Αριστόβουλος Μάνεσης, ο ασυμβίβαστος υπερασπιστής του Δημοκρατικού Συνταγματισμού

Ομιλία  από την εναρκτήρια τελετή του Συνεδρίου «100 χρόνια από τη γέννηση του Αριστόβουλου Μάνεση», που πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα Τελετών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 16/12/2022.

Ο Όμιλός μας, με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από την γέννησή του Αριστόβουλου Μάνεση, αποφάσισε να τον τιμήσει με δύο σημαντικές πρωτοβουλίες: την έκδοση μιας ολοκληρωμένης βιογραφίας, για να φωτίσει την ζωή και το έργο του, και την διεξαγωγή ενός μεγάλου Συνεδρίου, για να αναδείξει την πλούσια και πολύπλευρη παρακαταθήκη του. Δυστυχώς ο Covid μας καθυστέρησε, αλλά σήμερα είμαι στην πολύ ευχάριστη θέση να εκφωνώ την εναρκτήρια ομιλία του Συνεδρίου μας, ανακοινώνοντας ταυτόχρονα ότι η βιογραφία έχει ήδη ολοκληρωθεί, με εξαιρετική επιτυχία, από τον αγαπητό συνάδελφο Χαράλαμπο Κουρουνδή, και θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και την Δημοκρατία, το οποίο και ευχαριστούμε ιδιαίτερα.

Το Συνέδριο αυτό πραγματοποιείται χάρη στην αμέριστη αρωγή και στήριξη του Πρύτανη του Πανεπιστημίου και αγαπητού φίλου και συναδέλφου Θάνου Δημόπουλου, τον οποίο αισθάνομαι την ανάγκη, και από την θέση αυτή, να ευχαριστήσω θερμότατα. Πολλές ευχαριστίες επίσης οφείλονται στις υπηρεσίες του Πανεπιστημίου, για την επιμέλεια και την προθυμία τους, καθώς και στην άτυπη Οργανωτική Επιτροπή του Συνεδρίου, για τις άοκνες προσπάθειές της. Επιτρέψτε μου δε να εξάρω ιδιαίτερα τον ρόλο του επικεφαλής αυτής της Επιτροπής και μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου μας Γιώργου Καραβοκύρη, που υπήρξε πράγματι η ψυχή αυτού του Συνεδρίου.

Επίσης, θέλω να εκφράσω την ιδιαίτερη χαρά και τιμή που αισθανόμαστε για το ότι την εκδήλωσή μας χαιρέτισαν, με τόσο θερμά και συγκινητικά λόγια, αφ’ενός μεν η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που ήταν πάντα κοντά μας και την θεωρούμε σάρκα εκ της σαρκός του Ομίλου μας, λόγω των επανειλημμένων και ενεργών συμμετοχών της σε σημαντικές εκδηλώσεις του, αφ’ετέρου δε ο Πρόεδρος της Βουλής, που μας μίλησε τόσο παραστατικά για την προσωπικότητα του Μάνεση και για το ρόλο του ως Προέδρου του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής.

****

Το έχω πει πολλές φορές, και δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω. Ο Αριστόβουλος Μάνεσης ανήκει στις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις, για τις οποίες δεν ισχύει το «ουδείς αναντικατάστατος». Αποτελούσε έναν τόσο σπάνιο συνδυασμό επιστημονικής προσφοράς, ακαδημαϊκού ήθους, συνέπειας και αγωνιστικότητας και σφράγισε με τόσο μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο την εποχή του, που θα μπορούσα να πω, υπερακοντίζοντας τον τίτλο της ομιλίας μου, ότι δεν υπήρξε απλώς ένας ασυμβίβαστος υπερασπιστής αλλά η ίδια η προσωποποίηση του δημοκρατικού συνταγματισμού.


Τι είναι όμως ο δημοκρατικός συνταγματισμός; Είναι, με δυό λόγια, η αντίληψη σύμφωνα με την οποία η έννοια της δημοκρατίας δεν μπορεί να είναι ολοκληρωμένη, αν αυτή δεν είναι ταυτόχρονα:

Πρώτον συμμετοχική, υπό την έννοια της εξάντλησης όλων των περιθωρίων άμεσης πολιτικής συμμετοχής που μπορούν να ενεργοποιήσουν την λαϊκή κυριαρχία στο πλαίσιο του αντιπροσωπευτικού συστήματος,

Δεύτερον φιλελεύθερη, υπό την έννοια της πληρέστερης δυνατής κατοχύρωσης των εγγυήσεων, των αντιβάρων και των δικαιωμάτων που συνδέονται με το κράτος δικαίου, και

Τρίτον κοινωνική, υπό την έννοια της ευρύτερης δυνατής εφαρμογής αρχών και δικαιωμάτων, που προσδίδουν ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο στις συνταγματικές έννοιες της ισότητας και της δικαιοσύνης.

