Τα τελευταία χρόνια έχει καλλιεργηθεί, είτε επιτηδευμένα είτε λόγω εσφαλμένων προσλαμβανουσών παραστάσεων, μια διπλή παρανόηση ως προς τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Από την μια παρουσιάζεται απλώς σαν μια συνέχεια σε μια διαχρονική «δημοκρατική» ή «προοδευτική» παράταξη, αθροιζόμενος χωρίς ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε μια χορεία «κεντρώων» ηγετών (Τρικούπης, Βενιζέλος, Γεώργιος Παπανδρέου) και από την άλλη επιχειρείται να εμφανισθεί σαν ένας πρώιμος και ακαθόριστα «προοδευτικός» πολιτικός προάγγελος του σημερινού πρωθυπουργού.
Αμφότερες οι προσεγγίσεις, όμως, κατά την άποψή μου, πόρρω απέχουν από την πραγματικότητα. Θα προσπαθήσω να εκθέσω συνοπτικά –και κατ’ανάγκην σχηματικά και ελλειπτικά– τους λόγους:
Α. Αναμφισβήτητα οι τρεις προαναφερθέντες ηγέτες διαδραμάτισαν κατά βάσιν προοδευτικό ρόλο, για τα δεδομένα της εποχής τους. Ωστόσο αυτό έχει επισκιάσει –προϊόντος και του χρόνου, που ευνοεί τις μυθοποιήσεις– ορισμένα ιδιαίτερα πολιτικά χαρακτηριστικά τους, τα οποία, πέρα από το ότι είναι κρίσιμα για μια συνολική αποτίμηση του πολιτικού ρόλου τους συνιστούν και την ειδοποιό διαφορά τους από τον Ανδρέα Παπανδρέου:
Εν πρώτοις και οι τρεις, παρά τις αποχρώσεις, πρέσβευαν έναν μονομερή κοινωνικά εκσυγχρονισμό, που εξέφραζε εν πολλοίς τα εγγενώς ατροφικά, συνήθως μεταπρατικά και συχνά παρασιτικά αστικά στρώματα ενός στρεβλά αναπτυσσόμενου κοινωνικού σχηματισμού. Ως εκ τούτου, και δεν έτειναν ευήκοον ούς στις αγωνίες και τα βάσανα των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, τα οποία όχι μόνον αντιμετωπίζονταν αφ’υψηλού αλλά και θεωρούνταν περίπου «αναλώσιμα» προκειμένου να επιτευχθούν κάποιοι μεγαλεπήβολοι «εθνικοί» στόχοι.
Κατά δεύτερον, ήταν προσδεδεμένοι άπαντες –με όρους έστω εθνικής αξιοπρέπειας– στο άρμα της Αγγλίας, κάτι που είχε τα οφέλη αλλά και τα κόστη του, με σημαντικότερο το ότι δεν είχαν πολλά περιθώρια για μια πιο ανοιχτή και πολυδιάστατη –δηλαδή πραγματικά ανεξάρτητη– εξωτερική πολιτική.
Αντίθετα, ο Ανδρέας Παπανδρέου σηματοδότησε μια μεγάλη και καθοριστικής σημασίας αλλαγή παραδείγματος στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα, προσδίδοντας διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο αλλά και μια εντελώς νέα προοπτική στην έννοια της «δημοκρατικής» ή «προοδευτικής» παράταξης, τόσο σε σχέση με τα «εκσυγχρονιστικά» χαρακτηριστικά των περιόδων του Τρικούπη και του Βενιζέλου όσο και σε σχέση με τα «αντιδεξιά» χαρακτηριστικά της περιόδου του Γεωργίου Παπανδρέου.
