional Court, ConstitutionNet 30 April).

Είναι πχ απορίας άξιον γιατί δεν υπήρξε ούτε καν η στοιχειώδης ευελιξία ώστε να αξιοποιηθεί η ρητή δέσμευση τόσο του ΣΥΡΙΖΑ, ότι δεν θα συμμετάσχει σε πορεία – επιλέγοντας να καταθέσει, με ολιγομελή αντιπροσωπία, στεφάνι στο ΕΑΤ ΕΣΑ– όσο και του ΜΕΡΑ 25 ότι θα αρκεσθεί σε κατάθεση στεφάνων και σε συμμετοχή στον εορτασμό εννέα μόλις στελεχών του. Εάν για παράδειγμα υπήρχε μια νέα ΠΝΠ, που θα περιόριζε τον αριθμό των δυναμένων να μετάσχουν στην πορεία σε εκατό εκπροσώπους κομμάτων και φορέων –πολλώ δε μάλλον αν επιλεγόταν αυτό να συνδυασθεί με την κατάθεση στεφάνων από τους αρχηγούς των κομμάτων, με επικεφαλής την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως πρότεινε, έστω εκ των υστέρων, ο Πρωθυπουργός– είναι βέβαιο ότι δεν θα εκδηλώνονταν οι έντονες διαμαρτυρίες και αντιπαραθέσεις που επακολούθησαν, ενώ και το ΚΚΕ κατά πάσαν πιθανότητα  θα έκανε πίσω.

Σε κάθε περίπτωση, ελπίζω και εύχομαι σήμερα (17/11) να επιδειχθεί  σοβαρή και υπεύθυνη στάση, αφ’ενός μεν από όλα τα κόμματα της Αριστεράς που συνυπέγραψαν τις σχετικές διαμαρτυρίες, ώστε  εν τέλει να εφαρμοσθεί de facto η αρχή της αναλογικότητας, με περιορισμένο (αλλά πάντως μεγαλύτερο των τριών…) αριθμό συμμετεχόντων στους εορτασμούς της επετείου, αφ’ετέρου δε από την κυβέρνηση, η οποία οφείλει να συνειδητοποιήσει το άτοπο και ανεφάρμοστο των επιλογών της και να μην καταφύγει σε μέτρα καταστολής εναντίον κομμάτων τα οποία, να μην το ξεχνούμε, δεν αποτελούν περιθωριακές και γραφικές πολιτικές δυνάμεις αλλά εκπροσωπούν, αθροιστικά, αρκετά μεγαλύτερο ποσοστό πολιτών από την κυβερνώσα ΝΔ…

*****

Θα ήθελα, κλείνοντας, να επισημάνω με έμφαση ότι, παρόλα ταύτα, ουδόλως δικαιολογούνται, κατά την άποψή μου, χαρακτηρισμοί που ακούσθηκαν μετά την έκδοση της επίμαχης Απόφασης. Τα περί «χούντας», «πραξικοπήματος»,  «πρακτικών άλλων εποχών» κλπ είναι απλώς παρωχημένες και υπερβολικές συνθηματολογίες, εντελώς αταίριαστες με την σημερινή πραγματικότητα. Πολλώ δε μάλλον όταν είναι γνωστές οι πολλαπλές πιέσεις  που δέχεται η σημερινή Κυβέρνηση αλλά και  οι αγωνίες της λόγω της κρισιμότητας των στιγμών. Ως εκ τούτου, προσωπικά θεωρώ ότι ναι μεν είναι θεμιτές και εύλογες οι προσπάθειές της να περιορίσει τις εκδηλώσεις για την επέτειο του Πολυτεχνείου στο ελάχιστο δυνατό –συμβολικό– επίπεδο πλην όμως αυτό δεν την απαλλάσσει από τις βαριές ευθύνες της για τον τρόπο με τον οποίο το επιδίωξε, αφ’ενός μεν επιλέγοντας πρόχειρες, σπασμωδικές και μάλλον προκλητικές λύσεις, με έκδηλα συνταγματικά προβλήματα, αφ’ετέρου δε  υποτιμώντας –για μια ακόμη φορά– την ανάγκη υπεύθυνου και εποικοδομητικού διαλόγου με κόμματα και φορείς, στην κατεύθυνση μιας εθνικής συνεννόησης για την αναζήτηση ορισμένων κρίσιμων, και τόσο αναγκαίων σήμερα, κοινών τόπων…

Άρθρο στο Constitutionalism.gr, 17.11.2020

Sliding Sidebar

Επιπλέον Άρθρα