Μετά τα Συνέδρια τί; ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ απέναντι στις προκλήσεις των καιρών

Είναι αναμφισβήτητο ότι η ολοκλήρωση των συνεδριακών διαδικασιών των δύο μεγαλύτερων κομμάτων της αντιπολίτευσης διαμόρφωσε ένα νέο τοπίο στην πολιτική μας ζωή. Τα δύο Συνέδρια επισφράγισαν πρώτον την ευρεία πολιτική νομιμοποίηση των δύο αρχηγών στο εσωτερικό των κομμάτων τους και δεύτερον την ανανέωση και την αναδιάταξη του  στελεχιακού δυναμικού τους. Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα που αιωρούνταν πριν από τα Συνέδρια παραμένει εν τέλει, παρά τις όποιες σχετικές συζητήσεις, αναπάντητο: ποια πρέπει να είναι η πραγματική ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα αυτών των κομμάτων και πως πρέπει να κινηθούν από δω και πέρα, ώστε αφ’ενός να αμφισβητήσουν την –ανθεκτική έως τώρα– ηγεμονία του κυβερνώντος κεντροδεξιού κόμματος και αφ’ετέρου να διεκδικήσουν με πειστικό τρόπο την εξουσία;

Θα διατυπώσω ευθύς εξ αρχής την άποψή μου και θα προσπαθήσω να την αιτιολογήσω.

Τα δύο αυτά κόμματα –παρά τις τραυματικές εμπειρίες της σχέσης τους και τις όποιες αντίθετες δηλώσεις διάφορων στελεχών τους– κινούνται, εκ των πραγμάτων, στον ίδιο πολιτικό χώρο (δηλαδή στον «προοδευτικό χώρο» ή, με όρους πολιτικής γεωγραφίας, στον χώρο της «κεντροαριστεράς»). Για το θέμα αυτό, άλλωστε, δεν χρειάζεται καν ιδιαίτερη επιχειρηματολογία. Το υποδηλώνει πέραν πάσης αμφισβητήσεως το ίδιο το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, καλώντας και τα δύο στις συνόδους του, το μεν ένα ως τακτικό μέλος το δε δεύτερο ως παρατηρητή…

 Ωστόσο, το καθένα από αυτά έχει τις δικές του ιστορικές καταβολές και την δική του φυσιογνωμία, σε επίπεδο αξιακών και πολιτικών ιεραρχήσεων. Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι να διεκδικήσουν, το καθένα για λογαριασμό του, το σύνολο αυτού του χώρου (αποκλείοντας το ένα το άλλο), αλλά να αποτελέσουν δύο διακριτές πλην συμπληρωματικές συνιστώσες του, συμβάλλοντας στην πολυσυλλεκτική διεύρυνση της επιρροής του και εν τέλει στην πολιτική επικράτησή του.

Προϋπόθεση όμως γι’αυτό, είναι να αποτολμήσουν, έστω και μετά την χαμένη ευκαιρία των Συνεδρίων τους, μια εσωτερική θεσμική διαδικασία γενναίας αυτοκριτικής και εποικοδομητικού αναστοχασμού, όχι μόνον για να απαλλαγούν από πολλαπλά προβληματικές νοοτροπίες και πρακτικές, που εξακολουθούν να κλονίζουν την αξιοπιστία τους και να καθηλώνουν την επιρροή τους, αλλά και για να υπερβούν  χρόνιες, πλέον, πολιτικές ψυχώσεις και ιδεολογικές αγκυλώσεις.  Ειδικότερα:

Α. Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να γίνει επιτέλους ένα κανονικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, με όλες βέβαια τις αναγκαίες προσαρμογές στις έντονες κοινωνικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες της χώρας μας, σε σχέση με τις χώρες τις κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης. Με άλλα λόγια, το ΠΑΣΟΚ πρέπει να κινηθεί πλησιέστερα στο σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο της ιβηρικής χερσονήσου, με τις χώρες της οποίας υπάρχουν αρκετές ομοιότητες, τόσο σε επίπεδο κοινωνικών δομών όσο και σε επίπεδο ιστορικών καθορισμών.