Είναι γεγονός βέβαια ότι ούτε ο ίδιος προήλθε από πολιτική παρθενογένεση. Αρχικά πάτησε πάνω στη δυναμική και στη συνέχεια αξιοποίησε σε μεγάλο βαθμό τις πλέον προοδευτικές παραδόσεις του προδικτατορικού κέντρου, ενώ, παράλληλα, ποτέ δεν αρνήθηκε και κάποιες αναγωγές στην θετική συνεισφορά του Βενιζέλου –εμμέσως δε και του Τρικούπη– στην όλη πορεία του σύγχρονου ελληνισμού. Ωστόσο ο Ανδρέας Παπανδρέου, με την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ –δηλαδή με την άρνηση να αναλάβει κληρονομικώ δικαίω την Ένωση Κέντρου– κατέστησε ευθύς εξ αρχής σαφές ότι δεν παίρνει απλώς την σκυτάλη από τους προαναφερθέντες ηγέτες αλλά ότι επιχειρεί μια βαθιά τομή μέσα στην συνέχεια της εν γένει δημοκρατικής και προοδευτικής παράδοσης, χρωματίζοντάς την με νέες ιδεολογικοπολιτικές πινελιές, που την απομάκρυναν εμφανώς από τις «αστικοφιλελεύθερες» καταβολές της.
Με άλλα λόγια, ο Ανδρέας Παπανδρέου αποφάσισε να ιδρύσει, μέσω μιας κινηματικής διαδικασίας –που συνιστά εν μέρει και «εκκίνηση ασυνέχειας»– έναν εντελώς νέο πολιτικό χώρο. Για τον λόγο αυτόν απευθύνθηκε μεν και στα τέσσερα υπαρκτά τότε προοδευτικά ρεύματα της ελληνικής κοινωνίας (το βενιζελογενές, το εαμογενές, του 1-1-4 και της γενιάς του Πολυτεχνείου) πλήν όμως όχι για να τα συνενώσει τεχνητά αλλά για να τα συνθέσει σε μια νέα πολιτική ποιότητα, η οποία τοποθετούνταν σαφώς στην ευρεία Αριστερά, ενώ παράλληλα είχε και έντονα πατριωτικά χαρακτηριστικά, σαν αντίβαρο στην υποτέλεια και την εξάρτηση της χώρας μας.
Είναι αλήθεια βέβαια ότι η εν γένει ιδεολογικοπολιτική φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ πέρασε από αρκετές διακυμάνσεις, που έδωσαν λαβή σε μια έντονη και συχνά δικαιολογημένη κριτική. Εν πρώτοις, στο ΠΑΣΟΚ της πρώτης περιόδου συνέρρευσαν πολλές και ετερόκλητες εκδοχές της Αριστεράς, από αναρχίζοντες, τροτσκιστές και σταλινικούς μέχρι ριζοσπάστες σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες και κεντροαριστερούς. Αυτό είχε ως συνέπεια να αναδειχθούν, ευθύς εξ αρχής, ορισμένες εγγενείς ιδεολογικές αντιφάσεις αλλά και να επικρατήσουν συχνά αριστερίστικες και λαϊκιστικές λογικές, ιδίως στο μέτρο που παραγνωρίζονταν ή υποτιμούνταν οι επικρατούντες εκείνη την εποχή διεθνείς και ευρωπαϊκοί συσχετισμοί και ετίθεντο στόχοι που υπερακόντιζαν εμφανώς τις πραγματικές πολιτικές δυνατότητες του προοδευτικού χώρου, τόσο στο επίπεδο της εσωτερικής όσο και στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής.