Αυτήν την αντίληψη για την δημοκρατία, που συνοψίζεται στον όρο δημοκρατικός συνταγματισμός, ενστερνίσθηκε πολύ νωρίς ο Αριστόβουλος Μάνεσης, εντρυφώντας στο έργο του επί της ουσίας Δασκάλου του Αλέξανδρου Σβώλου, με τον οποίο θα συναντηθεί προσωπικά όχι στα αμφιθέατρα αλλά στο πολιτικό πεδίο, εντασσόμενος, στις δύσκολες συνθήκες της μεταπολεμικής περιόδου, στο σοσιαλιστικό κόμμα του. Αυτή δε η ένταξη –που ήταν η μόνη στην ζωή του– ήταν μια έμπρακτη αναγνώριση όχι μόνον της προσφοράς του Αλέξανδρου Σβώλου στην Πολιτειολογία και στο Συνταγματικό Δίκαιο αλλά και της πολιτικής στάσης του, καθώς στο ζοφερό κλίμα της ψυχροπολεμικής υστερίας η φωτεινή μορφή του αποτελούσε μια όαση νηφαλιότητας, αντίστασης αλλά και εθνικής συμφιλίωσης.

Ωστόσο, η επιστημονική πορεία του Μάνεση θα κινηθεί σε αντίστροφη φορά, σε σχέση με εκείνη του Σβώλου. Ενώ εκείνος θα διαμορφώσει και θα επεξεργασθεί τις προωθημένες αντιλήψεις του δημοκρατικού συνταγματισμού σε συνθήκες που ευνοούσαν την ανάδειξη και υποστήριξη νέων ιδεών, ο Μάνεσης, αντίθετα, θα ξεκινήσει τον νομικοπολιτικό βηματισμό του σε μία περίοδο κατά την οποία η χώρα μας αποτελούσε θλιβερή εξαίρεση ως προς τις συνταγματικές της εξελίξεις. Πράγματι, ενώ μεταπολεμικά στις άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες αποτυπώνονται πλέον, σε συνταγματικό επίπεδο, όλες σχεδόν οι προωθημένες διεκδικήσεις του δημοκρατικού συνταγματισμού, στην Ελλάδα του εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου επιβάλλεται και σταδιακά παγιώνεται πλήρως ένα καθεστώς «καχεκτικής», αν όχι υποτυπώδους, δημοκρατίας, που βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδά του. Όχι μόνον διότι το ίδιο το Σύνταγμα του 1952 είναι εμφανώς απαρχαιωμένο και έκδηλα εχθρικό απέναντι σε κάθε επιλογή που θα μπορούσε να οδηγήσει, όπως σε άλλες χώρες, στην κατοχύρωση προωθημένων εκδοχών της συμμετοχικής, φιλελεύθερης και –πολλώ μάλλον– κοινωνικής δημοκρατίας. Το χειρότερο είναι ότι ακόμη και το Σύνταγμα αυτό ήταν εγγενώς υπονομευμένο τόσο από το «παρασύνταγμα», που αναιρούσε εν πολλοίς πλείστα όσα ατομικά δικαιώματα, όσο και από την αχρήστευση στην πράξη των πολιτικών δικαιωμάτων, μέσω μεθοδευμένων εκλογικών συστημάτων και πρακτικών βίας και νοθείας…

Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Αριστόβουλος Μάνεσης ήταν εύλογο να μην ξεδιπλώσει όλες τις πτυχές του επιστημονικού προβληματισμού του για τον δημοκρατικό συνταγματισμό. Θα αρκεσθεί, παίρνοντας πλέον την σκυτάλη από τον Σβώλο της ταραγμένης προπολεμικής και μεταπολεμικής περιόδου, στο να προτάξει την εγγυητική λειτουργία του Συντάγματος, προκειμένου να διασωθεί ό,τι μπορούσε να διασωθεί, ως προς την προστασία των πολιτικών και των ατομικών δικαιωμάτων, και αφιερώνοντας μόνο περιορισμένες ή/και υπαινικτικές σκέψεις για άλλα θεωρητικά θέματα, που είναι φανερό πάντως, ότι τον απασχολούσανν ιδιαίτερα. Στην κατεύθυνση λοιπόν αυτήν, της πρόταξης του εγγυητισμού απέναντι στην αυθαιρεσία της εκτελεστικής εξουσίας, θα κινηθεί κατ’αρχήν τόσο η διατριβή του («Περί αναγκαστικών νόμων. Αι εξαιρετικαί νομοθετικαί αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας»), που εκδόθηκε το 1953, όσο και η υφηγεσία του, δηλαδή ο πρώτος τόμος του μνημειώδους έργου του «Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος», που εκδόθηκε το 1956. Η ίδια οπτική γωνία –έστω και με κάποιες αποχρώσεις– χαρακτηρίζει και το επίσης εμβληματικό εναρκτήριο μάθημά του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το 1962, με τίτλο: «Το Συνταγματικόν Δίκαιον ως τεχνική της πολιτικής ελευθερίας», τον δεύτερο τόμο των Εγγυήσεων τηρήσεως του Συντάγματος, που ολοκληρώθηκε το 1965 (λίγο πριν από τα Ιουλιανά), το διδακτικό του εγχειρίδιο, το 1967, και το σύνολο σχεδόν των ειδικότερων μελετών του, πολλές από τις οποίες στηλιτεύουν με πολύ έντονο τρόπο τις αυταρχικές παρεκτροπές της μετεμφυλιακής εξουσίας, ιδίως ως προς τις εκτοπίσεις των αντιφρονούντων, τις εκλογές βίας και νοθείας και την αυθαίρετη νομοθέτηση, μέσω των διαβόητων Πράξεων Υπουργικού Συμβουλίου.

