Συνέντευξη στην Αγγελική Σπανού, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Νέα Σελίδα»
Μπορεί μια διεθνής συμφωνία να καλύψει την ανάγκη αλλαγής του Συντάγματος της ΠΓΔΜ ώστε να δοθεί σύντομα λύση στο «μακεδονικό» ζήτημα;
Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα πρέπει να αποσαφηνισθεί πρώτα ποιο είναι το βασικό ζητούμενο μιας τέτοιας συμφωνίας από την ελληνική πλευρά, στο μέτρο βέβαια που αυτή ευδοκήσει επιτέλους –υπό όλες τις πολιτικές εκδοχές της– να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με όρους εθνικής υπευθυνότητας και συνεννόησης. Κατά την άποψή μου, λοιπόν, αν δεν θέλουμε να εθελοτυφλούμε, το ζητούμενο αυτό συνοψίζεται σε τέσσερις αλληλένδετους στόχους:
Πρώτον στην αλλαγή του ονόματος, η οποία σημαίνει ότι οι δύο πλευρές πρέπει να αφήσουν τις ακραίες αλλά και ανιστόρητες θέσεις και να συναντηθούν σε μια ενδιάμεση συμβιβαστική λύση που θα εμπεριέχει το όνομα Μακεδονία με έναν γεωγραφικό –και μόνον– προσδιορισμό (στο σημείο αυτό βρίσκω πολύ πειστική την σχετική επιχειρηματολογία του Σταύρου Λυγερού) αλλά και θα ισχύει, απαρεγκλίτως, έναντι όλων.
Δεύτερον τον αντίστοιχο προσδιορισμό της ιθαγένειας (πχ πολίτης της δημοκρατίας της GornaMakedonija – επιλέγω επίτηδες αυτήν την ονομασία διότι την θεωρώ υπό αυτήν την εκδοχή, δηλαδή στα σλαβικά και αμετάφραστη, ως την καλύτερη εφικτή λύση).
Τρίτον τον προσδιορισμό της εθνικότητας κατά τρόπον ώστε πρώτον να ανταποκρίνεται στην ιστορική αλήθεια (που κονταροχτυπιέται με την επίκληση «μακεδονικού έθνους») και δεύτερον να μην είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί σαν βάση για αλυτρωτικές ή επεκτατικές διεκδικήσεις. Συμφωνώ με την άποψη ότι το ορθότερο θα ήταν η εθνικότητα αυτή να προσδιορισθεί με τον όρο «σλαβομακεδονική» –και αντίστοιχα αλβανική ή «αλβανομακεδονική» για την μεγάλη μειονότητα που ζει εκεί– ώστε να είναι σαφές ότι πρόκειται για σλάβους και αλβανούς που ζουν σε ένα γεωγραφικά τμήμα της σύγχρονης (και όχι της αρχαίας) Μακεδονίας.
Τέταρτον τον αντίστοιχο προσδιορισμό της γλώσσας («σλαβομακεδονική» και «αλβανική» ή «αλβανομακεδονική» για την μειονότητα). Επισημαίνω εδώ, για τους πάσης φύσεως αντιδρώντες, ότι τόσο στην γενέτειρά μου Θάσο –που την δεκαετία του 70 ήταν τουριστική «αποικία» των Γιουγκοσλάβων– όσο και στην Καβάλα και την Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασα, όλοι αποκαλούσαν τους προερχόμενους από την ΠΓΔΜ «σλαβομακεδόνες» και την γλώσσα τους –που είναι μια παραλλαγή της βουλγαρικής– «σλαβομακεδονική».
Αν λοιπόν επέλθει σύγκλιση στα συγκεκριμένα τέσσερα σημεία και αυτή επισφραγισθεί από μια νέα οριστική Διεθνή Συμφωνία, με ενεργό τον εγγυητικό ρόλο του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε η λύση θα έχει δρομολογηθεί σε στέρεες βάσεις και η όποια αλλαγή του Συντάγματος θα είναι, σε τελευταία ανάλυση, δευτερεύουσας σημασίας.
Δηλαδή η αλλαγή του Συντάγματος δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτευχθεί η λύση του προβλήματος, όπως ισχυρίζονται πολλοί;
Κατά την άποψή μου ο ισχυρισμός ότι πρέπει να προταχθεί, σαν απαράβατος όρος, η αλλαγή του Συντάγματος της γειτονικής χώρας συχνά είναι οψιγενής και προσχηματικός, με έντονα στοιχεία καιροσκοπισμού και μικροπολιτικής. Σε κάθε δε περίπτωση, είναι αβάσιμος. Αυτό που προέχει, όπως τόνισα προηγουμένως, είναι μια οριστική Διεθνής Συμφωνία για όλα τα κρίσιμα ζητήματα. Αν υπογραφεί μια τέτοια Συμφωνία είναι προφανές ότι, με βάση τα διεθνώς ισχύοντα, κανένας από την ηγεσία της ΠΓΔΜ δεν θα μπορέσει να αντιτάξει νομικά, απέναντί της, το ισχύον σήμερα Σύνταγμα. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν είναι αυτονόητο ότι η ηγεσία αυτή θα έχει επίσης αναλάβει, στην ίδια Σύμβαση, την ρητή νομική δέσμευση να επιφέρει στο Σύνταγμα αυτό όλες τις αλλαγές που θα έχουν συμφωνηθεί σε αυτήν ως προς τα τέσσερα παραπάνω σημεία.