Αλλά και ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε μια ιδιότυπη ιδεολογική ταυτότητα. Παλαιός τροτσκιστής, από τα μαθητικά του χρόνια, και αφού πέρασε στις ΗΠΑ μια μεγάλη περίοδο πολιτικής αγρανάπαυσης –αλλά και υψηλού επιπέδου επιστημονικής συγκρότησης– ριζοσπαστικοποιείται ραγδαία μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα και ιδίως κατά τη διάρκεια της χούντας. Με δεδομένο, δε, αφ’ενός μεν ότι δεν είχε ιδιαίτερη ευρωπαϊκή πολιτική διαπαιδαγώγηση αφ’ετέρου δε ότι βίωσε πολύ τραυματικά την σχεδόν αποικιοκρατική στάση των αμερικανών αλλά και την σχεδόν υποτακτική στάση, απέναντί τους, των πολιτικών και οικονομικών ιθυνόντων (πολλοί από τους οποίους ήταν πρώην μαυραγορίτες και συνεργάτες των γερμανών…) ήταν εύλογο να στραφεί σε ρηξικέλευθα τότε ιδεολογικά ρεύματα της αμερικανικής μαρξιστικής παράδοσης, ιδίως όπως αυτά εκφράζονταν στο περιοδικό “Monthly Review”, και να εντρυφήσει σε ιδεολογικοπολιτικές προσεγγίσεις (ιδίως των Μπαράν, Σουήζυ, Αμίν, Μπετελέμ), που αναδείκνυαν με έμφαση το πρόβλημα της εξάρτησης, με επίκεντρο την θεωρία μητρόπολης – περιφέρειας. Οι θεωρητικές αυτές αναζητήσεις είχαν μεν αξία σαν γενικό ερμηνευτικό εργαλείο (ιδίως των Αμίν, Μπετελέμ, που είχαν μια πιο ευρωπαϊκή ματιά) πλην όμως δεν βοηθούσαν ιδιαίτερα ούτε για μια ευρωκεντρική προσέγγιση –που θα του επέτρεπε να διαβλέψει ενωρίτερα την ιδιαίτερη πολιτική δυναμική και την ευρύτερη προοπτική της τότε ΕΟΚ– αλλά ούτε και για την κατανόηση της εξαιρετικά σύνθετης ελληνικής πραγματικότητας, που αποτελούσε πάντως, σε κάθε περίπτωση, μια sui generis εκδοχή της ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Επιπλέον, δε, η θεωρία αυτή δημιουργούσε εσφαλμένες εντυπώσεις για τον ρόλο και την σημασία της ευρωπαϊκής Αριστεράς, είτε στην σοσιαλδημοκρατική είτε στην ευρωκομμουνιστική της εκδοχή.
Όλα αυτά οδήγησαν, ασφαλώς, σε αρκετές εσφαλμένες εκτιμήσεις τόσο για την μετάβαση από την δικτατορία στη δημοκρατία («αλλαγή φρουράς»…) όσο και ως προς τον ρόλο, τη φυσιογνωμία και την στρατηγική του προοδευτικού χώρου. Ωστόσο, πλανάται όποιος νομίζει ότι μπορεί να κατανοήσει τον Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά και το ΠΑΣΟΚ εκείνης της εποχής, ερήμην των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν τότε. Τόσο η Αμερική (με τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις κατά του πολέμου του Βιετναμ αλλά και τις εξελίξεις στην Κούβα και την Χιλή) όσο και η Ευρώπη, με τον Μάη του 68, είχαν βιώσει, ελάχιστα χρόνια πριν, μια έκρηξη αμφισβήτησης και πολιτικού ριζοσπαστισμού, με έντονα αντικαπιταλιστικά και αντιαμερικανικά χαρακτηριστικά. Ο απόηχος όλων αυτών των ιδεολογικοπολιτικών ανατροπών, σε συνδυασμό και με τον αντίκτυπο της Άνοιξης της Πράγας, ήταν ακόμη εμφανής σε πολλές χώρες (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία), μεταξύ των