Τελικά, τι γίνεται με τη συνταγματική αναθεώρηση; Γιατί τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ – δηλαδή τα μόνα κόμματα που διαθέτουν τον απαιτούμενο αριθμό (50) βουλευτών για να ξεκινήσει η σχετική διαδικασία – έχουν μείνει τόσα χρόνια στα λόγια παρά τις επανειλημμένες και συχνά λαϊκιστικές διακηρύξεις τους;
Απάντηση στα εύλογα αυτά ερωτήματα των πολιτών δεν έχει ακόμη δοθεί. Υποτίθεται ότι αρχικά το εμπόδιο ήταν η πενταετία που έπρεπε να παρέλθει από την προηγούμενη αναθεώρηση, του 2008. Τελικά, όμως, πέρασε άλλη μια πενταετία και η αναθεώρηση καρκινοβατεί, με ορατό τον κίνδυνο να παραπεμφθεί και πάλι στις ελληνικές καλένδες.
Πού βρίσκεται σήμερα η αναθεώρηση; Η μεν κυβέρνηση, η οποία εμφανώς αγνοεί τον θεσμικό ρόλο της αλλά και τους σημερινούς συσχετισμούς, προσπαθεί μάταια να κρύψει την ανυπαρξία επεξεργασμένης συνταγματικής πολιτικής πίσω από μια ψευδαίσθηση «διαλόγου με τον λαό» (περιφέροντας ανά τας πόλεις και τας αγυιάς, μέσω μιας αμφιλεγόμενης Επιτροπής, ορισμένες γενικόλογες και μαξιμαλιστικές εξαγγελίες αλλά και αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο σχετικού – αντισυνταγματικού σε κάθε περίπτωση – δημοψηφίσματος). Η δε ΝΔ αποφάσισε ,επιτέλους, έπειτα από χρόνια πολιτικής αοριστολογίας, να οργανώσει μια ευρεία εκδήλωση, προσπαθώντας να διαμορφώσει, επιτέλους, συγκεκριμένες αναθεωρητικές θέσεις και προτάσεις. Με αυτά τα δεδομένα, είναι αξιοπρόσεκτη μια εντελώς μινιμαλιστική πρόταση που διατυπώθηκε από τον συνάδελφο Νίκο Αλιβιζάτο: να περιορισθεί η αναθεώρηση, προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη, μόνο σε 5+1 σημεία, στα οποία έχουν σημειωθεί ευρύτερες συγκλίσεις (ευθύνη υπουργών, βουλευτική ασυλία, επιλογή ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων, ενίσχυση ανεξάρτητων Αρχών, εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και αλλαγή του τρόπου αναθεώρησης του Συντάγματος). Αυτή υιοθετήθηκε ήδη, όπως ανακοινώθηκε, από το Κίνημα Αλλαγής και τη ΝΔ, όχι όμως και από τον ΣΥΡΙΖΑ, που φαίνεται να επιμένει – θεμιτά καταρχήν – σε ευρύτερη ιδεολογικοπολιτική συζήτηση. Άρα, προς το παρόν δεν φαίνεται να διαμορφώνονται οι όροι της απαιτούμενης από το Σύνταγμα ευρύτερης συναίνεσης (180 ή έστω, εναλλακτικά, 151 ψήφοι).
Ωστόσο, δεδομένου ότι η πολιτική αφετηρία της πρότασης είναι όντως ενδιαφέρουσα, θα μπορούσε ίσως να επιλεγεί ο εξής συγκερασμός:
Πρώτον, να κατατεθούν ως τάχιστα στη Βουλή όλες οι προτάσεις για τις αναθεωρητέες διατάξεις ώστε να φανεί το ιδιαίτερο ιδεολογικοπολιτικό στίγμα τους (π.χ. θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε τι θα πουν πλέον τα κόμματα τόσο για τον χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας όσο και για τη σύσταση Συνταγματικού Δικαστηρίου ύστερα από την πρόσφατη «ελληνοχριστιανική» και όζουσα «θεοκρατικού» κατηχητισμού ερμηνεία του Συμβουλίου της Επικρατείας, που μοιάζει να αρνείται πλέον να ερμηνεύει το Σύνταγμα υπό το πρίσμα μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής – ανοιχτής και δημοκρατικής – κοινωνίας).
Δεύτερον, να συμφωνηθεί ότι η Επιτροπή που θα συσταθεί στη Βουλή, μετά την υποβολή των προτάσεων, θα φέρει στην Ολομέλεια μόνον εκείνες που συγκεντρώνουν ευρύτερη συναίνεση. Αυτές, βέβαια, μπορεί να αποδειχθούν περισσότερες από τις 5+1, συμπεριλαμβάνοντας, για παράδειγμα, είτε τη συνταγματική καθιέρωση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, για ενίσχυση της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, είτε τον δικαστικό έλεγχο των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, για να μην επαναληφθούν φαινόμενα που τραυματίζουν το πολίτευμα, είτε την απαλλαγή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον στενό κορσέ που του έχει φορέσει η αναθεώρηση του 1986 ως προς την άσκηση ορισμένων ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων είτε, ακόμη, και κάποιο από τα δύο προαναφερθέντα θέματα (έστω και με 151).
Τα ανωτέρω προϋποθέτουν, βέβαια, ότι θα πρυτανεύσει επιτέλους νηφαλιότητα και μετριοπάθεια ώστε να μην ξαναχαθεί η ευκαιρία να γίνουν ορισμένες από καιρό ώριμες τροποποιήσεις. Όσο δε για τις ευρύτερες, ριζικότερες αλλά και ιδεολογικοπολιτικά επίμαχες, αυτές θα έχουν μεν προταθεί ένθεν κακείθεν, αλλά θα κριθούν σε ευθετότερο χρόνο και με ευχερέστερη πλέον διαδικασία, αποτελώντας ταυτόχρονα κριτήριο για τη μελλοντική πολιτική και προγραμματική αξιολόγηση των κομμάτων.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, 23.03.2018