Τα συγκλονιστικά γεγονότα, που διαδραματίσθηκαν στο Καπιτώλιο, κατέστησαν σαφές ότι το μείζον πρόβλημα στις ΗΠΑ είναι πλέον η θεαματική και εξαιρετικά απειλητική άνοδος της ακροδεξιάς. Όχι η άνοδος του «λαϊκισμού», γενικά και αόριστα, αλλά η άνοδος ενός συγκεκριμένου πολιτικού ρεύματος με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: την αντίθεση στο κράτος δικαίου και στα ατομικά δικαιώματα, τον εθνικισμό, τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, τον κοινωνικό ρατσισμό, την εχθροπάθεια και την άρνηση της διαφορετικότητας. Στοιχείο βέβαια αυτής της ακροδεξιάς είναι και ο λαϊκισμός. Όχι όμως με την παρεφθαρμένη έννοια που χρησιμοποιούν οι οπαδοί ενός καθεστωτικού πολιτικού καθωσπρεπισμού –για να τσουβαλιάσουν άκριτα κάθε παθογένεια του πολιτικού συστήματος αλλά και για να απαξιώσουν κάθε εκδήλωση ριζικής πολιτικής αμφισβήτησης– αλλά υπό την έννοια της καλλιέργειας της ψευδαίσθησης ότι ο λαός μπορεί να ασκεί την κυριαρχία του κατά το δοκούν, χωρίς να περιορίζεται ούτε από το Σύνταγμα ούτε από τους νόμους. Με αυτήν την ορολογική του οριοθέτηση, ο λαϊκισμός συνδέεται άρρηκτα τόσο με τον αρχηγισμό των ακροδεξιών ηγετών –που θεωρούν τον εαυτό τους προνομιακό διαμεσολαβητή για την εγκοίτωση, δηλαδή επί της ουσίας την χειραγώγηση, της λαϊκής θέλησης– όσο και με τον εθνικισμό (εξ ού και ο όρος «εθνολαϊκισμός»).
Πως λοιπόν κατάφερε μια τέτοια ακροδεξιά να καταλάβει την εξουσία –έστω και για μια, ευτυχώς, τετραετία– αλλά και να γελοιοποιήσει την μόνη, ακόμη, υπερδύναμη, στα μάτια όλου του κόσμου; Η απάντηση είναι απλή: εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο πρώτον τις χρόνιες θεσμικές ρωγμές και δυσλειτουργίες του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ, ιδίως στο πεδίο των εκλογικών θεσμών και της δημοκρατικής του νομιμοποίησης, και δεύτερον την εγκατάλειψη ή έστω την υποτίμηση, από τις καθεστωτικές δυνάμεις των Δημοκρατικών, των πλέον αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, ιδίως των μη ανεπτυγμένων οικονομικά Πολιτειών, που έγιναν, λόγω της κρίσης, εύκολη λεία στην ακροδεξιά και συχνά φασίζουσα ρητορεία του Τράμπ (όπως έγινε, άλλωστε, και στην Ευρώπη του μεσοπολέμου). Επειδή δε ο ίδιος κίνδυνος ταλανίζει, εδώ και χρόνια, και την Ευρώπη αλλά και επειδή οι εν γένει απειλές για την Δημοκρατία αυξάνονται συνεχώς στον σημερινό περίπλοκο και διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο, το ερώτημα που τίθεται πλέον επιτακτικά σε αμφότερες τις πλευρές του Ατλαντικού, είναι το ακόλουθο:
Θα αναλάβουν επιτέλους, μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Μπάιντεν, τις αναγκαίες πρωτοβουλίες για να οργανωθεί ξανά ένα κοινό μέτωπο υπεράσπισης των θεμελιωδών αξιών πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η μεταπολεμική πολιτική και συνταγματική πραγματικότητα; Και ειδικότερα: Θα αποτολμήσουν, στο νέο διαβρωτικό τοπίο της παγκοσμιοποίησης και των συνεχών κρίσεων, την περαιτέρω εμβάθυνση και βελτίωση της Δημοκρατίας, ενισχύοντας τους συμμετοχικούς και δικαιοκρατικούς θεσμούς, περιορίζοντας δραστικά την ασυδοσία των αγορών και καταπολεμώντας αποφασιστικά τις κοινωνικές ανισότητες;
Η απάντηση στο ερώτημα είναι φανερό ότι επείγει. Ίσως δε να αποδειχθεί το σημαντικότερο στοίχημα της εποχής μας…
*Άρθρο στα «Νέα Σαββατοκύριακο», 9.1.2020