Για να αποτιμήσει κανείς νηφάλια και σε βάθος το αποτέλεσμα των εκλογών της 20ής Σεπτεμβρίου, πρέπει κατά την άποψή μου να ανατρέξει στις διπλές εκλογές του Μαΐου και Ιουνίου του 2012. Και τούτο διότι θεωρώ –και το είχα επισημάνει από τότε με σχετική αρθρογραφία– ότι οι εκλογές εκείνες σηματοδότησαν την νέα κυρίαρχη αντίθεση στην ελληνική κοινωνία, που δεν είναι η αντίθεση «μνημόνιο – αντιμνημόνιο», της οποίας η σημασία είχε εξ αρχής υπερτιμηθεί, αλλά η αντίθεση «καθεστωτισμός – αντικαθεστωτισμός», σε όλες τις παραλλαγές της.
Η αντίθεση αυτή διαπερνά έκτοτε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις. Αυτή καθόρισε την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιανουάριο του 2015, αυτή σφράγισε το εμφατικό εκλογικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και αυτή επανέφερε τώρα τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην εξουσία, επιβεβαιώνοντας με πανηγυρικό τρόπο την ριζική ανατροπή των μεταπολιτευτικών πολιτικών συσχετισμών.
Η αντίθεση αυτή τέμνεται, βέβαια, τόσο με την αντίθεση «Αριστερά – Δεξιά» (η οποία παραμένει μεν η κύρια αντίθεση στις σύγχρονες κοινωνίες αλλά δεν αναδείχθηκε ιδιαίτερα, καθεαυτήν, ούτε σε αυτές ούτε στις προηγούμενες εκλογές), όσο και με την αντίθεση «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» η οποία, παρότι κυριάρχησε στον δημόσιο διάλογο, αποδείχθηκε εν τέλει όχι μόνον παραπλανητική αλλά και ήσσονος σημασίας. Πράγματι, οι μεν «μνημονιακές» δυνάμεις –στις οποίες εντάσσονται πλέον και ο ΣΥΡΙΖΑ, που επικράτησε άνετα, αλλά και οι ΑΝΕΛ, που επιβίωσαν– συγκέντρωσαν σχεδόν 85% του εκλογικού σώματος, ενώ το ετερόκλητο και αντιφατικό «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο συρρικνώθηκε στο 15%, με τους αποσχισθέντες από τον ΣΥΡΙΖΑ, που έκαναν το «αντιμνημόνιο» σημαία της πολιτικής τους, κυριολεκτικά να καταποντίζονται – αλλά και το ΚΚΕ, που εντάσσει το «αντιμνημόνιο» στην αντιευρωενωσιακή στρατηγική του, καθώς και η Χρυσή Αυγή, που κρύβεται πίσω από την «αντιμνημονιακή» ρητορεία, απλώς συγκράτησαν τις δυνάμεις τους).
Ποια είναι όμως τα βασικά χαρακτηριστικά της «αντικαθεστωτικής» ψήφου; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται, ιδίως, για την ψήφο που συνιστά, πρώτα και πάνω απ’όλα, έντονη αποδοκιμασία και οργισμένη εναντίωση σε όλες εκείνες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που ταυτίσθηκαν με τις χειρότερες πλευρές της λειτουργίας του κοινωνικοπολιτικού κατεστημένου, όπως αυτό διαμορφώθηκε μέσα από ποικίλες και αμοιβαία επωφελείς σχέσεις και εξαρτήσεις πελατείας, συναλλαγής, διαφθοράς και διαπλοκής.
