Το υπό συζήτηση νομοσχέδιο της κυβέρνησης για το δικαίωμα του συνέρχεσθαι επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά την μόνιμη παθογένεια που χαρακτηρίζει το πολιτικό μας σκηνικό την τελευταία δεκαετία: την αδυναμία των πολιτικών κομμάτων, και ιδίως των δύο μεγάλων, να βρουν κοινά σημεία ακόμη και σε σημαντικά θεσμικά ζητήματα, η ρύθμιση των οποίων εκκρεμεί εδώ και πολλά χρόνια.
Το χειρότερο δε είναι ότι η αδυναμία αυτή συνδέεται άρρηκτα όχι μόνον με μια συνεχή διάψευση των προεκλογικών εξαγγελιών για την αναζήτηση συναινετικών λύσεων αλλά και με την εύκολη προσχώρηση των εκάστοτε κυβερνήσεων σε αντισυνταγματικές λύσεις, κάθε φορά που κρίνουν ότι έτσι εξυπηρετείται πιο εύκολα η διχαστική τους λογική.
Αυτό ακριβώς συνέβη και με το την ρύθμιση για τις συναθροίσεις, παρά το ότι, μάλιστα, υπήρχε ένα σχέδιο, καταρτισθέν από τον δήμο Αθηναίων σε ανύποπτο χρόνο, το οποίο μπορούσε να αποτελέσει μια στοιχειωδώς αποδεκτή βάση συζήτησης. Η κυβέρνηση βέβαια το επικαλέσθηκε. Πλην όμως εντελώς υποκριτικά, διότι παρεισήγαγε εντέχνως μια σειρά προβληματικών και εν πολλοίς αντισυνταγματικών διατάξεων, που εν τέλει το αλλοίωναν πλήρως, υποτάσσοντάς το σε μια αυταρχική και πατερναλιστική λογική, η οποία διόλου δεν συνάδει με μια σύγχρονη ανοιχτή και δημοκρατική κοινωνία.
Α. Ας ξεκινήσουμε από τα αυτονόητα:
α. Έπρεπε να γίνει νομοθετική ρύθμιση του συνέρχεσθαι; Ασφαλώς και έπρεπε. Και κακώς δεν την έκαναν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, που ανέχθηκαν την παράταση της ισχύος, επί τόσα χρόνια, ενός (κολοβωμένου) χουντικού νομοθετικού διατάγματος. Πολλώ δε μάλλον όταν το συγκεκριμένο δικαίωμα παρουσιάζει αρκετές ιδιοτυπίες, που πηγάζουν από τον δισυπόστατο χαρακτήρα του, καθώς πρόκειται για ένα δικαίωμα που είναι μεν ατομικό αλλά ταυτόχρονα αφ’ενός μεν αποτελεί την αναγκαία βιόσφαιρα για την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων και αφ’ετέρου «διαμεσολαβεί» για την πραγμάτωση των κοινωνικών δικαιωμάτων.
β. Είναι ύποπτο το ότι η ρύθμιση γίνεται τώρα; Πολιτικά μπορεί έχει ο καθένα την άποψή του αλλά από συνταγματική άποψη αυτό είναι παγερά αδιάφορο: η θεσμική πολιτική δεν ασκείται σε συνθήκες θερμοκηπίου αλλά με βάση την ζέουσα και διαρκώς εξελισσόμενη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα.
γ. Πρέπει να προβλέπονται κάποιοι περιορισμοί στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι, με κριτήριο τον όγκο των συμμετεχόντων στην συνάθροιση; Προφανώς και πρέπει να προβλέπονται, προεχόντως διότι το δικαίωμα του συνέρχεσθαι είναι από την φύση του έντονα συγκρουσιακό, τόσο απέναντι στην ελευθερία της κίνησης όσο και απέναντι στην οικονομική ελευθερία. Η πάγια δε μέθοδος που έχει διαπλάσει η θεωρία και η νομολογία, για την επίλυση των αναφυόμενων συγκρούσεων, είναι η «στάθμιση», μέσω της οποίας επιδιώκεται η πρακτική εναρμόνιση και η ισόρροπη κατά το δυνατόν ικανοποίηση όλων των ανωτέρω –και εξ ορισμού ισότιμων– συνταγματικών δικαιωμάτων. Με βάση λοιπόν μια τέτοια στάθμιση, είναι εύλογο να μην κλείνει το κέντρο της Αθήνας για διαδηλώσεις 50 και 100 ατόμων, την στιγμή που είναι εφικτό να διαδηλώνουν χωρίς να επηρεάζουν την άσκηση των άλλων προαναφερθέντων δικαιωμάτων. Θα προσέθετα, δε, ότι είναι επίσης εύλογο να μην κλείνει –παρά μόνο συμβολικά και για μικρό διάστημα– ένα εθνικό οδικό δίκτυο (πολλώ δε μάλλον όταν η «συνάθροιση» αφορά μερικές δεκάδες ή εκατοντάδες τρακτέρ, χωρίς τους οδηγούς τους, όπως συνέβη επανειλημμένα…).