οποίων, ευλόγως, και στην Ελλάδα, όχι μόνον γιατί είχε μόλις αποτινάξει μια δικτατορία αλλά και διότι όλες οι ευρωπαϊκές εξελίξεις φθάνουν στη χώρα μας με κάποια καθυστέρηση. Ως εκ τούτου, αν θέλει κανείς να κατανοήσει αυτό που συνέβαινε στην χώρα μας, χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς των σημερινών προσλαμβανουσών παραστάσεων, πρέπει να έχει διαρκώς κατά νουν ποιο ήταν το πολιτικό κλίμα της εποχής, σε συνάρτηση βέβαια και με το γενικότερο πλαίσιο που έθετε ο μεταπολεμικός διπολισμός, με όλα του τα πολιτικά συμπαρομαρτούντα και ιδεολογικά συμφραζόμενα.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, και παρά τις έντονες αντιφάσεις και τις ετερόκλητες πολιτικές και ιδεολογικές αναφορές της νεότευκτης τότε σοσιαλιστικής Αριστεράς, ο Ανδρέας Παπανδρέου απέδειξε ότι διέθετε πολιτική οξύνοια, ιδεολογική διορατικότητα, αναλυτική ικανότητα αλλά και στρατηγικό νού. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την ρητορική του δεινότητα, την ρεαλιστική προσαρμοστικότητα και το σπάνιο προσόν να συναιρεί και να συνθέτει, διαθέτοντας ταυτόχρονα και την αναγκαία πυγμή, τον βοήθησαν να οδηγήσει με στιβαρό χέρι το ΠΑΣΟΚ στην πολιτική ενηλικίωση και στην εξουσία. Στην πορεία αυτή, βέβαια, αποσαφηνίσθηκε σταδιακά η πορεία αφ’ενός μεν του μεταρρυθμιστικού του οράματος και των οργανωτικών του επιλογών (ιδίως με την 2η και την 5η Σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής, αντίστοιχα) αφ’ετέρου δε ο ευρωπαϊκός αναπροσανατολισμός της πολιτικής του (ιδίως με το Ελληνικό Μνημόνιο του 1982, τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα και τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης). Η άνοδος δε του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία –αλλά και η παραμονή του σε αυτήν– επετεύχθη όχι γιατί «λεηλάτησε», τάχα, τα συνθήματα της Αριστεράς αλλά διότι τόλμησε να δώσει σάρκα και οστά σε μια άλλη Αριστερά, ανοιχτή στα νέα ρεύματα, συνθετική, αντιδογματική, προσαρμοστική και ρηξικέλευθη.
Η Αριστερά αυτή ήταν εν πρώτοις σοσιαλιστική, με έντονο το στοιχείο της δημοκρατικής συμμετοχής και της κοινωνικής απελευθέρωσης, αλλά και εκλεκτικιστική, διότι αφ’ενός πήρε σαφείς αποστάσεις από το σοβιετικό μοντέλο –χωρίς πάντως να το δαιμονοποιεί, διότι ο Ανδρέας Παπανδρέου γνώριζε καλά και ήθελε να αξιοποιεί τις αντιφάσεις της ψυχροπολεμικής περιόδου– αφ’ετέρου δε αντιμετώπισε με κριτική διάθεση (συχνά όμως και με υπέρμετρη επιφυλακτικότητα…), την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Στο πλαίσιο αυτό, ανέπτυξε αρχικά επιλεκτικές σχέσεις με επί μέρους ριζοσπαστικά σοσιαλιστικά κόμματα και κινήματα, πριν προσχωρήσει, εν τέλει –μετά από μια νηφάλια αποτίμηση της έως τότε πορείας του αλλά και των προϊουσών ευρύτερων πολιτικών ανακατατάξεων– στην σοσιαλιστική διεθνή και στην ευρωπαϊκή σοσιαλιστική και σοσιαλδημοκρατική οικογένεια.