Για να γίνει όμως αυτό, δεν αρκούν κάποιες γενικόλογες «σοσιαλδημοκρατικές» διακηρύξεις. Η πολιτική του ηγεσία πρέπει να συνειδητοποιήσει, ως τάχιστα, ότι  η πρώτη της προτεραιότητα είναι να ανατρέψει μια αντίληψη που προσπαθεί επιτηδείως να ταυτίσει την σοσιαλδημοκρατία με ένα υδαρές και επαμφοτερίζον  «κέντρο», απονευρώνοντάς την από κάθε ρηξικέλευθο, αμφισβητησιακό και κοινωνικά ευαίσθητο προσανατολισμό. Η αντίληψη αυτή, η οποία συνδέεται με τις πολλαπλές ιδεολογικοπολιτικές μεταλλάξεις που υπέστη το ΠΑΣΟΚ στην τελευταία δεκαετία της παρακμής του, έχει καλλιεργηθεί κατά κόρον τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας αφ’ενός μεν να δικαιολογηθούν οι (συντελεσθείσες ή επιδιωκόμενες) μετακινήσεις πρώην «εκσυγχρονιστών» στην ΝΔ   –κάποιοι από τους οποίους, μάλιστα,  αποτέλεσαν «πουλέν» προηγούμενων ηγετών του ΠΑΣΟΚ…– αφ’ετέρου δε να καλλιεργηθεί το έδαφος για την εκ νέου συνεργασία του ΠΑΣΟΚ με την ΝΔ.

Με άλλα λόγια, ο νέος επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ πρέπει να καταστήσει σαφές ότι ηγείται «ενός αριστερού κόμματος με σοσιαλδημοκρατικές ιδέες»  –όπως ορθά επισήμανε, έστω και με καθυστέρηση…, ο Κώστας Σημίτης στο Συνέδριο– και ότι, συνακόλουθα, πρόκειται να πορευθεί αναλόγως, χωρίς να χαρίζει τον χώρο της Αριστεράς στον ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό  σημαίνει, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, πρώτον ότι θα  επανασυνδέσει το ΠΑΣΟΚ με τα κοινωνικά στρώματα που παραδοσιακά εξέφραζε, επιστρέφοντας «στις ρίζες» της προστασίας των αδυνάτων και της κοινωνικής δικαιοσύνης, δεύτερον ότι θα το απομακρύνει  αποφασιστικά από τον κοινωνικοπολιτικό καθεστωτισμό και τον ιδεολογικό «αναθεωρητισμό», που εξακολουθούν να ενδημούν στους κόλπους του, και τρίτον –ίσως δε και σπουδαιότερον…– ότι θα κλείσει ερμητικά τα αυτιά στις σειρήνες της διαπλοκής, που θα τον καλεί ολοένα και πιεστικότερα να ακολουθήσει την πορεία που έχει εδώ και καιρό προδιαγράψει γι’αυτόν, μέσω των «μιντιακών» αλλά και των ποικίλων άλλων παραφυάδων της… Εξ ού και η καλύτερη προτροπή  που θα μπορούσαν ίσως να του απευθύνουν σήμερα οι προοδευτικοί πολίτες, είναι το «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας» …

Β. Αντίθετα, για τον ΣΥΡΙΖΑ το μεγάλο ζητούμενο δεν είναι να προσχωρήσει στην σοσιαλδημοκρατία, όπως συχνά ακούγεται άκριτα από πολλές πλευρές, εντός και εκτός κόμματος. Εκείνο που απαιτείται, περισσότερο πιεστικά από ποτέ, είναι να γίνει, επιτέλους, ένα σοβαρό και υπεύθυνο κόμμα της δημοκρατικής – ριζοσπαστικής Αριστεράς, με ουσιαστικό άνοιγμα στην κοινωνία, και με θέσεις που δεν θα αεροβατούν μεν, σε σχέση με τον εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, πλην όμως θα αξιοποιούν δημιουργικά την απήχηση σε ριζοσπαστικοποιημένα κοινωνικά στρώματα –και ιδίως στην νεολαία– που αποτελεί και το ισχυρότερο ίσως συγκριτικό πλεονέκτημά του. Ιδίως όμως ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πείσει εμπράκτως, τόσο με την στάση του όσο και με πολύ συγκεκριμένες και μετρημένες προτάσεις, ότι μπορεί να γίνει, επιτέλους, μια σοβαρή και διαχειριστικά αποτελεσματική «κυβερνώσα Αριστερά».