Ωστόσο στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι στην σχετική ρητορεία της κυβέρνησης περίσσεψε η υποκρισία, διότι τέτοιοι περιορισμοί ισχύουν ήδη από το 2013 (με το ΠΔ 120/2013) αλλά δεν εφαρμόσθηκαν ποτέ έως τώρα. Αντίθετα, η εικόνα που δίνει τελευταία η αστυνομία είναι ότι προσπαθεί να ταλαιπωρεί όσο το δυνατόν περισσότερο τους πολίτες του κέντρου, ακόμη και για μικρές διαδηλώσεις, σαν να θέλει να προκαλέσει αγανάκτηση κατά της άσκησης του δικαιώματος εν γένει…
Β. Τα δύο μεγάλα συνταγματικά προβλήματα
Πέρα όμως από τα αυτονόητα, εκεί που πρέπει να σταθούμε πλέον, μετά τις κάποιες βελτιώσεις του νομοσχεδίου, είναι δύο διάτρητες νομοθετικές προτάσεις, που είναι ταυτόχρονα αντιδημοκρατικές και αντισυνταγματικές:
α. Το κύριο χαρακτηριστικό της συνταγματικής προστασίας των συναθροίσεων (υπό τον όρο βέβαια ότι θα είναι «ήσυχες» και «άοπλες») είναι ότι δεν προβλέπεται προηγούμενη άδεια, ούτε από διοικητικές (αστυνομικές) ούτε από δικαστικές αρχές. Κατά συνέπειαν, ο νόμος δεν μπορεί ούτε να καθιερώσει αλλά ούτε και να παρεισαγάγει μια τέτοια άδεια. Υπό αυτό το πρίσμα, ακόμη και αν γίνει κατ’οικονομίαν ανεκτή η προηγούμενη «γνωστοποίηση» προς τις αρχές –ώστε να υπάρχει μια ενημέρωση τόσο της αστυνομίας όσο και των πολιτών, προκειμένου να λάβουν τα μέτρα τους– αυτή η γνωστοποίηση δεν νοείται να καταστεί υποκατάστατο της προηγούμενης άδειας, όπως συμβαίνει με το νομοσχέδιο. Διότι τι άλλο μπορεί να σημαίνει το ότι η έλλειψη γνωστοποίησης αποτελεί αυτοτελώς λόγο διάλυσης μιας κανονικά προγραμματισμένης συνάθροισης; Όσο δε για τις «αυθόρμητες» συναθροίσεις, ευτυχώς αποσύρθηκε, μετά από την γενική πολιτική και επιστημονική κατακραυγή, η εξάρτηση της πραγμάτωσής τους από την διακριτική ευχέρεια της αστυνομικής αρχής, που σήμαινε –ευθέως πλέον – παροχή άδειας…
β. Το δεύτερο κρίσιμο πρόβλημα είναι η «αντικειμενική ευθύνη» (αστική και ποινική) που εισάγεται για τους οργανωτές των συναθροίσεων, ως προς τυχόν παρεκτροπές –σε σχέση με την περιουσία και την ζωή πολιτών– που θα παρατηρηθούν κατά την διάρκειά τους. Ακόμη και μετά τις –ανώδυνες εν τέλει– νομοτεχνικές αλλαγές που επήλθαν στην σχετική διατύπωση, μια τέτοια ευθύνη είναι αδιανόητη σε ένα κράτος δικαίου, όχι μόνον διότι αντιστρέφει το βάρος της αποδείξεως ως προς τον καταλογισμό ευθυνών –εισάγοντας, κατ’ουσίαν, ένα σχεδόν αμάχητο τεκμήριο ενοχής των οργανωτών– αλλά και διότι κινείται ερήμην της πραγματικότητας τω σύγχρονων διαδηλώσεων. Αν αποφασίσει μια ομάδα ενεργών πολιτών να απευθύνει πρόσκληση μέσω του διαδικτύου για την διοργάνωση μιας «δημόσιας υπαίθριας» (δηλαδή όχι «αυθόρμητης» ή «έκτακτης») συνάθροισης και γνωστοποιήσει στην αστυνομική αρχή την