Υπάρχουν πάντως και κάποιες εξαιρέσεις από αυτήν την –επιβληθείσα εκ των πραγμάτων– εστίαση του επιστημονικού προβληματισμού του Μάνεση στον εγγυητισμό:

Η πρώτη, αφορά την ευρωπαϊκή παράμετρο του θεωρητικού του προσανατολισμού. Ο Μάνεσης, ήταν ευθύς εξ αρχής ένθερμος υπέρμαχος της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Για τον λόγο αυτό το 1954 έγινε ιδρυτικό μέλος στην «Ευρωπαϊκή Λέσχη», στην οποία το 1956, και αφού επί 5 χρόνια είχε επανειλημμένα μεταβεί σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια με υποτροφία, εκφώνησε μία βαρυσήμαντη ομιλία με θέμα Το πρόβλημα της πολιτικής ενώσεως της Ευρώπης, που εκδόθηκε μάλιστα σε αυτοτελή μελέτη το 1957. Σε αυτήν, όχι μόνο συντασσόταν με τη διαπίστωση του σοσιαλιστή Spaak ότι είναι ιστορικά και ηθικά απαράδεκτο η Ευρώπη να «ζη με την ελεημοσύνην των Αμερικανών και με τον φόβον των Ρώσσων» αλλά και προέβαλε, με αξιοσημείωτη διορατικότητα, την ενοποίησή της, σαν μια σημαντική ευκαιρία να αναχθούν σε υπερεθνικό επίπεδο, με μείζονες εγγυήσεις, οι θεμελιώδεις αρχές του δημοκρατικού συνταγματισμού.

Η δεύτερη εξαίρεση, ως προς την θεωρητική πρόταξη του εγγυητισμού, είναι μία πολιτικά και συναισθηματικά φορτισμένη ομιλία του στο πολιτικό μνημόσυνο του Σβώλου, τον Μάρτιο του 1966. Εκεί δεν θα διστάσει να μιλήσει πλέον εφ’όλης της ύλης για το νόημα και τις θεωρητικές προτεραιότητες του δημοκρατικού συνταγματισμού, με ιδιαίτερη μάλιστα έμφαση στην κοινωνική δημοκρατία, για την οποία είπε χαρακτηριστικά, με μία περίφημη πλέον παράφραση του Ευαγγελίου, ότι «δεν έρχεται καταλύσαι αλλά πληρώσαι» την πολιτική δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Στην ομιλία αυτήν κατέστησε από τότε σαφές, προς κάθε κατεύθυνση, ότι οι θέσεις του δεν περιορίζονται απλώς σε μια αμυντική λογική αλλά αποβλέπουν στην διαλεκτική υπέρβαση του ερμαφρόδιτου Συντάγματος του 1952, στο πλαίσιο μιας ρηξικέλευθης θεώρησης για τον ολόπλευρο δημοκρατικό μετασχηματισμό του κράτους και της κοινωνίας.

Παρά ταύτα, πάντως, αυτό που κυριαρχεί στο προδικτατορικό έργο του, είναι η συνεχής και ενδελεχής προσπάθεια να βρει στο Σύνταγμα του 1952, παρά τις αδυναμίες, τις αγκυλώσεις και τις εγγενείς αντιφάσεις του, μία στέρεα ερμηνευτική βάση που να διασφαλίζει, έστω και στοιχειωδώς, την λειτουργία των όποιων φιλελεύθερων και δημοκρατικών στοιχείων του. Η πλήρης αξιοποίηση της ελληνικής και ευρωπαϊκής βιβλιογραφίας και οι συνεχείς αναγωγές στην συνταγματική ιστορία, στο συγκριτικό συνταγματικό δίκαιο και στην προοπτική πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης, σε συνδυασμό με την δύναμη και την αναμφισβήτητη επιστημονική ποιότητα των επιχειρημάτων του, δεν αφήνουν, ακόμη και στους πλέον κακόπιστους, πολλά περιθώρια να αμφισβητήσουν την επιστημοσύνη του. Αυτό του παρέχει την δυνατότητα να εξαντλήσει ακόμη και τα ακρότατα όρια ανοχής του πολιτικού και ακαδημαϊκού συστήματος της εποχής. Πράγματι, με μόνο όπλο την επιστημονική του κατάρτιση και την προσωπική του αξιοπρέπεια, ο Μάνεσης θα δείξει από την πρώτη στιγμή εμφανή δείγματα ενός θαρραλέου αντικομφορμισμού και μιας συνεχούς αντιπαράθεσης με την εξουσία, ακόμη και στις χειρότερες εποχές της μετεμφυλιακής περιόδου και ενώ στο Πανεπιστήμιο βαρύνοντα ρόλο ως προς την εξέλιξή του είχε ένας ατάλαντος καθηγητής, που ήταν οπαδός του Μεταξά και μετέπειτα υπουργός της χούντας.