Με βάση το ανωτέρω κριτήριο, οι πολίτες και πάλι στράφηκαν, ιδίως, εναντίον των δύο πρωταγωνιστών του παλαιότερου δικομματισμού (Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ), διότι αυτά προεχόντως έχουν διαβρωθεί σταδιακά –με πολλές πάντως μεταπτώσεις, αντιστάσεις και τιμητικές προσωπικές εξαιρέσεις– από την ως άνω «καθεστωτική» νοοτροπία, την οποία βέβαια επιβαρύνουν και οι δομικές πολιτικές αδυναμίες των παρωχημένων, γραφειοκρατικών και παρακμιακών κομματικών τους μηχανισμών, η ανυπαρξία στελεχιακής πολιτικής αλλά και οι πολλαπλές και κραυγαλέες ανεπάρκειες των ηγετικών στελεχών τους. Στην πορεία, βέβαια, και με τεράστια συμβολή του εκτρωματικού εκλογικού συστήματος που ισχύει, η ΝΔ κατόρθωσε να συγκρατήσει κάποιες δυνάμεις, αναδεικνυόμενη σε βασικό εκφραστή του «καθεστωτικού» (και συντηρητικού) πόλου, ενώ το ΠΑΣΟΚ κυριολεκτικά κατέρρευσε, λόγω τραγικών λαθών των προηγούμενων ηγεσιών του αλλά και λόγω του ότι μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του στράφηκε ευκολότερα σε εναλλακτικές λύσεις.
Από την άλλη μεριά, οι πολιτικές δυνάμεις που ωφελήθηκαν από τις ριζικές ανακατατάξεις των τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων είναι προεχόντως οι «αντικαθεστωτικές» δυνάμεις όλου του πολιτικού φάσματος. Στα αριστερά αυτού του φάσματος δείχνει να παγιώνεται πλέον ένας ριζοσπαστικός μεν πλην πολιτικά ακατέργαστος, εντόνως μαξιμαλιστικός και σε πολλά σημεία αριστερίστικος «αντικαθεστωτισμός», ο οποίος πάντως, μετά την υπογραφή της συμφωνίας από τον ΣΥΡΙΖΑ και την απόσχιση της νεοσταλινικής και αριστερίστικης πτέρυγάς του, δείχνει –έστω και δειλά– σημεία ρεαλιστικής προσαρμογής και ευρωπαϊκού αναπροσανατολισμού. Από την άλλη πλευρά κυριάρχησε ένας ακροδεξιός και «εθνικόφρων» «αντικαθεστωτισμός», υπό δύο εκδοχές: μια λαϊκιστική, λούμπεν και μάλλον γκροτέσκα (Ανεξάρτητοι Έλληνες) και μια αντιδημοκρατική, εθνικιστική και ρατσιστική, με φασίζοντα –και υπό δικαστική διερεύνηση εγκληματικά– χαρακτηριστικά (Χρυσή Αυγή).
Η χρησιμότητα, πάντως, του κριτηρίου που προτείνω δεν εξαντλείται, κατά την άποψή μου, μόνο στην κατανόηση του μηνύματος της ψήφου των τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων. Ακόμη σημαντικότερη μπορεί να είναι η συμβολή του και στην αξιολόγηση της στρατηγικής των κομμάτων της «κυβερνώσας» Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ) μετά τις εκλογές, καθώς σε κρίσιμο στοιχείο για μια τέτοια αξιολόγηση αναδεικνύεται πλέον η ικανότητά τους να αφομοιώσουν και να διαχειριστούν από εδώ και πέρα την «αντικαθεστωτική» διάσταση της πολιτικής στάσης των εκλογέων. Αυτό βέβαια μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολο και πολύπλοκο εγχείρημα, εν όψει του ότι η στάση αυτή, με εξαίρεση ίσως την νέα γενιά, δεν είναι μονοσήμαντα ριζοσπαστική και αμφισβητησιακή, καθώς συχνά μεν επιβαρύνεται από πολλά και διόλου αμελητέα συμπαρομαρτούντα (ιδιαιτερότητες, αμφισημίες, αντιφάσεις, ιδιοτέλειες) ενίοτε δε προσλαμβάνει και –ήπια ή έντονα– αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά.