Παράλληλα, όμως, η Αριστερά αυτή ήταν και πατριωτική, με έντονο το πρόταγμα της εθνικής ανεξαρτησίας, το οποίο αξιοποίησε πλήρως ο Ανδρέας Παπανδρέου, αναλαμβάνοντας (ή συμμετέχοντας σε) πρωτοβουλίες που υπερέβαιναν τον ψυχροπολεμικό διπολισμό και αναπτύσσοντας σχέσεις με όλα τα προοδευτικά κόμματα και κινήματα της εποχής (έστω και, ενίοτε, με κάποια στοιχεία υπερβολής). Εν πάση δε περιπτώσει, είναι νομίζω ο μόνος ηγέτης, στην ελληνική πολιτική ιστορία, που κατάφερε να υπερβεί αποφασιστικά το έως τότε κεκτημένο της εθνικής αξιοπρέπειας, που διέκρινε εν πολλοίς όχι μόνον τους τρεις προαναφερθέντες –αγγλόφιλους κατά βάσιν– ηγέτες αλλά και τον μεταπολιτευτικό Κωνσταντίνο Καραμανλή του «ανήκομεν ει την δύσιν». Πράγματι, ο Ανδρέας Παπανδρέου όχι μόνο χάρισε στη χώρα μας, αφ’οτου ανέλαβε την κυβέρνηση, το 1981, μοναδικές και άκρως συγκινητικές στιγμές εθνικής ανάτασης και υπερηφάνειας αλλά και μπόρεσε να «κοιτάξει στα μάτια» ηγέτες πανίσχυρων χωρών και διεθνών κέντρων ισχύος, μη διστάζοντας, ενίοτε, να αναμετρηθεί ευθέως μαζί τους.
Αν λοιπόν θέλουμε να αναζητήσουμε τις πραγματικές ιδεολογικές συγγένειες του Ανδρέα Παπανδρέου στην ελληνική πολιτική παράδοση θα ξεκινούσαμε, τιμής ένεκεν, από τους πρωτοπόρους Ρόκκο Χοϊδά και Αριστείδη Οικονόμου, θα συνεχίζαμε με τον Στρατή Σωμερίτη και θα φθάναμε, ιδίως, στους Αλέξανδρο Σβώλο, Αλέξανδρο Παπαναστασίου, Νικόλαο Πλαστήρα, και Γεώργιο Καρτάλη.
Β. Με βάση τα παραπάνω, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ένας προοδευτικός πολιτικός μεγάλου διαμετρήματος και διεθνούς εμβέλειας. Τα σπάνια προσόντα του (πανεπιστημιακός διεθνώς αναγνωρισμένος και με εγνωσμένες οργανωτικές ικανότητες, διανοούμενος της σοσιαλιστικής Αριστεράς με ευρύτατη θεωρητική κατάρτιση και με αποδεδειγμένες κοινωνικές και εθνικές ευαισθησίες, πολιτικός άνδρας με σπάνια επίγνωση της διαλεκτικής σχέσης τακτικών και στρατηγικών στόχων) και εμπνευστής ρηξικέλευθων και πολλαπλώς απελευθερωτικών δημοκρατικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, που άλλαξαν την εικόνα της χώρας), υπερκαλύπτουν κατά πολύ τις αδυναμίες του, οι οποίες εντοπίζονται κυρίως:
α) σε περιοδικές εξάρσεις έντονου λαϊκισμού (που αδικούσαν την γνήσια και εγγενή λαϊκότητα που κατά βάσιν τον χαρακτήριζε, και που συνήθως υποτιμάται…),
β) σε σοβαρά ελλείμματα πολιτικής διαχείρισης της καθημερινότητας (δεν παρακολουθούσε επαρκώς την εφαρμογή των πολιτικών σχεδιασμών του, με αποτέλεσμα να υστερεί ως κυβερνήτης της πράξης),
γ) στην συχνή απουσία νηφαλιότητας ως προς την επιλογή των συνεργατών του αλλά και των υποστηρικτών του στα ΜΜΕ (πχ Κοσκωτάς, Κουρής) ιδίως λόγω μιας εμφανούς ανασφάλειας, κατανοητής μεν, εν μέρει, λόγω των συνθηκών που βίωσε –τόσο προ όσο και κατά την διάρκεια της δικτατορίας– αλλά σε κάθε περίπτωση υπερβολικής
δ) στο ότι άφησε ατυχείς επιλογές της προσωπικής του ζωής να καταστρέψουν μέρος της υστεροφημίας του (παρότι παραμένει, μακράν, ο δημοφιλέστερος πολιτικός της μεταπολιτευτικης Ελλάδας, παρά την συνεχή, συστηματική και εν πολλοίς παραπλανητική προσπάθεια αγιογράφησης των αντιπάλων του Κ. Καραμανλή και Κ. Μητσοτάκη…).