Η κορυφαία στιγμή της αντιπαράθεσής του με το ερμαφρόδιτο μετεμφυλιακό καθεστώς υπήρξε βέβαια η στάση του στα Ιουλιανά. Παρότι εκκρεμούσε ακόμη η υπογραφή του διορισμού του ως τακτικού καθηγητή, τα κείμενα και οι δηλώσεις του έγιναν ευθύς εξ αρχής σημαία του αντιμοναρχικού αγώνα και ευαγγέλιο του κοινοβουλευτισμού απέναντι στις μεθοδεύσεις της «αποστασίας». Όμως η πολιτική άνοιξη των μέσων της δεκαετίας του ‘60 δεν κράτησε δυστυχώς πολύ, καθώς η «καχεκτική δημοκρατία» τελικά ανατράπηκε βίαια από την χούντα των συνταγματαρχών. Ούτε αυτό όμως πτόησε τον Μάνεση. Χωρίς δισταγμό και με πλήρη συναίσθηση των συνεπειών αποφάσισε να πει το μεγάλο ΌΧΙ στην δικτατορία. Τουλάχιστον αυτός πρόλαβε, με το περίφημο «Τελευταίο Μάθημα», να αποχαιρετήσει διά ζώσης τους φοιτητές του –και όχι μόνον αυτούς– σε αντίθεση με τον Σβώλο, που είχε αναγκασθεί να στείλει αποχαιρετιστήρια επιστολή… Ακολούθησε η απόλυση από το Πανεπιστήμιο και η εκτόπιση στο Λιδωρίκι, έως ότου η χούντα υπέκυψε στις διεθνείς πιέσεις και του επέτρεψε να φύγει για να διδάξει στη Γαλλία, από όπου επέστρεψε μόνο μετά την πτώση της και αφού είχε συμβάλει, με κάθε τρόπο, στον αντιδικτατορικό αγώνα.

Η μεταπολίτευση αποτέλεσε για τον Μάνεση μια εντελώς νέα πραγματικότητα. Η βαριά ατμόσφαιρα της μετεμφυλιακής περιόδου και ο ζόφος της χούντας έδωσαν την θέση τους στην εποχή των μεγάλων προσδοκιών. Στο επίκεντρο δε αυτών των προσδοκιών βρέθηκε η ψήφιση ενός νέου Συντάγματος, με διακηρυγμένη την πρόθεση των πολιτικών δυνάμεων να συζητηθούν επιτέλους, σε κλίμα συναίνεσης, όλες οι βασικές επιλογές του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού συνταγματισμού.

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο επανελθών στην θέση του στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης Αριστόβουλος Μάνεσης, με την αναμφισβήτητη αίγλη του αντιστασιακού, πρωτοστάτησε τόσο στην κατάργηση της μοναρχίας, μέσω του σχετικού δημοψηφίσματος, όσο και στην διατύπωση ρηξικέλευθων θέσεων για τον ολόπλευρα δημοκρατικό προσανατολισμό του νέου Συντάγματος. Οι θέσεις αυτές, μάλιστα, αποτέλεσαν τον κορμό των προτάσεων «για ένα δημοκρατικό Σύνταγμα», τις οποίες διατύπωσε συμμετέχοντας ενεργά σε μια ad hoc συσταθείσα «Ομάδα Επιστημόνων». Παρότι δε οι περισσότερες από τις προτάσεις αυτές δεν εισακούσθηκαν, η γενική εικόνα του Συντάγματος του 1975 θα ήταν μια εικόνα ευρειών συνθέσεων και συγκλίσεων, αν δεν είχε παρεισφρήσει σε αυτό η πολιτικά υστερόβουλη υπερενίσχυση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας, που εντασσόταν εμφανώς στην πρόθεση του Κωνσταντίνου Καραμανλή να κηδεμονεύσει τις επερχόμενες εξελίξεις, με μια μελλοντική μεταπήδησή του στην θέση του Προέδρου. Στην μεθόδευση αυτήν ο Μάνεσης αντέδρασε με δριμύτητα, μιλώντας για απαράδεκτες «υπερεξουσίες» του Προέδρου και δίνοντας με το μαχητικό άρθρο του «Η νομικοπολιτική θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά το κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος» όλα τα βασικά επιχειρήματα που χρειαζόταν η τότε αντιπολίτευση για να αντιταχθεί στην Βουλή σε μια τόσο ακραία εκδοχή της προεδρευόμενης δημοκρατίας.

Ωστόσο, παρότι και σε αυτές τις τοποθετήσεις του είναι έντονη η διάσταση του εγγυητισμού, ο Μάνεσης κινείται πλέον σε ένα πολύ ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο. Απαλλαγμένος από τους καταναγκασμούς της συγκυρίας, θα ξεδιπλώσει όλες τις πτυχές της συνταγματικής του θεώρησης, οριοθετώντας με πολύ σαφή και ολοκληρωμένο αυτήν την φορά τρόπο τις συμμετοχικές, τις φιλελεύθερες και τις κοινωνικές παραμέτρους του δημοκρατικού συνταγματισμού στα δύο διδακτικά του εγχειρίδια: τις Ατομικές Ελευθερίες, του 1978, και το Συνταγματικό Δίκαιο, του 1980.