πρόθεσή της, πως είναι δυνατόν να «ορίσει επαρκή αριθμό ατόμων, τα οποία παρέχουν συνδρομή στην περιφρούρηση της συνάθροισης», όπως προβλέπει το νομοσχέδιο, όταν δεν γνωρίζει ούτε το πόσοι ούτε το ποιοι θα συμμετάσχουν; Κατ’επέκτασιν, θα τολμήσουν να οργανώσουν μια τέτοια συνάθροιση, υπό την δαμόκλειο σπάθη του καταλογισμού αστικών και ποινικών ευθυνών για οτιδήποτε συμβεί κατά την διάρκειά τους;
Αυτό μάλιστα ισχύει, πολλώ μάλλον, για τους οργανωτές «αυθόρμητων» συναθροίσεων, για τους οποίους ισχύει «αναλογικά» ένας τέτοιος καταλογισμός ευθυνών. Θα τολμήσει κανείς να αναλάβει οργανωτής, όπως προβλέπει το νομοσχέδιο, όταν η αστυνομία μπορεί να τον περιμένει στην γωνία για να του «φορτώσει» οτιδήποτε παράνομο προκύψει;
Γ. …και οι ευθύνες της αξιωματικής αντιπολίτευσης
Υπάρχουν βέβαια και άλλα σημεία του νομοσχεδίου, όπως έχει διαμορφωθεί, που είναι ανοιχτά σε κριτική. Μετά όμως από την απόσυρση του «ιδιωνύμου», για συμμετοχή σε «παράνομη» συνάθροιση, η προβληματικότητά τους είναι μάλλον ήσσονος σημασία και δεν θα επεκταθώ (αρκούμενος απλώς στην παρατήρηση ότι η εμπλοκή της δικαιοσύνης, όπως προβλέπεται πλέον μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν, μάλλον δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα επιλύει).
Ωστόσο πριν κλείσω δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι τεράστιες ευθύνες, για την ποιότητα του σχετικού διαλόγου που αναπτύχθηκε, έχει και η αξιωματική αντιπολίτευση. Σε αντίθεση με το ΚΙΝΑΛ, που έκανε προτάσεις και επέτυχε αλλαγές –αλλά θα είναι βαρύτατα εκτεθειμένο αν ψηφίσει το νομοσχέδιο αν παραμείνουν τα δύο εναπομείναντα μείζονα συνταγματικά προβλήματα που προανέφερα– η στάση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ελάχιστα εποικοδομητική. Αν εξαιρέσουμε κάποιες ελάχιστες νηφάλιες προσεγγίσεις, κυριάρχησε ένας άκριτος και άκρατος «δικαιωματισμός», με πλήρη υποτίμηση της κοινωνικής και δημοκρατικής ευθύνης και με υψηλότατους καταγγελτικούς τόνους («χούντα» κλπ), που δυστυχώς αποκαλύπτουν, για μια ακόμη φορά, πολιτική ανωριμότητα και «συνταγματικό λαϊκισμό». Θέλω να πιστεύω ότι έστω και την τελευταία στιγμή η αξιωματική αντιπολίτευση θα ανακρούσει πρύμναν, θα εγκαταλείψει επιτέλους τον πολιτικό παλαιοημερολογητισμό του (που άρχισε πάλι να μοιάζει με αυτόν του ΚΚΕ) και θα ενώσει στην Ολομέλεια τις δυνάμεις της με το ΚΙΝΑΛ, προκειμένου να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια να οδηγηθεί η κυβέρνηση στην απόσυρση και των δύο τελευταίων εντόνως προβληματικών σημείων, που υπονομεύουν πράγματι, κατά τα προαναφερθέντα, την συνταγματική άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι.
Άρθρο στο Constitutionalism.gr, 9.7.2020