Όσο δε για το κόμμα που ίδρυσε, το ΠΑΣΟΚ, υπήρξε αναμφισβήτητα η «πρώτη φορά Αριστερά» στην ελληνική πραγματικότητα. Πέρα από το ότι συσπείρωσε στις τάξεις του μεγάλο μέρος –αλλά και εμβληματικούς ηγέτες– της Αριστεράς της Αντίστασης, του Ανένδοτου και του Πολυτεχνείου, ανέπτυξε εξ αρχής ισχυρούς δεσμούς με την κοινωνία, οργανώνοντας την μακρόχρονη πολιτική ηγεμονία του πρώτον μέσα από ένα μαζικότατο, ανοιχτό και ζωντανό κόμμα (το οποίο ήταν μεν –ευλόγως σε κάποιον βαθμό– αρχηγικό σε έναν πολύ σκληρό πυρήνα της κομματικής εξουσίας, αλλά από εκεί και πέρα αποτέλεσε την δημοκρατικότερη εκδοχή κόμματος στην μεταπολιτευτική μας ιστορία), δεύτερον μέσα από ένα ρωμαλέο κίνημα που κυριάρχησε –και ακόμα κυριαρχεί, σε κάποιον βαθμό…– στον συνδικαλιστικό και τον αυτοδιοικητικό χώρο και τρίτον, μέσω μιας σειράς σημαντικών μέτρων δημοκρατικού αλλά και αναδιανεμητικού χαρακτήρα. Για τον λόγο αυτόν άλλωστε –και όχι βέβαια γιατί ο Ανδρέας Παπανδρέου κορόϊδεψε, δήθεν, τον «αφελή» κόσμο της Αριστεράς…– άφησε στο πολιτικό περιθώριο τα δύο κομμουνιστικά κόμματα που προέκυψαν από την διάσπαση του ΚΚΕ (παρότι και τα δύο επεδίωκαν τότε να συνεργασθούν μαζί του), αλλά και ενσωμάτωσε στη συνέχεια ένα μεγάλο μέρος του στελεχιακού δυναμικού τους (κατά κύριο λόγο της ανανεωτικής πλευράς), ιδίως αφότου έκανε την συνετή και συνάμα διορατική επιλογή να δώσει την μάχη για τις ιδέες του παραμένοντας στην τότε ΕΟΚ και συμβάλλοντας εκ των έσω στον δημοκρατικό και κοινωνικό μετασχηματισμό της.
Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε σύγκριση τόσο του Ανδρέα Παπανδρέου όσο και του ΠΑΣΟΚ με τον Αλέξη Τσίπρα και την δεύτερη φορά –καταϊδρωμένη και μάλλον κακέκτυπη– Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, δεν αντέχει νομίζω σε σοβαρή κριτική. Υπάρχουν βέβαια, είναι αλήθεια, κάποιες εξωτερικές ομοιότητες, που εντοπίζονται κυρίως αφ’ενός μεν στο σαφώς υποδεέστερο αλλά διόλου υποτιμητέο επικοινωνιακό χάρισμα του νυν πρωθυπουργού (και δευτερευόντως στην εύκολη προσαρμοστικότητά του στις εξελίξεις λόγω ιδίως ενός ισχυρού ενστίκτου πολιτικής επιβίωσης) αφ’ετέρου δε στο ότι το θολό ριζοσπαστικό στίγμα και οι λαϊκίστικες και αριστερίστικες εξάρσεις του ΣΥΡΙΖΑ θυμίζουν σε αρκετά σημεία το πρώϊμο ΠΑΣΟΚ, όπως το σκιαγράφησα προηγουμένως.