Θα μεσολαβήσει και πάλι ένα διάλειμμα επιστροφής στον εγγυητισμό, με το έργο του «Η συνταγματική αναθεώρηση του 1986. Μια κριτική αποτίμηση της νομικοπολιτικής σημασίας της». Σε αυτό επικεντρώνει πλέον την κριτική του στην επίσης πολιτικά υστερόβουλη αναθεώρηση του Ανδρέα Παπανδρέου, αναδεικνύοντας με ενάργεια τόσο τις ακραίες υπερβολές της, προς την κατεύθυνση της αποδυνάμωσης πλέον του Προέδρου, όσο και την αξία και την σημασία των θεσμικών αντιβάρων απέναντι στον πρωθυπουργοκεντρισμό. Ωστόσο και πάλι αυτό θα συνδυασθεί με έναν ευρύτερο και συχνά πολιτειολογικό προβληματισμό. Αυτός θα συνοψισθεί αρχικά σε ένα εξαιρετικά γλαφυρό και διεισδυτικό κείμενο για την «Εξέλιξη των πολιτικών θεσμών στην Ελλάδα», που δημοσιεύθηκε το 1986, και θα κορυφωθεί με τα τελευταία, σχεδόν προφητικά, έργα του: πρώτον, «Το Σύνταγμα στο κατώφλι του 21ου αιώνα», που ήταν η ομιλία που εκφώνησε για την επίσημη υποδοχή του στην Ακαδημία Αθηνών, το 1993, και δεύτερον την μελέτη του «Όψεις και αντιμετώπιση του Ρατσισμού», που αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα του.

Σκιαγραφεί άραγε ικανοποιητικά την εικόνα του Μάνεση αυτή η σύντομη περιδιάβαση; Η απάντηση θα ήταν ίσως καταφατική για κάποιον που δεν γνώρισε τον Μάνεση. Ωστόσο, θεωρώ απαραίτητο, σε αυτήν την εκδήλωση, να επιμείνω λίγο περισσότερο στην προσωπικότητα και στον ευρύτερο ρόλο του, μιλώντας και βιωματικά, καθώς είχα την σπάνια τύχη να συνδεθώ μαζί του πολύ στενά, σχεδόν για μια εικοσαετία.
Α. Το πρώτο που θέλω να τονίσω, είναι ότι ο Μάνεσης δεν ήταν μόνο ένας συνταγματολόγος. Ήταν πρώτα και πάνω από όλα ένας γνήσιος και βαθυστόχαστος διανοούμενος, από τους σημαντικότερους της γενιάς του, που ανέλυσε σε βάθος όλες τις θεσμικές διαστάσεις του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, άλλοτε ανατρέχοντας διεισδυτικά στις ιστορικές καταβολές του ελληνικού κράτους, άλλοτε ερευνώντας με ενάργεια την δομή, την οργάνωση και την λειτουργία του, άλλοτε αναδεικνύοντας γλαφυρά και εύστοχα τις παθογένειές του και άλλοτε ανατέμνοντας τον συνταγματικά οργανωμένο πολιτικό και κοινωνικό βίο και τις συγκρούσεις που διεξάγονται στο εσωτερικό του.

Β. Δεν ήταν όμως γενικά ένας διανοούμενος. Ήταν ένας διανοούμενος της Αριστεράς. Μιας Αριστεράς, βέβαια, που το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν αφ’ενός η πλήρης άρνηση του ολοκληρωτισμού, του δογματισμού και του παλαιοημερολογητισμού και αφ’ετέρου η κριτική και εκλεκτικιστική επιλογή εκείνων μόνον των στοιχείων της που είναι συμβατά με μία φωτεινή, ουμανιστική και συνάμα ελευθεριακή θεώρηση της ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας. Σχολιάζοντας ο ίδιος την συμμετοχή του σε διαδηλώσεις στο Παρίσι, έδειχνε καθαρά ότι δεν προτιμούσε αυτές που έδιναν την εικόνα μιας Αριστεράς βλοσυρής και συντεταγμένης, σε οιονεί στρατιωτικούς σχηματισμούς, αλλά τις πορείες που ανέδιδαν το άρωμα μιας Αριστεράς πολύχρωμης, πολύβουης και ανυπότακτης.

