Α. Η γνωμοδότηση Ντογιάκου αποτελεί αναμφισβήτητα μια από τις πλέον προβληματικές πλευρές της λειτουργίας των θεσμών μας απέναντι στο σκάνδαλο των υποκλοπών. Όχι μόνο διότι πάσχει πολλαπλώς από νομική άποψη αλλά και διότι εντάσσεται εκ του αποτελέσματος στην προσπάθεια για συγκάλυψη του σκανδάλου, στην οποία πρωτοστατεί ο φέρων ακέραιη –αλλά μη αναλαβών- την πολιτική ευθύνη πρωθυπουργός.
Συνοψίζοντας τον έντονο –και εύλογο– προβληματισμό που έχει προηγηθεί, θα λέγαμε ότι τρία είναι τα κρίσιμα σημεία που συνθέτουν αυτήν την θεσμική εκτροπή του κ. Ντογιάκου.
α. Το πρώτο είναι ότι η γνωμοδότηση εκδόθηκε καθ’υπέρβασιν των αρμοδιοτήτων του αλλά και κατά παρέκκλισιν από μια πάγια παράδοση «αυτοπεριορισμού». Όχι μόνον διότι είναι αδιανόητο να εμφανίζεται ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να απαντάει κατά το δοκούν σε ερωτήματα ιδιωτικών εταιρειών (και συγκεκριμένα παρόχων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών) αλλά και διότι, ακόμη χειρότερα, πρόκειται για ιδιωτικές εταιρείες που εμπλέκονται στο σκάνδαλο και βρίσκονται ήδη υπό δικαστική διερεύνηση.
β. Το δεύτερο κρίσιμο σημείο είναι το ότι η επίμαχη γνωμοδότηση, παρότι δεν είναι δικαστική απόφαση και δεν έχει δεσμευτική ισχύ, συνοδεύεται από –εξαιρετικά ατυχείς– απειλές επιβολής ποινών, που εκ των πραγμάτων θέτουν, ως μη ώφειλαν, ένα ζήτημα «συμμόρφωσης» προς αυτήν (πέρα από το ότι θυμίζουν τις παρόμοιες απαράδεκτες απειλές της κας Μπακογιάννη προς όσους επρόκειτο να καταθέσουν στις αρμόδιες για την άσκηση πολιτικού ελέγχου επιτροπές της Βουλής…).
γ. Το τρίτο κρίσιμο σημείο είναι ότι οι αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ προβλέπονται ρητά στο Σύνταγμα και εξειδικεύονται από τον εκτελεστικό νόμο 3115/2003, ο οποίος δεν της δίνει απλώς το δικαίωμα αλλά την υποχρεώνει να ασκεί ελέγχους προς κάθε κατεύθυνση, είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από αίτημα πολιτών είτε μετά από αίτημα αρχηγών κομμάτων, για να διαπιστώνει αν υπάρχει παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών (τόσο πριν όσο και μετά την απόφαση της δικαστικής αρχής για την άρση του απορρήτου). Αυτές δε οι αρμοδιότητες δεν έχουν σε κανένα σημείο ανατραπεί ή τροποποιηθεί επί της ουσίας από τον πρόσφατο νόμο 5002/2022 (ο οποίος απλώς επανέφερε το δικαίωμα ενημέρωσης των παρακολουθουμένων για λόγους εθνικής ασφάλειας, υπάγοντάς το όμως σε αδικαιολόγητους –αλλά και αντίθετους με το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση– περιορισμούς). Στην πραγματικότητα, αν προεκτείνει κανείς την θέση του κ. Ντογιάκου, εκείνο που προκύπτει είναι ένα πλήρες θεσμικό παράλογο. Είναι σαν να λέει ότι το Σύνταγμα καθιέρωσε, ο νόμος εξειδίκευσε και η Πολιτεία οργάνωσε και στελέχωσε, με το αντίστοιχο οικονομικό κόστος, μια Ανεξάρτητη Αρχή της οποίας τελικά η μόνη αρμοδιότητα είναι η συμμετοχή του Προέδρου της σε μία τριμελή επιτροπή, η οποία αποφαίνεται για το αν πρέπει να ενημερωθεί κάποιος –μετά από τρία χρόνια…– για τους λόγους παρακολούθησής του…
Για όλα τα ανωτέρω υπάρχει πλήρης επιχειρηματολογία τόσο στην κοινή δήλωση των 20 –πλέον– συνταγματολόγων όσο και σε πλήθος εμπεριστατωμένων κειμένων και δηλώσεων του συνόλου σχεδόν της επιστημονικής μας κοινότητας, που μπορεί να τα δει κανείς στην ιστοσελίδα του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» Constitutionalism.gr).