Ωστόσο, από εκεί και πέρα, οι διαφορές είναι τεράστιες. Τα πολιτικά πλεονεκτήματα του Αλέξη Τσίπρα θα ήταν δυνατόν να αποβούν επ’ωφελεία της χώρας (και της Αριστεράς) μόνο αν είχε κινηθεί όπως ο Μπλέρ στην Αγγλία. Αν διέθετε, δηλαδή, ένα σοβαρό και συγκροτημένο επιτελείο (ανάλογων προδιαγραφών με αυτό του Γκόρντον Μπράουν), το οποίο αφ’ενός θα είχε επεξεργασθεί ένα ριζοσπαστικό μεν πλην ρεαλιστικό σχέδιο για τη χώρα (για να το περάσει προς τα έξω και στην συνέχεια να το εξειδικεύσει, σε επίπεδο κυβέρνησης) και αφ’ετέρου θα είχε συγκρατήσει τους λεονταρισμούς και τους μαξιμαλισμούς του, εμποδίζοντάς τον, ταυτόχρονα, τόσο να συνεργασθεί με την λούμπεν ακροδεξιά (αντί της κεντροαριστεράς…) όσο και να παραβιάσει όλες τις κόκκινες γραμμές, προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία. Με άλλα λόγια, μόνο ένα τέτοιο στιβαρό συλλογικό υποκείμενο –αντί του σημερινού εν πολλοίς προβληματικού και εξουσιολάγνου στενού επιτελείου του– θα μπορούσε να είχε καλύψει το εμφανές έλλειμμα θεωρητικής κατάρτισης, πολιτικής συνέπειας, γνώσης των υπερεθνικών συσχετισμών και –ιδίως– στρατηγικής, που δυστυχώς χαρακτηρίζει τον σημερινό πρωθυπουργό, επιβαρύνοντας δραματικά την θέση της χώρας αλλά και οδηγώντας σε μια γενικευμένη δυσφήμηση της Αριστεράς…
Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα για τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, παρά τις κάποιες αξιόλογες και ανιδιοτελείς εξαιρέσεις, δυστυχώς έχει παραμείνει «κόμμα σκατζόχοιρος», δηλαδή κόμμα αυτιστικό και αυτοαναφορικό, χωρίς κανένα άνοιγμα στην κοινωνία αλλά και χωρίς κανένα σχεδόν έρεισμα στον συνδικαλισμό και την αυτοδιοίκηση (εξ ού και η προσπάθεια να επιβάλει στην τελευταία απλή αναλογική, μήπως και μπορέσει έτσι να επηρεάζει κάπως τις εξελίξεις…). Στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελείται, όπως έχει λεχθεί προσφυώς, από «ιδεολογικούς πρόσφυγες», οι περισσότεροι από τους οποίους είναι ήδη μετέωροι, διότι δεν δελεάσθηκαν βέβαια από την δήθεν αριστερή του ρητορεία –η οποία έκανε τεράστια ζημιά στην εν γένει Αριστερά– αλλά από τις εκτός τόπου και χρόνου υποσχέσεις του ότι θα σχίσει τα μνημόνια και θα κατατροπώσει την Μέρκελ και τον Σόϊμπλε…
Συμπερασματικά, ο Ανδρέας Παπανδρέου κατέχει μια μοναδική θέση στον ελληνικό προοδευτικό χώρο, διότι παρά τις όποιες αδυναμίες και τα όποια σφάλματά του –που δεν του επέτρεψαν να αξιοποιήσει πλήρως τις τεράστιες δυνατότητές του– κατόρθωσε να θεμελιώσει εξ υπαρχής στην Ελλάδα τον χώρο του δημοκρατικού σοσιαλισμού, ως χώρο πολιτικού ριζοσπαστισμού, κυβερνητικού ρεαλισμού, συνεχούς μεταρρυθμισμού, κοινωνικής ευαισθησίας, πατριωτικής εγρήγορσης αλλά και σαφούς –από ένα σημείο και μετά– ευρωπαϊκού προσανατολισμού (με αποκορύφωμα την ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη). Κατ’αυτόν τον τρόπο σφράγισε ανεξίτηλα μια ολόκληρη εποχή και άφησε ανοιχτές παρακαταθήκες για μια ανάλογη συνέχεια στον προοδευτικό χώρο.