Υπό αυτό λοιπόν το πρίσμα, της ικανότητας διαχείρισης της αντικαθεστωτικής ψήφου, μπορούμε να προβούμε στις ακόλουθες επισημάνσεις:
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ήταν ο μεγάλος νικητής στις τρεις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις (συμπεριλαμβανομένου του δημοψηφίσματος, που αποτέλεσε το αποκορύφωμα του διάχυτου «αντικαθεστωτισμού»), δεν είχε κατανοήσει έως τώρα ότι η βασική αιτία της επικράτησής του –πέρα από την επικοινωνιακή εμβέλεια του αρχηγού του– ήταν η βαθύτατη απέχθεια πολλών πολιτών στο παλαιό «καθεστώς», που επιτείνεται βέβαια από την εκεί αποδιδόμενη –συχνά καθ’υπερβολήν–προϊούσα οικονομική ανέχεια (την οποία τόσο υποτιμούν διάφοροι περισπούδαστοι αναλυτές και ιδίως αυτοί που δεν την έχουν βιώσει ποτέ…). Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ μόλις στις πρόσφατες εκλογές εγκατέλειψε την ρητορεία «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» (δεν μπορούσε άλλωστε να κάνει διαφορετικά, αφού και ο ίδιος υπέγραψε μνημόνιο) και κινήθηκε κυρίως στην αντίθεση «παλιό – νέο», ορίζοντας πάντως σαν παλιό ό,τι σχετίζεται με το οικονομικοπολιτικό κατεστημένο και τις παθογένειές του. Ωστόσο, αφ’ενός μεν δεν προσδιόρισε με συγκεκριμένο τρόπο πως θα συγκρουσθεί με αυτό το κατεστημένο, αρκούμενος σε ορισμένες γενικές διακηρύξεις (σαν αυτές που είχε κάνει παλαιότερα και ο Κώστας Καραμανλής…), αφ’ετέρου δε δεν συνέδεσε επαρκώς αυτή την αντίθεση με την αντίθεση «Αριστερά – Δεξιά», διατηρώντας την ιδεολογικοπολιτική σύγχυση που είχε καλλιεργηθεί με την εμμονή στην αντίθεση «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» αλλά και συνεχίζοντας την πολιτική νομιμοποίηση της πλέον ήπιας εκδοχής της ακροδεξιάς (ξαναβάζοντας δηλαδή στην κυβέρνηση τους ανεκδιήγητους ΑΝΕΛ –που έδειξαν αμέσως το πραγματικό τους πρόσωπο, διά του αποπεμφθέντος σε μια ημέρα υφυπουργού– και στο Υπουργείο Ενικής Άμυνας, ειδικότερα, τον αρχολίπαρος αρχηγό τους, ο οποίος όχι μόνον καταφεύγει συνεχώς σε άκρατη συνωμοσιολογία και ελληνοχριστιανικές υστερίες αλλά είναι εύκολο να υποθέσει κανείς ότι θα μπορούσε, όχι μόνον λόγω της αυταρχικής νοοτροπίας του αλλά και λόγω του εμφανούς προσωπικού του απωθημένου ως προς τις ένοπλες δυνάμεις, να οδηγηθεί ακόμη και σε απόπειρα πραξικοπήματος ή σε πρόκληση πολέμου… ).
Πέραν αυτών, όμως, απομένει να δούμε αν πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα της ριζοσπαστικής και αντικαθεστωτικής Αριστεράς, όπως διακηρύσσει. Αυτό δε εξαρτάται ιδίως από το αν θα μπορέσει να συγκεράσει δύο δύσκολες και απαιτητικές πολιτικές επιλογές:
Πρώτον, να συγκρουσθεί όντως –και όχι στα λόγια– με το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο σε όλες τις εκδοχές του (και χωρίς εκλεκτικισμούς…), με σημείο αιχμής την καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής και
Δεύτερον, να ανοίξει παράλληλα ένα μέτωπο με τον άλλο καθεστωτισμό, τον κοινωνικό, που συνδέεται με τις παθογένειες του λαϊκισμού, του κρατισμού και του συντεχνιασμού και έχει ισχυρά ερείσματα –ακόμη και μετά την αποχώρηση πολλών εκφραστών του– στον κομματικό και συνδικαλιστικό κορμό του ΣΥΡΙΖΑ.
Μόνον αν καταφέρει να εκφράσει έναν τέτοιο διμέτωπο αντικαθεστωτισμό, επιδεικνύοντας παράλληλα σοβαρότητα στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας και συνέπεια στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του, θα είναι σε θέση να διατηρήσει (ή και να διευρύνει) την πολιτική και ιδεολογική του ηγεμονία, διαμορφώνοντας ένα νέο –ριζοσπαστικό και συνάμα ρεαλιστικό– μπλοκ εξουσίας (χωρίς βέβαια τον σημερινό λούμπεν ακροδεξιό εταίρο του…).
Αλλά και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις του εν γένει προοδευτικού χώρου, (ιδίως δε η Συμπαράταξη ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ, αλλά και ένα μέρος του παραπαίοντος κόμματος του κ. Θεοδωράκη, που δεν έχει ξεφύγει ακόμη από τον πολιτικό ερμαφροδιτισμό του), εφ’όσον θέλουν όντως να εντάσσονται σε αυτόν, πρέπει να κάνουν τις επιλογές τους ως προς το «αντικαθεστωτικό» αίτημα της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών, όχι μόνον με μια ειλικρινή και γενναία αυτοκριτική για παλαιότερες καθεστωτικές παρεκτροπές και ταυτίσεις αλλά και με συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές που θα συγκλίνουν σε μια ουσιαστική (αλλά και συμβολική) υπέρβασή τους. Και αυτό σημαίνει, ιδίως, δημιουργική και εποικοδομητική αφομοίωση των υγιών και δημοκρατικών πτυχών του ρεύματος του «αντικαθεστωτισμού», διάρρηξη των εξαρτήσεων από το κοινωνικοπολιτικό κατεστημένο, απαλλαγή από βαρίδια, δουλείες και καταναγκασμούς του παρελθόντος και εγκατάλειψη αυτάρεσκων και ολιγαρχικής υφής ελιτισμών. Μόνον ένας τέτοιος επανακαθορισμός της σχέσης των πολιτικών αυτών δυνάμεων (αλλά και συγκεκριμένων προσώπων) με την κοινωνία, τους πολίτες και την πολιτική μπορεί να επαναθεμελιώσει, εν τέλει, σε πλουραλιστική βάση, έναν νέο προοδευτικό κόμμα, που θα μπορέσει να επιβιώσει στις συνεχώς εξελισσόμενες πολιτικές συνθήκες.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το κρίσιμο είναι να ξεφύγει αυτός ο χώρος, που ορίζεται συνήθως σαν «κεντροαριστερά», από την καταδικασμένη στρατηγική του «τρίτου πόλου», που τον καθηλώνει σε μια κεντρώα και ήπια παραλλαγή του παραδοσιακού «καθεστωτισμού», έτοιμη να ενδώσει, εν είδει μπαλαντέρ, στις σειρήνες της όποιας κυβερνητικής εξουσίας. Ο όρος «κεντροαριστερά», εφ’όσον χρησιμοποιείται, δεν μπορεί να σημαίνει κέντρο με ολίγη από Αριστερά, αλλά την μια από τις δύο συνιστώσες του δεύτερου πόλου, δηλαδή του πόλου της ευρείας Αριστεράς. Μιας Αριστεράς η οποία οφείλει, υπό την όποια εκδοχή της, να εκφράσει με ριζοσπαστικό αλλά και εποικοδομητικό τρόπο τον διάχυτο και έκδηλο «αντικαθεστωτισμό», προσανατολίζοντάς τον, απαρέγκλιτα, σε συνειδητά δημοκρατικές, σοσιαλιστικές και ευρωπαϊκές κατευθύνσεις…
*Δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα γνώμης Ανοιχτό Παράθυρο, 28.09.2015