Οι τελευταίες ενθαρρυντικές εξελίξεις φαίνεται να απομακρύνουν το ενδεχόμενο εκλογών και να αφήνουν πλέον ένα περιθώριο αναστοχασμού για την κυβέρνηση, η οποία βρίσκεται στην κρισιμότερη ίσως καμπή της πορείας της. Πράγματι, παρότι τα μέτρα ψηφίσθηκαν χωρίς κοινοβουλευτικές απώλειες και με άνοιγμα της συζήτησης για το χρέος, η κυβέρνηση δείχνει το τελευταίο διάστημα σημεία κατάρρευσης, ως προς την αξιοπιστία της. Αυτό δεν οφείλεται βέβαια μόνον στις σκληρές επιπτώσεις της νέας συμφωνίας και στην ιδιοτελή (λόγω αδειών) προπαγάνδα των ιδιωτικών ηλεκτρονικών ΜΜΕ αλλά και στο ότι αυτή η κυβέρνηση –με πολύ λίγες εξαιρέσεις– έχει κάνει ό,τι μπορεί για να διευκολύνει τους αντιπάλους της και να αμαυρώσει την εικόνα της.
Με δεδομένη αυτήν την πραγματικότητα, αρκετοί πολίτες φαίνεται να έχουν πεισθεί από την επιχειρηματολογία της ΝΔ για την αναγκαιότητα άμεσης προσφυγής στις κάλπες ενώ άλλοι προτιμούν απλώς να αντικατασταθεί η παρούσα κυβέρνηση από μια άλλη με ευρύτερη πολιτική νομιμοποίηση (όπως προτείνουν, με παραλλαγές, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι και Ένωση Κεντρώων). Ωστόσο, αμφότερες οι προσεγγίσεις δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή να έχουν ρεαλιστική βάση: η μεν πρώτη διότι τις πρόωρες εκλογές πρέπει να τις θέλει η κυβέρνηση –και κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πλέον πιθανό– η δε δεύτερη διότι προϋποθέτει συμμετοχή στην κυβέρνηση και της ΝΔ, η οποία σθεναρά το αρνείται. Ως εκ τούτου ο προβληματισμός μας πρέπει κατ’ανάγκην να στραφεί στο ακόλουθο ερώτημα: έχει μια τελευταία ευκαιρία ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, να αναλάβει μείζονες πολιτικές πρωτοβουλίες που θα αναστρέψουν το κλίμα και θα σηματοδοτήσουν μια νέα πορεία για τη χώρα;
Παρότι δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος, θεωρώ ότι πράγματι υπάρχουν κάποια περιθώρια, αν συντρέξουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
Η πρώτη είναι να αντιστοιχήσει επιτέλους ο ΣΥΡΙΖΑ τον κομματικό του μηχανισμό με την εκλογική του βάση, αφενός μεν υιοθετώντας ένα σύγχρονο και ανοιχτό οργανωτικό μοντέλο αφετέρου δε επιλύοντας επιτέλους τα ακανθώδη ζητήματα της ιδεολογικής του ταυτότητας, επί τη βάσει μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής αριστερής φυσιογνωμίας (η οποία θα αποστασιοποιηθεί εντελώς από την λογική ενός ιδιότυπου εγχώριου αριστερισμού –που εξακολουθεί να τον ταλανίζει– και θα αξιοποιήσει πλήρως, με πολλαπλές διηθήσεις και επικαιροποιήσεις, τις καλύτερες παραδόσεις της σοσιαλδημοκρατιας, του ευρωκομμουνισμού και της οικολογίας).
Η δεύτερη είναι να ξεφύγει από την λογική τους σκατζόχοιρου, η οποία τον περιχαρακώνει στον αρχικό του πυρήνα και δεν επιτρέπει πολιτικά ανοίγματα και ευρύτερη αξιοποίηση καταξιωμένων κοινωνικών στελεχών, με εγνωσμένη διοικητική ικανότητα αλλά και εντιμότητα. Αυτό συνδέεται μεν με την προοπτική ενός ευρύτατου ανασχηματισμού –που έχει τεθεί ήδη επί τάπητος και είναι πράγματι αναγκαίος αλλά δεν πρέπει να περιορισθεί απλώς στην ανακύκλωση στελεχών από το παλαιότερο πολιτικό προσωπικό– ταυτόχρονα όμως και την υπερβαίνει, διότι συνεπάγεται ευρύτατες αλλαγές σε όλο το φάσμα του κρατικού μηχανισμού (ιδίως δε την κατάργηση του πολιτικού χαρακτήρα πολλών θέσεων, ώστε να καλυφθούν με ανοιχτό δημόσιο διαγωνισμό, αλλά και την αντικατάσταση, με σοβαρά πολιτικά κριτήρια, πολλών συγγενών και φίλων …).
Η τρίτη προϋπόθεση είναι να επιχειρηθεί μια αποφασιστική στροφή στην βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη. Αυτό σημαίνει, κατ’αρχάς, ανασχεδιασμό, από νέους επιτελικούς θεσμούς, της οικονομικής πολιτικής –που έχει εγκλωβισθεί, όπως και στο παρελθόν στα δημοσιονομικά– αλλά και την επιλογή νέων προσώπων, που θα επιφέρουν ριζικές αλλαγές στην κυβερνητική νοοτροπία και πρακτική. Είναι φανερό ότι η χώρα πρέπει να στραφεί στην παραγωγή, στους τομείς όπου έχει ή μπορεί να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα, αλλά και να αλλάξει ριζικά στάση απέναντι στην λειτουργία της αγοράς. Είναι άλλο η κοινωνική και οικολογική ευαισθησία, η αναζήτηση εναλλακτικών μορφών κοινωνικής οικονομίας και ο δημοκρατικός έλεγχος της αγοράς, ώστε να αποτραπούν φαινόμενα ασυδοσία και διαπλοκής, και άλλο ο στείρος κρατισμός που καταπνίγει την ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία, την επιχειρηματικότητα, την έρευνα και την καινοτομία.
Η τέταρτη και ίσως σπουδαιότερη προϋπόθεση είναι η προσπάθεια συνδιαλλαγής με όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα (πλην των εξ ορισμού αυτοεξαιρουμένων) ώστε να διασφαλισθούν ορισμένες ευρύτερες συναινέσεις, τουλάχιστον για μείζονος σημασίας θέματα, αλλά και να ανοίξει ο δρόμος για μελλοντικές πολιτικές συνεργασίες. Είναι προφανές ότι μια τέτοια προσπάθεια είναι σε μεγάλο βαθμό υπονομευμένη, τόσο από την έως τώρα πολιτική της κυβέρνησης, που καλλιέργησε άκριτα ένα κλίμα ακραίας πόλωσης, όσο και από την ιδιοτελή λογική και τις ψυχώσεις της ΝΔ, η οποία (όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ παλαιότερα…), δείχνει να προκρίνει το μικροκομματικό της συμφέρον (σε συνδυασμό και με την ικανοποίηση ποικίλων –θεμιτών και αθέμιτων– οικονομικών συμφερόντων, που επενδύουν στην πάση θυσία απομάκρυνση της κυβέρνησης).
Ωστόσο, τα περιθώρια του διαλόγου πάντοτε υπάρχουν. Αν μάλιστα επιχειρηθεί, μετά από την αναγνώριση των αυταπατών, μια γενναιότερη και συνολικότερη αυτοκριτική –ιδίως προς την κατεύθυνση της αποκήρυξης παλαιών και πρόσφατων διχαστικών πρακτικών– αυτό είναι βέβαιο ότι θα μπορούσε να αφοπλίσει τους αρνητές του διαλόγου και να σε κάθε περίπτωση να συμβάλει στην αποκατάσταση ενός κλίματος πολιτικής ηρεμίας και ομαλότητας, που σήμερα είναι περισσότερο απαραίτητο από ποτέ, τουλάχιστον για όσους αποβλέπουν, χωρίς μικροπολιτικές σκοπιμότητες, σε ένα καλύτερο μέλλον της χώρας…
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 14.05.2016