Η πρόκληση είναι βεβαίως ανοιχτή για όλες τις δυνάμεις που νομίζουν ότι μπορούν να κινηθούν ξανά, με σύγχρονους όρους, στην προοπτική μιας γνήσια προοδευτικής πολιτικής. Σε αυτές όμως, κατά την άποψή μου, δεν μπορούν να συμπεριληφθούν ούτε αυτές που μιμούνται ή μηρυκάζουν αυτάρεσκα έναν αρρωστημένο «παπανδρεϊσμό», καλλιεργώντας την προσωπολατρία και τον πολιτικό παλαιοημερολογητισμό, αλλά ούτε και αυτές που εμμένουν αδικαιολόγητα στις επιγενόμενες ιδεολογικές μεταλλάξεις, που απομάκρυναν τον προοδευτικό χώρο από τις ρίζες του, οδηγώντας τον στην ανυποληψία και την παρακμή.
Απαρέγκλιτη λοιπόν προϋπόθεση για μια νέα ελπιδοφόρα προοδευτική παράταξη, ανεξαρτήτως ονόματος, συμβόλων και τρεχόντων πολιτικών συσχετισμών, είναι να επιχειρηθεί, ταυτόχρονα, αφ’ενός μεν η αναβάπτισή της στις ξεχασμένες –ή απαξιωμένες σήμερα– ιδεολογικές αρχές που εισέφερε στον δημόσιο διάλογο, ήδη από την διακήρυξη της τρίτης του Σεπτέμβρη, ο Ανδρέας Παπανδρέου αφ’ετέρου δε η ρηξικέλευθη ανανέωση προγραμμάτων, θεσμών και διαδικασιών, ώστε να μπορέσει να σηματοδοτήσει, με την ίδια αποφασιστικότητα που εκείνος επέδειξε στην εποχή του, τόσο το άνοιγμα στην κοινωνία όσο και την στροφή προς το μέλλον…
ΥΓ: Ο γράφων, παρότι υπήρξε ιδρυτικό μέλος και στη συνέχεια πολιτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, δεν ανήκε ποτέ στην κατηγορία των «ανδρεϊκών». Κάθε άλλο μάλιστα. Συχνά διαφώνησε ανοιχτά με επιλογές του Ανδρέα Παπανδρέου και παρότι του δόθηκαν πολλές ευκαιρίες, ουδέποτε επεδίωξε να τον γνωρίσει από κοντά και πολύ περισσότερο να αποκτήσει την εύνοιά του. Ως εκ τούτου, το παραπάνω κείμενο δεν αντανακλά μια συγκεκριμένη πολιτική στράτευση ή προτίμηση του παρελθόντος αλλά ένα καταστάλαγμα του παρόντος, στο οποίο συνέβαλε καθοριστικά η χρονική απόσταση από πρόσωπα και πράγματα και η συγκριτική αποτίμηση του ρόλου του Ανδρέα Παπανδρέου σε σχέση με άλλους ηγέτες, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
* Το κείμενο αυτό αποτελεί την συμβολή του συγγραφέα στο αφιέρωμα της Εφημερίδας «Τα Νέα» (11.11.2017) με τίτλο «Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΤΑΞΗΣ».