H εικόνα που έδωσαν προς τα έξω τα κόμματα, στην πρόσφατη τραυματική θεσμική εμπειρία της Σύσκεψης των Αρχηγών, είναι νομίζω αντιστρόφως ανάλογη από αυτήν που αναμένουν οι πολίτες, τόσο για να επιτευχθεί η έξοδος από την κρίση όσο και για να αποκατασταθεί η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Οι ευθύνες, δυστυχώς, βαρύνουν τόσο τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ (για τους ΑΝΕΛ η συζήτηση δεν έχει νόημα…) όσο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ειδικότερα:
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποφασίσει επιτέλους να προχωρήσει σε ειλικρινείς ουσιαστικές πρωτοβουλίες διαλόγου, αφ’ενός μεν υιοθετώντας ένα περισσότερο συναινετικό και λιγότερο καταγγελτικό ύφος αφ’ετέρου δε προβαίνοντας σε γενναία αυτοκριτική (αντί των μισόλογων) για τα σοβαρότατα λάθη και τις κάκιστες επιλογές προσώπων, τόσο κατά την περίοδο της αντιπολίτευσης όσο και στην έως τώρα κυβερνητική του θητεία.
Αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης που συμμετείχαν στην σύσκεψη (ΝΔ, Συμπαράταξη και Ποτάμι), πρέπει κάποια στιγμή να παύσουν να στρουθοκαμηλίζουν, συνειδητοποιώντας αφ’ενός μεν ότι οι πολιτικοί συσχετισμοί στη χώρα έχουν αλλάξει, ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ είναι καθοριστικός για τις μελλοντικές της εξελίξεις και ο πολιτικός στίβος δεν είναι απλώς μια ευκαιρία να βγάλουν τα πολιτικά απωθημένα τους αφ’ετέρου δε ότι οι επανειλημμένες αποδοκιμασίες τους στις εκλογές οφείλονται προεχόντως στις δικές τους προβληματικές επιλογές, στα δικά τους λάθη και στις δικές τους τραγικές αδυναμίες, που δεν αφήνουν περιθώρια ούτε για πολιτικές ούτε για προσωπικές «δικαιώσεις».
Με άλλα λόγια, το κομματικό σύστημα, αν θέλει να αποκαταστήσει μια στοιχειώδη σοβαρότητα και αξιοπιστία, πρέπει πρώτον μεν να ανασκουμπωθεί αυτοκριτικά, αντί να επιδίδεται, ένθεν κακείθεν, σε πολιτικούς λεονταρισμούς και εύκολους δημαγωγικούς εντυπωσιασμούς («κόκκινες γραμμές» κττ) και δεύτερον να τερματίσει την εμπόλεμη κατάσταση, με «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και συνδιαλλαγής», προκειμένου να διαμορφωθεί ένα κλίμα οργανωμένου και συνεχούς διαλόγου για όλα τα μείζονα ζητήματα.
Ωστόσο, για τον διάλογο αυτόν απαιτούνται ορισμένες βασικές διευκρινίσεις:
α. Ο Διάλογος δεν πρέπει να αποβλέπει σε μια ισοπεδωτική και άνευ ετέρου συναίνεση, με την εγκατάλειψη των βασικών ιδεολογικοπολιτικών προταγμάτων του κάθε κόμματος. Πολλώ δε μάλλον δεν πρέπει να συνδέεται εξ ορισμού σε μια εξαναγκασμένη συμμετοχή όλων των κομμάτων σε οικουμενικά κυβερνητικά σχήματα. Με άλλα λόγια, το κύριο ζητούμενο δεν είναι να εγκαταλείψουν τα κόμματα το ιδιαίτερο και διακριτό ιδεολογικό τους φορτίο, αλλά να επιτευχθεί ένα μίνιμουμ συμφωνίας σε επιλογές μείζονος εθνικής σημασίας. Από εκεί και πέρα, το αν προκύψουν και ευρύτερες πολιτικές συγκλίσεις δεν πρέπει να εξαρτάται από έξωθεν υποδείξεις ή από εκβιαστικά διλήμματα αλλά από την ωριμότητα, την υπευθυνότητα και το ουσιαστικό βάθος του διαλόγου, από τον οποίο πράγματι μπορεί –και πρέπει, ενόψει των δύσκολων συνθηκών της χώρας– να προκύψει μια άλλη κυβερνητική προοπτική, είτε με την σύμπηξη ενός ευρύτερου προοδευτικού συνασπισμού (τον οποίο κακώς αποκλείουν εξ ορισμού η Συμπαράταξη και το Ποτάμι) είτε, για κάποιο διάστημα, με την συγκρότηση ενός ακόμη ευρύτερου φιλοευρωπαϊκού σχήματος, που θα περιλαμβάνει πλέον, όταν επιτέλους εκλέξει αρχηγό…, και την ΝΔ (όχι όμως, σε αμφότερες τις εκδοχές, τους ανεκδιήγητους και βαθύτατα ευρωσκεπτικιστές –πλην αρχολίπαρους– ΑΝΕΛ).
β. Η συνταγματική αναθεώρηση πρέπει ασφαλώς να ενταχθεί στην αρχική ατζέντα αυτού του διαλόγου, αλλά χωρίς ψευδαισθήσεις ή/και παραπλανητικές προσδοκίες. Οι όποιες αλλαγές, είτε αυτές που φαίνεται να έχουν ωριμάσει στην συνείδηση του πολιτικού κόσμου είτε αυτές που εξακολουθούν να είναι αμφιλεγόμενες, πρέπει να αποτελέσουν καταστάλαγμα μιας οργανωμένης, συστηματικής και ειλικρινούς συζήτησης, προκειμένου αφ’ενός μεν να τεθούν στις σωστές τους διαστάσεις αφ’ετέρου δε να σηματοδοτήσουν μια συνολικότερη αλλαγή παραδείγματος για το πολιτικό μας σύστημα, που είναι από καιρό αναγκαία για να μπορέσει να αντιστοιχηθεί με τις προκλήσεις των καιρών.
Ιδιαίτερη σημασία, πάντως, ως προς την οικοδόμηση εμπιστοσύνης και σε αυτό το επίπεδο, είναι κάποιες επείγουσες αλλαγές που δεν χρειάζονται μεν συνταγματική αναθεώρηση αλλά μπορούν να αλλάξουν ριζικά το κλίμα. Τέτοιες αλλαγές είναι, ιδίως, πρώτον η αλλαγή του εκλογικού συστήματος (που είναι μείζονος σημασίας για τον εκδημοκρατισμό και τον εξορθολογισμό του πολιτικού συστήματος αλλά πρέπει να μείνει έξω από το Σύνταγμα) και δεύτερον μια γενναία διοικητική μεταρρύθμιση, στην προοπτική, επιτέλους, της καθιέρωσης επιτελικής διοίκησης, με ριζική αποκέντρωση του μεγαλύτερου μέρους των αρμοδιοτήτων των υπουργείων αλλά και με πλήρη αναδιάταξη του διοικητικού και αυτοδιοικητικού συστήματος (αναλυτικές προτάσεις μου, για αμφότερες τις αλλαγές, έχουν ήδη διατυπωθεί στις φιλόξενες στήλες αυτής της εφημερίδας).
γ. Αν πράγματι η κυβέρνηση και τα κόμματα αποφασίσουν να εργασθούν ειλικρινά προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης ενός κλίματος απροκατάληπτου διαλόγου, συνδιαλλαγής και συναίνεσης, για τα μείζονα πολιτικά ζητήματα, επιβάλλεται να αξιοποιήσουν, χωρίς δεύτερες σκέψεις και τακτικισμούς, τις καλές υπηρεσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, στον οποίο πρέπει αναμφίβολα να αναγνωρισθούν τα ιδιαίτερα θετικά δείγματα γραφής που έδωσε, τόσο για την αποτροπή του Grexit όσο και για την επίτευξη των ευρύτερων δυνατών συγκλίσεων (για τις οποίες, μάλιστα, έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι θα εξαντλήσει όλα τα όρια των αρμοδιοτήτων του).
Αρκεί βέβαια οι όποιες πρωτοβουλίες ζητηθούν από τον Πρόεδρο να είναι αλλά και να φαίνονται πολιτικά ουδέτερες, ώστε να παραμείνει στο πολιτικά απυρόβλητο, διότι μόνον έτσι μπορεί να διαδραματίσει τον εποικοδομητικό και μετριαστικό ρόλο που είναι συμβατός με τις ρυθμιστικές αρμοδιότητές του.
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 12.12.2015