Στα πρώτα της βήματα βέβαια, η πολιτικοποίησή του θα ξεκινήσει, όπως προαναφέρθηκε, με την υιοθέτηση του ρωμαλέου και ριζοσπαστικού δημοκρατικού σοσιαλισμού του Σβώλου. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της χούντας δεν θα διστάσει να εμπλουτίσει αυτές τις απόψεις με τις πλούσιες θεωρητικές αναζητήσεις της δεκαετίας του ’60, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις ρηξικέλευθες απόψεις του ευρωκομμουνισμού –και ιδίως του Νίκου Πουλαντζά– αλλά και στο «νέο ρίγος και σφρίγος» που συνεισέφερε στις προοδευτικές ιδέες ο Μάης του ’68. Ως εκ τούτου, από ένα σημείο και μετά, όπως δείχνει ιδίως το προαναφερθέν πολιτειολογικό του δοκίμιο «Η εξέλιξη των πολιτικών θεσμών στην Ελλάδα», οι θέσεις του υπερακοντίζουν τις αντιλήψεις της –όλο και πιο μετριοπαθούς, πλέον– σοσιαλδημοκρατίας και συνδέονται με σαφώς ριζοσπαστικότερες προτάσεις ως προς το βάθος και την έκταση των προτεινόμενων κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών, με επίκεντρο την ενίσχυση του ρόλου των κοινωνικών κινημάτων, την αναγκαιότητα αυτοδιαχειριστικών προσανατολισμών και την δραστικότερη καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Γ. Ωστόσο, ο Μάνεσης ήταν ταυτόχρονα και συνταγματολόγος. Πως συμβιβαζόταν αυτή η σαφής και αναμφισβήτητη πολιτική του τοποθέτηση με τον επιστημονικό του ρόλο; Στο σημείο αυτό πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Μάνεσης αποτέλεσε μακράν το καλύτερο υπόδειγμα για το πώς ένας καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου μπορεί να πείσει και τον πλέον κακόπιστο ότι η ερμηνεία του Συντάγματος υπακούει αποκλειστικά και μόνον σε επιστημονικά κριτήρια και δεν υπαγορεύεται ούτε από πολιτικές σκοπιμότητες ούτε από ιδεολογικές προτιμήσεις.

Το μυστικό, ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός, δεν ήταν άλλο από τον ιδιότυπο μεν πλην αναμφισβήτητο νομικό θετικισμό του. Σύμφωνα με αυτόν, ο συνταγματολόγος πρέπει μεν να συνδυάσει ευρηματικά –και εξαντλώντας όλα τα θεμιτά όρια– τις παραδεδεγμένες μορφές επιστημονικής ερμηνείας (ιστορική, γραμματική, τελολογική, συστηματική), πλην όμως χωρίς να ενδίδει στις σειρήνες ούτε του συνταγματικού λαϊκισμού, σύμφωνα με τον οποίο ό,τι δεν αρέσει στον λαό θεωρείται αντισυνταγματικό, αλλά ούτε και του συνταγματικού ελιτισμού, σύμφωνα με τον οποίο, βασικό κριτήριο για την κρίση περί συνταγματικότητας είναι απλώς η αυθεντία –πραγματική ή κατασκευασμένη– του ερμηνευτή. Στο σημείο όμως αυτό απαιτούνται κάποιες διευκρινίσεις:

Ο θετικισμός του Μάνεση ήταν κατ’αρχάς άρρηκτα συνυφασμένος με δύο βασικές του προτεραιότητες. Η πρώτη, ήταν η έντονη αντιπαράθεσή του με τις θεωρίες του φυσικού δικαίου, που είχε βαθύτατη πεποίθηση ότι υπονομεύουν εγγενώς τον συνταγματισμό. Η δεύτερη, όπως προαναφέρθηκε ήδη, ήταν ο εγγυητισμός, ο οποίος εκκινεί από μία συγκεκριμένη θεώρηση για το Συνταγματικό Δίκαιο ως «τεχνική της πολιτικής ελευθερίας» και εξειδικεύεται με την εναγώνια αναζήτηση ασφαλιστικών δικλείδων και θεσμικών αντιβάρων, για την θωράκιση τόσο των δημοκρατικών αντιπροσωπευτικών θεσμών όσο και των ατομικών δικαιωμάτων.

Επιπλέον, ο θετικισμός αυτός αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο μιας κριτικής-διαλεκτικής μεθόδου, σύμφωνα με την οποία αφ’ενός δεν νοείται αποκομμένος από ένα δημοκρατικά νομιμοποιημένο Σύνταγμα και αφ’ετέρου δεν συνεπάγεται μια τυποκρατική και στεγανοποιημένη από την κοινωνική πραγματικότητα ερμηνεία. Υπό το πρίσμα δε αυτής της μεθόδου, δεν αποκλείονται ούτε ο θεωρητικός εκλεκτικισμός ούτε οι εξωνομικές –ιστορικές, κοινωνιολογικές, πολιτειολογικές ή ακόμη και πολιτικές– αναγωγές. Yπό έναν όμως απαρέγκλιτο όρο: να μην εκλαμβάνονται σαν συστατικά στοιχεία της ερμηνείας αλλά να εντάσσονται σε μια ευρύτερη κριτική αξιολόγηση του συνταγματικού κανόνα, προκειμένου να μπορεί ο θεωρητικός του συνταγματικού δικαίου όχι μόνον να τον ερμηνεύει μετά λόγου γνώσεως, ως προς τις κοινωνικοπολιτικές αναγωγές του, αλλά και να προτείνει τυχόν πρόσφορη τροποποίησή του, με θεμελιωμένες θέσεις συνταγματικής πολιτικής.