Β. Επειδή πάντως ακούσθηκαν και γράφτηκαν διάφορα για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και για την στάση των συνταγματολόγων, θεωρώ απαραίτητο, κλείνοντας, να προβώ σε ορισμένες κρίσιμες κατά την άποψή μου επισημάνσεις:
α. Κατ’αρχάς, η επί της ουσίας ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης δεν είναι κάτι δεδομένο αλλά ζητούμενο. Είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο, βέβαια, ότι οι δικαστές –όπως και τα μέλη της διοίκησης των Ανεξάρτητων Αρχών– απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, ώστε να μην υπόκεινται σε πιέσεις της εκτελεστικής εξουσίας. Αυτό είναι μια από τις σημαντικότερες πτυχές του Κράτους Δικαίου. Από εκεί και πέρα, όμως, η Δικαιοσύνη είναι σαν την γυναίκα του Καίσαρα. Πρέπει και να είναι αλλά και να φαίνεται ανεξάρτητη. Πολλώ δε μάλλον αυτό ισχύει για τους επικεφαλής της Δικαιοσύνης, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η επιλογή τους γίνεται από την κυβέρνηση (σε αντίθεση με τους επικεφαλής των Ανεξάρτητων Αρχών, που αναδεικνύονται με ευρεία διακομματική συναίνεση).
Όταν λοιπόν υπάρχουν αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις που δεν πείθουν για την πραγματική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, οι λειτουργοί της (και ιδίως οι επικεφαλής της) θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η άσκηση κριτικής είναι όχι μόνον επιτρεπτή αλλά και επιβαλλόμενη, δεδομένου μάλιστα ότι οι αποφάσεις τους, κατά το Σύνταγμα, «εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού» (άρθρο 26, παρ. 3). Η κριτική αυτή, βέβαια, πρέπει να κινείται κατ’αρχήν στο επιστημονικό επίπεδο και να αφορά την νομική επιχειρηματολογία των αποφάσεων. Ωστόσο, όταν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι κάποιοι φορείς της Δικαιοσύνης κινούνται (και) με πολιτικά κριτήρια –κάτι που συνήθως γνωρίζουν καλά οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ…– είναι αυτονόητο αλλά και αναπόφευκτο η ασκούμενη κριτική να έχει και πολιτική διάσταση. Αρκεί αυτή η διάσταση να εστιάζεται στην αποκάλυψη των πολιτικών κινήτρων ή επιδιώξεων που τυχόν υποκρύπτονται σε μια επιστημονικοφανή επιχειρηματολογία και να μην οδηγεί στον «συνταγματικό λαϊκισμό», δηλαδή στο να βαφτίζουμε αντισυνταγματική κάθε απόφαση ή θέση με την οποία διαφωνούμε πολιτικά…
β. Ο ρόλος των συνταγματολόγων είναι εξ ορισμού «αντιεξουσιαστικός». Είναι δηλαδή ένας ρόλος του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι η άσκηση κριτικής απέναντι στην εξουσία, υπό την όποια εκδοχή της. Αυτό άλλωστε μας δίδαξε, τόσο με το έργο του όσο και με την στάση του, ο Αριστόβουλος Μάνεσης, τα εκατό χρόνια από την γέννηση του οποίου γιορτάσαμε πρόσφατα με ένα μεγάλο και εξαιρετικά επιτυχημένο Συνέδριο του ομώνυμου Ομίλου.
Είναι ευνόητο, βέβαια, ότι τον ρόλο αυτόν δεν τον αντιλαμβανόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο, εξ ού και οι κατά καιρούς διαφοροποιήσεις, οι οποίες ναι μεν οφείλονται, κατά βάσιν, σε καθ’όλα θεμιτές και αναμενόμενες επιστημονικές διχογνωμίες πλην όμως υποκρύπτουν, ενίοτε, και μία κομφορμιστική ή απολογητική στάση απέναντι στην πολιτική εξουσία. Τέτοια παραδείγματα υπήρξαν δυστυχώς καθ’όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου έως και πρόσφατα. Ωστόσο, εκείνο που θέλω να τονίσω με έμφαση είναι ότι στην περίπτωση του σκανδάλου των υποκλοπών ο «αντιεξουσιαστικός» ρόλος του κλάδου μας αναδείχθηκε πλήρως, τουλάχιστον στην αντιμετώπιση των δύο σημαντικότερων ζητημάτων. Συγκεκριμένα, το ότι υπήρξε σχεδόν ομοφωνία αφ’ενός μεν στην διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας των κατ’επίφασιν «νόμιμων επισυνδέσεων» αφ’ετέρου δε στην καταδίκη του θεσμικού ατοπήματος της γνωμοδότησης Ντογιάκου δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο. Δείχνει ότι σε οριακές –έστω– στιγμές παραβιάσεων των ατομικών δικαιωμάτων και γενικότερα δοκιμασίας του Κράτους Δικαίου η (εκάστοτε) εκτελεστική εξουσία δεν μπορεί να υπολογίζει στην «νομιμοποίηση» των αυθαιρεσιών της από τον χώρο της θεωρίας του συνταγματικού δικαίου. Και αυτό νομίζω –αλλά και ελπίζω– ότι θα είναι ένα πολύ καλό μάθημα για το μέλλον…
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Libre.gr, 16.1.2023 και στο Constitutionalism.gr, 18.1.2023