Έχει γίνει με πολλούς τρόπους φανερό, ήδη από το ξέσπασμά της, ότι η δοκιμασία της πανδημίας στον ευρωπαϊκό χώρο δεν αφορά μόνο τα εθνικά κράτη. Αφορά εξ ίσου και την Ευρωπαϊκή Ένωση, (ΕΕ) η οποία για δεύτερη φορά, μέσα σε 10 χρόνια, βρίσκεται αντιμέτωπη με προβλήματα που απειλούν την ίδια την ύπαρξη και την προοπτική της. Το χειρότερο δε είναι ότι αυτήν την φορά η ΕΕ δεν έχει πλέον την λάμψη του παρελθόντος. Οι έκδηλες αδυναμίες, τα καθυστερημένα αντανακλαστικά και οι προβληματικοί χειρισμοί της στην οικονομική κρίση και το μεταναστευτικό (με μεγαλύτερο θύμα την χώρα μας) έχουν προκαλέσει μια πρωτοφανή κρίση πολιτικής νομιμοποίησης, που εκδηλώθηκε ήδη με την άνοδο ευρωσκεπτικιστικών ή και αντιευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων.
Αλλά και απέναντι στον κορωνοϊό οι πρώτες αντιδράσεις της ΕΕ μόνον επιτυχείς δεν ήταν. Καθυστέρησαν πολύ και αδικαιολόγητα, ήταν ανεπαρκείς ή/και απρόσφορες και εν τέλει αναβίωσαν ξανά, με την επανάληψη συγκεκριμένων νοοτροπιών και πρακτικών, την τραυματική αντίθεση βορρά-νότου. Ως εκ τούτου, είναι εύλογο να εκδηλώνονται έντονες αμφισβητήσεις για την στάση της. Ωστόσο, στο σημείο αυτό απαιτούνται ορισμένες κρίσιμες επισημάνσεις:
Α. Υπάρχει μια κριτική την οποία εύκολα θα χαρακτήριζε κανείς κακόπιστη και ισοπεδωτική. Αυτή εκπορεύεται κατά κανόνα από την «εθνολαϊκιστική» Ακροδεξιά, συνεπικουρούντων, όμως, εκ του αποτελέσματος, και ορισμένων παλαιοημερολογιτών της Αριστεράς. Επιδιώκει δε, κατά βάσιν, την πλήρη πολιτική απαξίωση της ΕΕ, προκειμένου να δικαιολογηθεί η πάση θυσία επιστροφή στο εθνικό κράτος, το οποίο προβάλλει –παρά την εμφανή αδυναμία του– σαν το μόνο καταφύγιο απέναντι στους διαβρωτικούς ανέμους της σύγχρονης οικονομικοπολιτικής πραγματικότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, η ΕΕ εμφανίζεται σαν μια γερμανοκρατούμενη και νεοφιλελεύθερη υπερεθνική οντότητα, με γραφειοκρατική και ανίκανη ηγεσία, που μεροληπτεί υπέρ των άπληστων και κυνικών κρατών του βορρά. Σε κάθε δε περίπτωση, επικρίνεται δριμύτατα ότι άφησε τα μέλη της έρμαια στην πανδημία αλλά και ότι αδιαφόρησε πλήρως για τις οικονομικές συνέπειές της.
Ωστόσο, η αντίφαση αυτής της κριτικής είναι έκδηλη: η ΕΕ εγκαλείται μεν για την μη άσκηση συγκεκριμένων παρεμβατικών πολιτικών, πλην όμως κάθε φορά που η συζήτηση στρέφεται προς την αναγκαιότητα καθιέρωσης θεσμών που θα καθιστούν δυνατή την άσκηση αυτών των πολιτικών, η απάντηση είναι πεισματικά αρνητική.
Η σχετική επιχειρηματολογία, βέβαια, που εστιάζει στην υπεράσπιση της «εθνικής κυριαρχίας» και στην καταγγελία του «υπερκράτους των Βρυξελλών», είναι σαθρή και άκρως υποκριτική. Η πανδημία είναι απλώς το πρόσχημα για να δαιμονοποιηθεί η ΕΕ και να καταγγελθεί η αδυναμία της να αντιμετωπίσει οποιασδήποτε πολιτική ή οικονομική πρόκληση.
Β. Υπάρχει όμως και μια άλλη κριτική, καλόπιστη και εποικοδομητική, που προέρχεται από ένα ευρύ φάσμα φιλοευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων, που καλύπτουν όλον τον χώρο μεταξύ ακροδεξιάς και ακροαριστεράς (συνυπολογιζομένου πλέον και του μεγαλύτερου μέρους της «ριζοσπαστικής Αριστεράς», που αναδύθηκε από την πρόσφατη οικονομική κρίση). Οι ασκούντες αυτήν την κριτική είναι κατ’αρχήν πεπεισμένοι –ο καθένας για τους δικούς τους λόγους– ως προς την αναγκαιότητα της ΕΕ. Ωστόσο ανησυχούν –και ευλόγως– για την ικανότητά της να αντιμετωπίσει τις ολοένα πολλαπλασιαζόμενες προκλήσεις των καιρών, τόσο σε σχέση με την πολλαπλή αμφισβήτηση των θεμελιωδών αρχών και κατακτήσεων του ευρωπαϊκού μοντέλου όσο και σε σχέση με την επαπειλούμενη «ολιγαρχία των αγορών» και τον διαρκώς αυξανόμενο διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό.
Μια τέτοια κριτική απέναντι στην ΕΕ, ακόμη και έντονη, είναι απολύτως θεμιτή και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται από την πολιτική ηγεσία της ΕΕ (ιδίως δε από το «βαθύ κράτος» των Βρυξελλών, το οποίο πρέπει, ως τάχιστα, να εγκαταλείψει την αλαζονεία, την έντονη δυσανεξία στην άλλη άποψη και την περισσή αυταρέσκεια…).
Από την άλλη, όμως, μια τέτοια κριτική πρέπει να είναι ακριβοδίκαιη. Ναι μεν τα πρώτα δείγματα γραφής της ΕΕ απέναντι στην πανδημία δεν προκάλεσαν ρίγη ενθουσιασμού, όπως είπαμε, πλην όμως δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το ότι στη συνέχεια τα αντανακλαστικά της βελτιώθηκαν αισθητά, όχι μόνον στο πεδίο της αντιμετώπισης της ίδιας της πανδημίας –με ανάληψη σημαντικών πρωτοβουλιών συντονισμού, αλληλεγγύης, και οικονομικής ενίσχυσης, που δεν πρέπει να υποτιμώνται– αλλά και στο πεδίο της αντιμετώπισης των οικονομικών επιπτώσεών της. Πράγματι, τόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ο ESM όσο και τα Κεντρικά Όργανα της ΕΕ (Συμβούλιο και Επιτροπή) κινήθηκαν, από ένα σημείο και μετά, με αξιοσημείωτη ευελιξία και αποτελεσματικότητα, εγκαταλείποντας ιδεοληψίες και αγκυλώσεις και επιδεικνύοντας πνεύμα αλληλεγγύης και εποικοδομητικής συνεργασίας.
Είναι γεγονός, βέβαια, ότι δεν φθάσαμε στην καθιέρωση ευρωομολόγου, που όντως θα αποτελούσε ένα ριζικότερο μέτρο. Ωστόσο, στο σημείο αυτό το ζήτημα της οικονομικής πολιτικής της ΕΕ πρέπει να τεθεί στις σωστές του διαστάσεις:
Το κρίσιμο ερώτημα, που ταλανίζει σήμερα τον ευρωπαϊκό δημόσιο διάλογο, είναι το ακόλουθο: θα υιοθετήσει η ΕΕ μέτρα που αντιστοιχούν σε μια ομοσπονδιακή δομή –όπως των ΗΠΑ– ή θα τανύσει στο έπακρο τα υπάρχοντα πολιτικά και οικονομικά μέσα, ώστε να επιτύχει την μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα και κοινωνική συνοχή;
Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για ψευδοδίλημμα. Όπως εύστοχα επιχειρηματολόγησε ο Αλέκος Παπαδόπουλος στα Νέα της 4.4.2020, τόσο το ευρωομόλογο όσο και, γενικότερα, η άσκηση προωθημένα παρεμβατικής οικονομικής πολιτικής προϋποθέτουν έναν ευρύτερο μετασχηματισμό της ΕΕ, προς την κατεύθυνση της πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης. Αυτήν την στιγμή, όμως, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται –δυστυχώς– στον ορίζοντα. Άρα, η μόνη επί της ουσίας ρεαλιστική πολιτική πρόταση, που απομένει, είναι η εξάντληση όλου του υπάρχοντος θεσμικού οπλοστασίου, με τις αναγκαίες πολιτικοθεσμικές υπερβάσεις που αυτό συνεπάγεται αλλά και χωρίς εκπτώσεις σε αυτά που συγκροτούν τον πυρήνα του ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού πολιτισμού.
Γ. Με αυτά τα δεδομένα, η εναγώνια αναζήτηση αμοιβαίων υποχωρήσεων, λεπτών εξισορροπήσεων και γενικά αποδεκτών συμβιβασμών, στην προχθεσινή Σύνοδο Κορυφής, ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενη. Από εκεί και πέρα, όμως, η τραγική πλην καταλυτική εμπειρία της πανδημίας έχει ήδη καταδείξει το προφανές:
Ο συγκεκριμένος τρόπος εξεύρεσης λύσεων έχει αγγίξει προ πολλού τα όριά του. Η ΕΕ δεν μπορεί πλέον να κρύβει το υπαρξιακό της πρόβλημα κάτω από το χαλί, καταφεύγοντας διαρκώς σε αντανακλαστικές, αποσπασματικές και ευκαιριακές λύσεις. Είτε θα αναληφθούν γενναίες πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με όσους το επιθυμούν, είτε θα συνεχίσει να παραπαίει, να κλυδωνίζεται και να αυτοσχεδιάζει, κάθε φορά που έρχεται αντιμέτωπη με τα μείζονα προβλήματα της εποχής μας.
Αρθρο στα «Νέα Σαββατοκύριακο», 25.4.2020