Το τελευταίο διάστημα έχει αναπτυχθεί μια έντονη νομικοπολιτική αντιπαράθεση για την νέα τηλεοπτική μας πραγματικότητα, η οποία όμως, δυστυχώς, κινείται στην λογική του άσπρου – μαύρου. Όλες οι πλευρές –κυβέρνηση, κόμματα και τηλεοπτικοί σταθμοί– επιδίδονται σε έναν ανελέητο πόλεμο εντυπώσεων, με έντονα προπαγανδιστικά χαρακτηριστικά, που πόρρω απέχει από μια ψύχραιμη, νηφάλια και θεσμικά πρόσφορη προσέγγιση.
Ο πυρήνας του όλου προβλήματος είναι η πλήρης αδυναμία του κομματικού μας συστήματος να κατανοήσει ότι η ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου είναι προεχόντως ζήτημα δημοκρατίας. Συνδέεται άρρηκτα τόσο με την επιδίωξη της ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας, που επιτάσσει ρητά η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όσο και με την διασφάλιση του επικοινωνιακού πλουραλισμού, που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμά μας (το οποίο διαχωρίζει ρητά την ραδιοτηλεόραση από τον Τύπο –λόγω της εμβέλειάς της αλλά και της παραχώρησης σε αυτήν δημόσιων συχνοτήτων– και την υπάγει ρητά στον άμεσο έλεγχο του κράτους, προκειμένου να τηρούνται, με ευθύνη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, οι αρχές της ισότητας, της αντικειμενικότητας και της ποιότητας).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προηγούμενη τηλεοπτική πραγματικότητα αποτελούσε εν πολλοίς των αντίποδα της παραπάνω προσέγγισης, τόσο στην εποχή της αποκλειστικά κρατικής τηλεόρασης όσο και μετά, στην εποχή της κατ’ευφημισμόν «ελεύθερης» τηλεόρασης. Απλώς το κρατικό –και στην πράξη κυβερνητικό– μονοπώλιο αντικαταστάθηκε από ένα ιδιωτικό ολιγοπώλιο, το οποίο αρχικά αναπτύχθηκε με την λογική των χρυσοθήρων του Far West, και στην συνέχεια επιβίωσε με την λογική της «διατήρησης αυθαιρέτων». Πέρα όμως από την σκανδαλώδη αυτή λειτουργία, την οποία το Συμβούλιο Επικρατείας έκρινε επανειλημμένα αντισυνταγματική, το πολιτικό σύστημα δεν μπόρεσε καν να επιβάλει αρχές και κανόνες, αφ’ενός μεν διότι ολιγώρησε ως προς τις αναγκαίες νομοθετικές εξειδικεύσεις των συνταγματικών επιταγών αφ’ετέρου δε διότι κατά κανόνα απέτυχε ως προς την οργάνωση και την σύνθεση του ΕΣΡ, με αποτέλεσμα αυτό να μην ανταποκριθεί, σχεδόν σε κανένα σημείο, στον ρόλο του.
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Τα ιδιωτικά κανάλια αποτέλεσαν το κέντρο της διαπλοκής πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, ευνοώντας σκανδαλωδώς συγκεκριμένα κόμματα και πολιτικά πρόσωπα (ακόμη δε και ποδοσφαιρικές ομάδες…). Όσο δε για την ΕΡΤ, αφού γνώρισε το μαύρο, μετά από την ανεκδιήγητη πολιτική πρωτοβουλία του κ. Σαμαρά, επανήλθε και αυτή δριμύτερη στον παλαιό φιλοκυβερνητικό της ρόλο (με αποκορύφωμα μεροληψίας, τόσο γι αυτήν όσο και για την ιδιωτική τηλεόραση, την περίοδο του πρόσφατου δημοψηφίσματος…).
Αλλά και η πρόσφατη ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου αποδείχθηκε εν τέλει ατυχής, υπό το πρίσμα που περιγράψαμε, προσθέτοντας ακόμη μια χαμένη ευκαιρία –μετά το εκλογικό σύστημα– στην θητεία αυτής της κυβέρνησης. Πράγματι, ενώ οι αρχικές εξαγγελίες ήταν πράγματι επαινετέες, η εφαρμογή τους σε καμία περίπτωση δεν δικαίωσε τις ελπίδες που είχαν καλλιεργηθεί. Ας δούμε γιατί:
Πρώτον, διότι ο νόμος αγνόησε εντελώς την ανάγκη διασφάλισης του πλουραλισμού των τηλεοπτικών μεταδόσεων.
Ειδικότερα, ο εξωτερικός πλουραλισμός (πολυμέρεια), συρρικνώθηκε σημαντικά, με τον περιορισμό των καναλιών σε τέσσερα, ενώ είναι πανθομολογούμενο ότι η ψηφιακή εποχή επιτρέπει περισσότερα κανάλια από ποτέ. Ο περιορισμός δε αυτός, πέρα από το ότι είναι αυθαίρετος, κινήθηκε εξ αρχής σε μια αμιγώς αγοραία λογική. Η υποχρεωτική σύνδεση με την «διαφημιστική πίτα», σε συνδυασμό με τους υπερβολικούς και ακραία ανελαστικούς όρους –από πλευράς οικονομικών και τεχνικών προδιαγραφών και προσωπικού– απέκλεισε εξ ορισμού τα μικρά και ευέλικτα σχήματα, είτε δημοσιογράφων (κατά το πρότυπο της Εφημερίδας των Συντακτών) είτε φορέων της κοινωνίας των πολιτών και έστρεψε αποκλειστικά το ενδιαφέρον στο «πορτοφόλι των επενδυτών».
Αλλά ούτε για τον εσωτερικό πλουραλισμό (πολυφωνία) υπήρξαν εγγυήσεις. Το πεδίο αφέθηκε ασύδοτο, χωρίς ουσιαστικές αξιακές και λειτουργικές προϋποθέσεις, χωρίς περιορισμούς ως προς το ποσοστό εθνικού και ευρωπαϊκού προγράμματος αλλά και χωρίς κωλύματα ως προς τα πρόσωπα των ιδιοκτητών των καναλιών.
Δεύτερον, διότι είναι αδιανόητο να αντιμετωπίζονται, με τα ίδια κριτήρια, ήδη λειτουργούντες –και μάλιστα επί μακρόν– σταθμοί (που έχουν δώσει δείγματα γραφής) με σχήματα που είναι ακόμα στα χαρτιά.
Τρίτον, διότι εν τέλει την αδειοδοτική διαδικασία δεν την ανέλαβε το κατά Σύνταγμα αρμόδιο ΕΣΡ –με τεράστια εδώ την ευθύνη και της αντιπολίτευσης που λειτούργησε σαν μακρά χειρ των καναλιών… – αλλά ένα κυβερνητικό όργανο (το οποίο διεξήγαγε έναν διαγωνισμό μάλλον αδιάβλητο αλλά εξαιρετικά προβληματικό, από πλευράς διαδικασίας και αξιολογικών κριτηρίων).
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι μια νέα τηλεοπτική πραγματικότητα θολή, αβέβαιη, δικαστικά αμφισβητούμενη και θεσμικά αμφιλεγόμενη, με μεγάλη απώλεια θέσεων εργασίας, που δεν δικαιολογεί, σε καμία περίπτωση, ούτε τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης αλλά ούτε και τις χονδροειδείς και άκομψες παρεμβάσεις της, που υπονομεύουν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Με βάση δε αυτά τα δεδομένα, θα ήταν λάθος το όλο πρόβλημα να το επιλύσει το Συμβούλιο Επικρατείας, με το πιστόλι στον κρόταφο και από τις δύο πλευρές. Απαιτείται πολιτική και ευρέως συναινετική διέξοδος, που κατά την άποψή μου προϋποθέτει:
α) την λήξη της παραλυτικής εκκρεμότητας ως προς το ΕΣΡ, με ταυτόχρονη αναβάθμισή του,
β) την επικύρωση ή μη του διαγωνισμού, κατά την κρίση του
γ) την γνωμοδότησή του ως προς την δυνατότητα νέας προκήρυξης, για μεγαλύτερο αριθμό καναλιών, με ιδιαίτερη έμφαση στη διασφάλιση του επικοινωνιακού πλουραλισμού, και
δ) την ριζική αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου, με μόνο κριτήριο τις συνταγματικές αρχές και εγγυήσεις.
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 17.09.2016