Τα αποτελέσματα της πρώτης ψηφοφορίας για την συνταγματική αναθεώρηση επιβεβαίωσαν δυστυχώς τις απαισιόδοξες προβλέψεις που είχα διατυπώσει σε προηγούμενο άρθρο μου.
Ο συνδυασμός των μικροπολιτικών επιλογών των δύο μεγαλύτερων κομμάτων (τα οποία ήταν και τα μόνα που μπορούσαν, λόγω του αριθμού των βουλευτών τους, να υποβάλουν ή να υιοθετήσουν προτάσεις), με το διάχυτο κλίμα πολιτικής καχυποψίας που επικράτησε γενικώς στην αίθουσα, οδήγησε τελικά σε μια στείρα, διαδικασία που κινήθηκε στην λογική του άσπρου-μαύρου και του ελάχιστου κοινού παρονομαστή.
Δεν είναι λοιπόν παράξενο το ότι ελάχιστες τροποποιήσεις συγκέντρωσαν ευρύτερη συναίνεση (πάνω από 180 βουλευτές) και ως εκ τούτου έχουν αυξημένες πιθανότητες να αναθεωρηθούν στην επόμενη Βουλή, όπου απαιτείται απλώς απόλυτη πλειοψηφία (150 συν ένα). Αρκεί βέβαια στην δεύτερη προβλεπόμενη ψηφοφορία, που θα γίνει σε ένα μήνα περίπου, να λάβουν ξανά την ίδια πλειοψηφία (άνω των 180).
Οι τροποποιήσεις αυτές, βέβαια, δεν είναι αδιάφορες, καθώς αφορούν τον πολυσυζητημένο περιορισμό των προνομίων ως προς την δικαστική αντιμετώπιση βουλευτών και –ιδίως– υπουργών (άρθρα 62 και 86), την δυνατότητα σύστασης εξεταστικών επιτροπών και από την μειοψηφία (άρθρο 68) καθώς και την διπλή παρέμβαση ως προς τις ανεξάρτητε Αρχές (άρθρο 101Α), που αφ’ενός μεν δυσχεραίνει την ίδρυσή τους (προβλέποντας πλειοψηφία 3/5 αντί της συνήθους πλειοψηφίας) αφ’ετέρου δε διευκολύνει την επιλογή της ηγεσίας τους (προβλέποντας επίσης πλειοψηφία 3/5, αντί της ομοφωνίας ή έστω της πλειοψηφίας των 4/5, που ισχύει σήμερα).
Ωστόσο, οι περισσότερες από τις προτάσεις που έφθασαν στην Ολομέλεια από τα δύο κόμματα με τον προβλεπόμενο (άνω των 50) αριθμό υπογραφών αντιμετωπίσθηκαν χωρίς καμία διάθεση ευρύτερων συγκλίσεων. Ειδικότερα:
ΑΜΦΙΒΟΛΗ Η ΕΚΒΑΣΗ ΟΡΘΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ
Αρκετές ενδιαφέρουσες προτάσεις που προέρχονταν από τον ΣΥΡΙΖΑ έλαβαν κατά κανόνα οριακή πλειοψηφία, οπότε είναι πολύ δύσκολο να αναθεωρηθούν στην επόμενη Βουλή.
Ιδίως αναφέρω τις προταθείσες τροποποιήσεις που αφορούν:
α) Την κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας και την καθιέρωση πρόσθετων εγγυήσεων υπερ της θρησκευτικής ελευθερίας, οι οποίες, αν και μετριοπαθείς, αντιμετωπίσθηκαν με κραυγές από την ακροδεξιά, με εμφανή συντηρητισμό από την γιαλαντζί φιλελεύθερη ΝΔ και με αστεία προσχήματα από το «προοδευτικό» ΚΙΝΑΛ.
β) Τις μορφές άμεσης λαϊκής συμμετοχής (λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία και δημοψηφίσματα), οι οποίες, παρότι θα μπορούσαν –υπό αυστηρές πάντως εγγυήσεις και προϋποθέσεις– να ενισχύσουν τα κουρασμένα αντανακλαστικά της αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας, συνάντησαν την κάθετη άρνηση όσων κινούνται στην λογική των «τεχνικών της εξουσίας», που θεωρούν ότι για όλα τα ζητήματα δικαιούνται να ομιλούν στο όνομα του λαού αλλά ερήμην του. Στο σημείο αυτό, πάντως, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε απλόχερα επιχειρήματα στους αντιδρώντες, με το ανεκδιήγητο, τόσο από θεσμική όσο και από πολιτική άποψη, δημοψήφισμα του 2015, που αποτέλεσε ζωντανή δυσφήμηση των θεσμών άμεσης λαϊκής συμμετοχής…
γ) Την θεσμική θωράκιση των κοινωνικών και των εργασιακών δικαιωμάτων, δηλαδή των δικαιωμάτων που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση. Οι σχετικές προτάσεις, παρά τον εμφανή –και διορθωτέο– μαξιμαλισμό τους, κινούνται κατ’αρχήν σε σωστή κατεύθυνση, πλην αυτής που προβλέπει την απαγόρευση της επίταξης προσωπικών υπηρεσιών για την αντιμετώπιση ακόμη και των πλέον ακραίων επιπτώσεων μιας απεργίας (που αντιπαρατάσσει έναν παρωχημένο και δημαγωγικό εργατισμό στο ευρύτερο δημόσιο συμφέρον).
δ) Την συνταγματική κατοχύρωση του αναλογικού εκλογικού συστήματος στις βουλευτικές εκλογές, η οποία μπορεί να αποβεί σε όφελος τόσο της αρχής της ισότητας της ψήφου όσο και του πολιτικού μας συστήματος, υπό τον όρο όμως ότι θα αναπροσαρμοσθεί, ώστε η προτεινόμενη απόκλιση του 10% να αφορά το σύνολο των εδρών (δηλαδή να είναι επιτρεπτό οι 30 έδρες από τις 300 (το 10%) να μπορούν υπό προϋποθέσεις να ενισχύουν το πρώτο κόμμα ώστε να συνυπολογίζεται και το θέμα της κυβερνησιμότητας).
Αντίθετα, είναι λάθος η κατοχύρωση του αναλογικού συστήματος και στις δημοτικές εκλογές, διότι έχουν σημαντικές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές και ως εκ τούτου είναι μια υπέρμετρη και άνευ νοήματος δέσμευση του κοινού νομοθέτη.
ε) Αξιοπρόσεκτες, τέλος, είναι οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ (ή βουλευτών του και άλλων) ως προς:
– τον περιορισμό των βουλευτικών θητειών σε όχι πάνω από τρεις συνεχόμενες,
– την κατοχύρωση της εκπροσώπησης του απόδημου Ελληνισμού στην Βουλή, με περιορισμένο αριθμό -μέχρι 5- βουλευτών (αυτό δεν αφορά τους εκτός επικρατείας πολίτες αλλά τους ομοεθνείς),
– την απονομή του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, και σε αλλοδαπούς με μόνιμη εγκατάσταση στη χώρα και
-την ανάθεση στον νομοθέτη της αρμοδιότητας για τον καθορισμό του συστήματος της περιφερειακής οργάνωσης του κράτους.
ΑΚΡΙΤΗ Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΠΟΛΛΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΝΔ
Επίσης, θεωρώ ότι κακώς δεν κρίθηκαν αναθεωρητέες, με 151 έστω ψήφους, ενδιαφέρουσες προτάσεις της ΝΔ. Ενδεικτικά αναφέρω:
α) την δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων (που προσέκρουσε στην εμμονική και απλώς αριστεροφανή μάχη οπισθοφυλακών που δίνει σε λάθος θέματα ο ΣΥΡΙΖΑ),
β) την καλύτερη και πλουραλιστικότερη ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου,
γ) την θέσπιση αυστηρών εγγυήσεων ως προς την διεξαγωγή δημοψηφίσματος,
δ) τον εξορθολογισμό της λειτουργίας του κοινοβουλίου,
ε) την ελαφρά διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας,
στ) την διαφορετική ανάδειξη της ηγεσίας της δικαιοσύνης,
ζ) την αναβάθμιση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ώστε να καταστεί σε κάποιον βαθμό – Συνταγματικό Δικαστήριο) και τέλος
η) την αλλαγή της ίδιας της διαδικασίας αναθεώρησης, ώστε να καταστεί κάπως ευχερέστερη.
Όλες αυτές θα μπορούσαν κατά την άποψή μου, αν υπήρχε εποικοδομητικό κλίμα και διάθεση συναίνεσης, να γίνουν αποδεκτές, υπό τον όρο της προσθήκης συγκεκριμένων αυστηρών προϋποθέσεων (ιδίως ως προς τα πανεπιστήμια, ώστε να είναι απαρεγκλίτως μη κερδοσκοπικά).
ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΕΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ
Άφησα τελευταία την πρόταση που αφορά την απεμπλοκή της εκλογής του Προέδρου από την διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών, διότι οι σχετικές αποφάσεις της Βουλής είναι αντιφατικές. Ψηφίσθηκε μεν η αναθεώρηση του άρθρου 32, που αναφέρεται στην διαδικασία της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, με 221 ψήφου, πλην όμως απορρίφθηκαν κάποιες παρακολουθηματικές τροποποιήσεις, από τις οποίες η μια (άρθρο 30) προβλέπει εκλογή από τη Βουλή (αλλά σύμφωνα με το άρθρο 32) ενώ οι άλλες αναφέρονται στην διάλυση της Βουλής, λόγω μη εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Όλα αυτά δημιουργούν σοβαρό ερμηνευτικό πρόβλημα, το οποίο θα κληθεί εν τέλει να το επιλύσει η επόμενη Βουλή. Αρκεί να μην επικρατήσουν έως τότε ακραίες και πολωτικές απόψεις, ένθεν κακείθεν, που θα μπορούσαν να καταλήξουν όχι μόνον στην μη υπερψήφιση του άρθρου 32 και στην δεύτερη ψηφοφορία (που θα γίνει σε ένα μήνα) αλλά και στην απόρριψη όλων των προτάσεων, από την σημερινή αντιπολίτευση, στην επόμενη Βουλή, που θα σήμαινε και την συνολική αποτυχία του συγκεκριμένου αναθεωρητικού εγχειρήματος.
Προσωπικά, πάντως, επί της ουσίας διαφωνώ και με τις δύο προτάσεις που διατυπώθηκαν, δηλαδή τόσο με του ΣΥΡΙΖΑ (άμεση εκλογή από τον λαό αν δεν επιτευχθεί αυξημένη πλειοψηφία 3/5 σε αλλεπάλληλες ψηφοφορίες) όσο και με της ΝΔ (εκλογή με 151 αν αποτύχουν δύο ψηφοφορίες, ως προς τα 3/5). Η πρώτη μπορεί να οδηγήσει, στις σημερινές δύσκολες συνθήκες, βραχυκύκλωμα στο πολίτευμα ενώ η άλλη μπορεί να καταλήξει εύκολα σε Πρόεδρο που θα προέρχεται από μια στενή –ή και οριακή– κυβερνητική πλειοψηφία. Η προσωπική μου άποψη είναι η εκλογή του Προέδρου να γίνεται από ένα ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα, που θα αποτελείται από τους βουλευτές και τα ανώτατα αιρετά όργανα της αυτοδιοίκησης (δημάρχους και περιφερειάρχες). Σε ένα τέτοιο σώμα, ακόμη και αν αποτύχουν οι πρώτες ψηφοφορίες, ως προς τα 3/5, η εκλογή του Προέδρου από την απόλυτη πλειοψηφία δεν ενέχει τον ίδιο κίνδυνο επιβολής μιας κυβερνητικής υποψηφιότητας, διότι οι αυτοδιοικητικοί άρχοντες δεν αποτελούν πλέον, στην μεγάλη τους πλειονότητα, ευθείες προεκτάσεις των κομμάτων (εξ ού και αποφεύγουν την επίσημη στήριξή τους).
*Άρθρο στην ηλεκτρονική εφημερίδα SL Press, 19.2.2019