Από εκεί και πέρα, κάποια άλλα προβληματικά σημεία του Συντάγματός τους, που παραπέμπουν ευθέως ή εμμέσως σε αλυτρωτικές βλέψεις, αφ’ενός μεν έχουν ήδη αδρανοποιηθεί με την ισχύουσα Ενδιάμεση Συμφωνία αφ’ετέρου δε μπορούν να εξουδετερωθούν πλήρως με μια νέα βελτιωμένη διάταξη της οριστικής πλέον Συμφωνίας, η οποία μάλιστα θα μπορούσε –με την κατάλληλη πίεση– να ενσωματωθεί σαν ερμηνευτική δήλωση σε ένα αναθεωρημένο Σύνταγμα. Με μια τέτοια δήλωση, η οποία επισημαίνω ότι θα είναι συνταγματικά ισοδύναμη προς τις άλλες διατάξεις –και άρα θα υπερισχύει ως νεότερη και ειδικότερη– δεν θα καταλείπεται πλέον κανένα περιθώριο «αξιοποίησης» των όποιων άλλων προβληματικών σημείων. Με άλλα λόγια, μια μελλοντική συνταγματική αναθεώρηση θα μπορούσε να περιορισθεί, πέρα από τις αναγκαίες αλλαγές στα τέσσερα κρίσιμα σημεία, στην απλή προσθήκη μιας τέτοιας ερμηνευτικής δήλωσης, η οποία θα συνδέει ευθέως την Διεθνή Συμφωνία με το Σύνταγμα της χώρας αυτής και θα εγγυάται ότι δεν θα υπάρχουν νομικά περιθώρια παρεκτροπών. Έτσι, η ηγεσία της ΠΓΔΜ θα σώσει μεν, ίσως, τα προσχήματα, απέναντι στην κοινή γνώμη αυτής της χώρας, αλλά θα αποδεχθεί πλήρως –και ανεπιστρεπτί– τα νέα δεδομένα. Από εκεί και πέρα δεν νομίζω δα ότι θα τρομάζουμε ως χώρα αν κάποιοι γραφικοί της άλλης πλευράς θα εξακολουθήσουν να βαυκαλίζονται με αλυτρωτικές ονειρώξεις…
Δηλαδή, συμφωνείτε με την ανάλυση του Ευ. Βενιζέλου ότι η Ενδιάμεση Συμφωνία υπερισχύει του Συντάγματος της ΠΓΔΜ;
Είναι προφανές, με βάση αυτά που σας είπα, ότι συμφωνώ. Εξ άλλου και γενικότερα, με τον κ. Βενιζέλο οι διαφωνίες μας κινούνται κυρίως σε ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο και δεν αφορούν ζητήματα ερμηνείας του Συντάγματος.
Αν δεσμευτεί η ΠΓΔΜ σε αλλαγή Συντάγματος και τελικά αθετήσει τη δέσμευσή της αλλά στο μεταξύ γίνει η ένταξή της στο ΝΑΤΟ, τότε θα βρεθούμε σε αδιέξοδο, έτσι δεν είναι;
Δεν νομίζω ότι θα το τολμήσουν. Γι αυτούς η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εξ ίσου σημαντική με την ένταξη στο ΝΑΤΟ και ως εκ τούτου δύσκολα θα την θυσιάσουν, δίνοντας χαμένες μάχες οπισθοφυλακής. Άλλωστε μια τέτοια υπαναχώρηση κατά την άποψή μου δεν θα έχει και μεγάλη σημασία. Εφ’όσον θα έχει κυριαρχήσει διεθνώς το νέο τους όνομα –ξεκινώντας από τους χάρτες που σήμερα γράφουν, στο σύνολό τους, φαρδιά-πλατιά «Μακεδονία»– γνωρίζουν ότι θα αντιμετωπίζουν συνεχή προβλήματα κάθε φορά που θα προσπαθούν να αντιπαρατάξουν τα οριζόμενα στο ισχύον Σύνταγμά τους απέναντι σε αυτά θα έχουν οι ίδιοι αποδεχθεί ρητά σε μια οριστική –και πολλαπλά εγγυημένη– Διεθνή Συμφωνία. Γνωρίζουν, δηλαδή, ότι απλώς θα απομονωθούν, θα χάσουν τα όποια ερείσματά τους και θα γίνουν νομικά καταγέλαστοι. Γενικότερα, δε, θα καταστούν έκθετοι τόσο στην διεθνή κοινότητα όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση απέναντι στις οποίες θα έχουν δεσμευθεί ρητώς. Θα ήταν λοιπόν νομικά και πολιτικά απρόσφορο να το διακινδυνεύσουν, μόνο και μόνο για λόγους πρόσκαιρης, εύθραυστης και πολλαπλά αμφιλεγόμενης εσωτερικής κατανάλωσης …