Η σημαντικότερη πάντως προϋπόθεση, για έναν τέτοιο αναπροσανατολισμό του ΣΥΡΙΖΑ, είναι να πάρει επιτέλους τις αποστάσεις του, χωρίς μισόλογα και υπεκφυγές, από τραγικά λάθη του παρελθόντος και ιδίως από νοοτροπίες και πρακτικές που όχι μόνον καλλιέργησαν ένα έντονα διχαστικό κλίμα, με ισχυρές δόσεις άκαμπτου αριστερισμού, άκρατης δημαγωγίας, και πολιτικού μακιαβελισμού, αλλά και γκρέμισαν όλες τις γέφυρες ως προς την διαμόρφωση μιας νέας προοδευτικής παράταξης (ιδίως με την εμμονή του, ακόμη και μετά τις δεύτερες εκλογές του 2015, στην συνεργασία με την  ανεκδιήγητη λούμπεν ακροδεξιά των ΑΝΕΛ).

Είναι προφανές, με βάση τα έως τώρα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ, ότι μια τέτοια πορεία φαίνεται δύσκολη ακόμη και μετά το Συνέδριο. Πολύ δε περισσότερο όταν είναι γνωστό ότι το μπλοκ των υπερμάχων της λογικής του «ανοίγματος στην κοινωνία» και της «νέας πορείας» περιλαμβάνει πολλούς από τους βασικούς υπευθύνους των ποικίλων πολιτικών παρεκτροπών και αποτυχιών του παρελθόντος. Κανείς βέβαια δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι υπάρχουν και αρκετά φερέγγυα, από την άποψη του πολιτικού ήθους και ύφους, στελέχη. Τα περισσότερα όμως από αυτά  φαίνεται δυστυχώς να εμμένουν –με την επίκληση μιας συζητήσιμης  ιδεολογικής καθαρότητας– στην λογική μιας Αριστεράς που εν τέλει δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με μία ρεαλιστική  κυβερνητική προοπτική…

Γ. Οι δύο λοιπόν πολιτικοί ηγέτες, ο καθένας από την πλευρά του, οφείλουν να επιταχύνουν τις προσπάθειές τους για συνολική ανασύνταξη των χώρων τους, προκειμένου να συμβάλουν όχι  μόνον στην ανάκτηση της πολιτικής αξιοπιστίας και των παραδοσιακών κοινωνικών ερεισμάτων τους αλλά και γενικότερα στο ξεκαθάρισμα του τοπίου στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο. Και τούτο σημαίνει όχι μόνον αποφασιστικότητα αλλά και διάθεση για ρήξεις. Στο μεν ΠΑΣΟΚ με εκείνους που το θεωρούν υποκατάστατο της «Ένωσης Κέντρου», έχοντας τόσο σχέση με τον σοσιαλισμό όσο «ο φάντης με το ρετσινόλαδο», στον δε ΣΥΡΙΖΑ με εκείνους που όχι μόνον επιμένουν να θεωρούν ότι για την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ «έφταιγε ο γιαλός» αλλά και εξακολουθούν να εξαντλούν τα όρια αντοχής –και ανοχής– ακόμη και των πλέον καλοπροαίρετων προοδευτικών πολιτών.

Παράλληλα, όμως, οι δύο ηγέτες πρέπει να ανοίξουν και ένα κοινό μέτωπο. Οφείλουν αργά ή γρήγορα να δράσουν συντονισμένα,  και με κατάλληλες θεσμικές πρωτοβουλίες, ώστε να αντιμετωπισθεί επιτέλους η καταθλιπτική μονοφωνία των σημερινών ΜΜΕ,  που φέρνει την χώρα μας σε μία από τις χειρότερες θέσεις στην Ευρώπη ως προς τον επικοινωνιακό πλουραλισμό, πολύ κοντά στη Πολωνία και την Ουγγαρία. Ιδίως δε πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο εν γένει «προοδευτικός χώρος» δεν έχει πλέον καμία σχεδόν υποστήριξη από το επίσημο «μιντιακό» σύστημα. Αυτό βέβαια ισχύει κατ’εξοχήν –και κατά παραβίαση του άρθρου 15 του Συντάγματος– στο σημερινό ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. Εκεί, οι ελάχιστες εξαιρέσεις απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα της μονομερούς και συχνά προπαγανδιστικής χειραγώγησης των πολιτών. Αλλά και στον χώρο του γραπτού Τύπου η υποστήριξη της αντιπολίτευσης είναι εξαιρετικά ισχνή. Ακόμη και οι εφημερίδες του πρώην συγκροτήματος Λαμπράκη, που κάποτε υποστήριζαν την κεντροαριστερά, τάσσονται πλέον αναφανδόν υπέρ της Νέας Δημοκρατίας, χωρίς καν να τηρούν τα προσχήματα. Όσον δε αφορά το ΠΑΣΟΚ, είναι ηλίου φαεινότερον ότι απλώς το ανέχονται, τηρώντας στάση αναμονής, με απώτερο στόχο την κατάλληλη στιγμή να το πιέσουν ασφυκτικά, διά των κατάλληλων διαύλων, ώστε να γίνει αποκούμπι της ΝΔ…

Δ. Ωστόσο, ακόμη και αν η νέα πορεία των δύο κομμάτων δρομολογηθεί όντως προς την κατεύθυνση που προτείνουμε, αυτό δεν θα σημάνει, αυτόματα, ότι ανοίγουν διάπλατα οι πόρτες της συνεργασίας. Ο δρόμος θα είναι μακρύς και δύσκολος, αφ’ενός μεν διότι τα τραύματα και οι ψυχώσεις της περιόδου των μνημονίων δεν έχουν ακόμη επουλωθεί αφ’ετέρου δε διότι ο κομματικός ανταγωνισμός, ενόψει και ενδεχόμενων πρόωρων εκλογών, συχνά αποτρέπει τις επιβαλλόμενες κινήσεις, ακόμη και αν υπάρχουν κατ’αρχήν οι προθέσεις. Ωστόσο, είμαι πεπεισμένος ότι μια τέτοια αλλαγή παραδείγματος –ιδίως αν συνοδεύεται, το επαναλαμβάνω, από ισχυρές δόσεις αυτοκριτικής– θα διαμορφώσει ένα πολύ καλύτερο πολιτικό κλίμα μεταξύ των δύο κομμάτων. Και αυτό θα έχει αναμφίβολα πολλαπλές θετικές συνέπειες. Σε πρώτο μεν επίπεδο για την χώρα, τα τεράστια προβλήματα της οποίας επιτάσσουν επειγόντως μια ριζική ανασύνθεση –και ιδίως αναβάθμιση– του κομματικού της συστήματος, με ισχυρές δόσεις κοινωνικής ευαισθησίας, πατριωτικής υπευθυνότητας και εθνικής συνεννόησης. Σε δεύτερο δε επίπεδο για την Κεντροαριστερά,  διότι το νέο αυτό πολιτικό κλίμα, σε συνδυασμό με την ισχυρή προτροπή των ουκ ολίγων αντιδεξιών πολιτών που βρίσκονται εδώ και μεγάλο διάστημα στο μεταίχμιο, θα αποτελέσει εν τέλει τον ισχυρότερο καταλύτη για την συγκρότηση ενός νέου –ρηξικέλευθου, αξιόπιστου και πλουραλιστικού– προοδευτικού πόλου…

 

Άρθρο στην ηλεκτρονική εφημερίδα “News 24/7”, 8.6.2022

Sliding Sidebar

Επιπλέον Άρθρα