Όταν ο Μάνεσης ερμηνεύει το ισχύον δίκαιο, εξαντλεί μεν όλα τα όρια της επιστημονικής ερμηνείας πλην όμως σε καμία περίπτωση δεν τα υπερβαίνει. Ενώ δηλαδή αξιοποιεί πλήρως και χωρίς εκπτώσεις και σχετικοποιήσεις τις αρχές που αποτελούν το θεμέλιο και την πεμπτουσία του δημοκρατικού συνταγματισμού, δεν προσχωρεί επ’ουδενί στην αντίληψη του «Συντάγματος-λάστιχο», που τανύζεται κατά το δοκούν ανάλογα με τις εκάστοτε ιδεολογικές προσεγγίσεις ή πολιτικές σκοπιμότητες. Ή, για να το πω με τα δικά του λόγια:

«η κριτική προσέγγιση του δικαίου δεν πρέπει να καταντάει πολιτική προπαγάνδα υπέρ ή κατά πολιτικών ή κομματικών θέσεων και παρατάξεων. Οφείλει όχι μόνο να είναι αλλά και να φαίνεται –σαν την γυναίκα του Καίσαρα– σοβαρή έντιμη και νηφάλια προσπάθεια για την αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας και για μετάδοση της επιστημονικής γνώσης και του επιστημονικού προβληματισμού».

Αυτή του δε την προσέγγιση την ζήσαμε πολύ έντονα όσοι ήμασταν μαζί του στην Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, για την οποία θα μας μιλήσει αναλυτικά αύριο ο αγαπητός συνάδελφος Αντώνης Παντελής. Εκεί έθετε με σαφήνεια και χωρίς περιστροφές τις κόκκινες γραμμές της επιστημονικής ερμηνείας: δεν υποκύπτουμε ποτέ στις πολιτικές πιέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης –όση δυσαρέσκεια κι αν προκαλούμε με την στάση μας– αλλά και δεν μετατρέπουμε ποτέ τις ιδεολογικοπολιτικές μας διαφωνίες σε έλεγχο συνταγματικότητας.

Εν κατακλείδι, ο Μάνεσης, παρότι ανέδειξε με μοναδική ενάργεια και πληρότητα την αδιάσπαστη σχέση του Συνταγματικού Δικαίου με τη ζέουσα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, παράλληλα υπερασπίσθηκε μέχρι τέλους την αυτονομία και την ενδελέχεια του επιστημονικού λόγου. Ιδίως δε, και θέλω να το τονίσω, αρνήθηκε με επιμονή και με υποδειγματική συνέπεια να υποταχθεί ­ή έστω να προχωρήσει πρόσκαιρα ­ στην αδίστακτη λογική της εξουσίας, που θέλει τον συνταγματολόγο απολογητή της, προκειμένου να καλύπτονται, με προσχηματικές «ερμηνείες»-σοφιστείες και εν τέλει να «νομιμοποιούνται» οι επιδιώξεις, οι σκοπιμότητες και ιδίως οι ποικίλες παρεκτροπές των εκάστοτε κρατούντων.

Κλείνω με μερικές επιπλέον παρατηρήσεις, τις οποίες θεωρώ πραγματικά κρίσιμες για τον φωτισμό της προσωπικότητας και του έργου του σήμερα τιμωμένου.
Α. Η πρώτη αφορά την έντονα αντιεξουσιαστική στάση ζωής του Μάνεση, που τον χαρακτηρίζει συνολικά και διαχρονικά. Δεν υπονοώ βέβαια ότι ήταν αναρχικός, για να μην υπάρξουν παρανοήσεις. Ο Μάνεσης είχε διαρκώς κατά νουν τον Μοντεσκιέ, που έλεγε ότι η εξουσία ρέπει εξ ορισμού προς την αυθαιρεσία. Και έθετε πάντα, λόγω και έργω, τον εαυτό του στην προφυλακή των αντιμαχομένων την αυθαιρεσία της εξουσίας, υπό την όποια εκδοχή της, αρθρώνοντας με παρρησία και με τεράστια αποθέματα προσωπικής αξιοπρέπειας και γενναιότητας τα μεγάλα και μικρά «όχι» που στοιχειοθετούν πειστικά τον ανυπότακτο και σε τελευταία ανάλυση «αντιεξουσιαστικό» επιστημονικό του λόγο. Αυτόν δε τον λόγο, ή για να το πούμε ορθότερα, αυτόν τον αδιάκοπο, έντονο και θαρραλέο αντίλογό του απέναντι στον λόγο της εξουσίας, δεν δέχθηκε ποτέ να τον εξαργυρώσει στο παζάρι των αξιωμάτων, παρά τις συνεχείς πιέσεις και προκλήσεις…

Η αντιεξουσιαστική στάση του, όμως, δεν αφορούσε μόνο την κρατική εξουσία. Εξ ίσου επικίνδυνες θεωρούσε και τις ιδιωτικές εξουσίες, ως προς την ροπή τους στον αυταρχισμό. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις εξουσίες που αναδείχθηκαν σε υπερεθνικό επίπεδο, στην γκρίζα ζώνη της παγκοσμιοποίησης, σηματοδοτώντας, όπως έγραψε διορατικά, μια νέα ανησυχητική πραγματικότητα ως προς τα ατομικά δικαιώματα. Ο προβληματισμός του είχε ως αφετηρία μικρότερες και πιο παραδοσιακές μορφές ιδιωτικής εξουσίας, είτε στο οικογενειακό είτε στο ακαδημαϊκό είτε στο ευρύτερο εργασιακό περιβάλλον. Ακόμη δε και στο πεδίο αυτό αποτέλεσε υπόδειγμα. Δεν είδα ποτέ ίχνος εξουσιαστικής συμπεριφοράς, ούτε στην οικογένειά του –εξ ού και η προσωπική αξιοπιστία της τεράστιας συμβολής του στην μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου– αλλά ούτε και στο Πανεπιστήμιο. Κατ’αρχάς ήταν ο πρώτος που αμφισβήτησε έμπρακτα την εξουσία της έδρας, καθιερώνοντας μια πρόδρομη μορφή συλλογικού πανεπιστημιακού οργάνου. Πρόκειται για την περίφημη «παρά φύσιν έδρα», όπως έλεγε περιπαικτικά η Μαίρη Μάνεση και όπως θα δούμε αναλυτικά σε αυριανό πάνελ. Επίσης, όχι μόνον μας απαγόρευε να του μιλούμε στον πληθυντικό, καταργώντας ευθύς εξ αρχής τις αποστάσεις, αλλά και μας έκανε να νιώθουμε πραγματικά ισότιμοι και να μην διστάζουμε να εκφράζουμε την άποψή μας, ακόμη κι αν ήταν αντίθετη. Θα έλεγα μάλιστα ότι δεν αποδεχόταν απλώς αλλά και επιζητούσε την κριτική και την διαφωνία…

Β. Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την στάση του απέναντι στον εθνικισμό. Ο Μάνεσης, όπως είναι εύλογο, τον απεχθανόταν, θεωρώντας τον alter ego του ρατσισμού και του φασισμού. Ωστόσο, όντας διαπαιδαγωγημένος στην σχολή του πατριωτικού σοσιαλισμού του Σβώλου και όχι στην σχολή του κομμουνιστικού διεθνισμού, είχε έντονες επιφυλάξεις και για κάποιες ακραίες εκδοχές του αντιεθνικισμού, ιδίως, όπως έλεγε χαρακτηριστικά, όταν αυτός ο αντιεθνικισμός τροφοδοτεί άκριτα τον εθνικισμό των άλλων, δηλαδή των γειτόνων μας. Απόρροια μιας τέτοιας προσέγγισης ήταν και η πατριωτική μεν αλλά ταυτόχρονα και ρεαλιστική στάση του στο «Μακεδονικό». Από την μία συνυπέγραφε με άλλες προσωπικότητες ότι «το όνομά μας είναι η ψυχή μας» αλλά από την άλλη τασσόταν ρεαλιστικά, τόσο στον Τύπο όσο και σε άτυπες διαβουλεύσεις με το υπουργείο Εξωτερικών –ήμουνα μπροστά σε μια τέτοια τηλεφωνική συνομιλία– υπέρ της αποδοχής ενός σύνθετου ονόματος που θα εμπεριείχε και τον όρο Μακεδονία.

Γ. Η τρίτη παρατήρηση αφορά την στάση του απέναντι στον λαϊκισμό. Ο Μάνεσης ήταν από τους πρώτους που κατήγγειλαν τις ποικίλες λαϊκιστικές νοοτροπίες και πρακτικές, οι οποίες ως γνωστόν χρωμάτισαν έντονα το πολιτικό τοπίο της μεταπολίτευσης, σε συνάρτηση και με τον αρχηγισμό των μεγάλων κομμάτων. Υπάρχουν μάλιστα και ορισμένα εξαιρετικά γλαφυρά σχετικά άρθρα του στον Τύπο. Ωστόσο και στο θέμα αυτό η στάση του είναι εξαιρετικά ισορροπημένη και διαφέρει ριζικά από τον τρέχοντα –και συνήθως ψευδεπίγραφο– αντιλαϊκιστικό λόγο. Αφ’ενός μεν δεν χρησιμοποιεί τον όρο «λαϊκισμός» διά πάσαν νόσον του πολιτικού μας συστήματος, όπως συμβαίνει κατά κόρον σήμερα, αφ’ετέρου δε , το και σπουδαιότερο, δεν πετάει μαζί με τα απόνερα και το παιδί, δηλαδή τον ίδιο τον λαό και κατ’επέκτασιν τον ρόλο του στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Σε αντίθεση με τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, ο Μάνεσης δεν διακατεχόταν από κανενός είδους ελιτισμό. Καταδίκαζε απερίφραστα την διαλεκτική των τεχνικών της εξουσίας, που θεωρούν ότι δικαιούνται να ομιλούν στο όνομα του λαού αλλά ερήμην του, και πρότεινε με κάθε ευκαιρία τον εμπλουτισμό του αντιπροσωπευτικού συστήματος με θεσμούς άμεσης δημοκρατικής συμμετοχής. Παράλληλα δε ήταν εξαιρετικά απλός, προσιτός και φιλικός απέναντι σε όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω επανειλημμένα τόσο στο χωριό του Πηλίου, όπου διέμενε τα καλοκαίρια, όσο και στο νησί μου, όταν το επισκεπτόταν.

Δ. Η τέταρτη παρατήρηση αφορά την στάση του απέναντι στον εκσυγχρονισμό. Το 1996, σε μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του για τον Χαρίλαο Τρικούπη, του οποίου υπασπιστής –και αργότερα βουλευτής– ήταν ένας άλλος Αριστόβουλος Μάνεσης, ο παππούς του, βρίσκει την ευκαιρία να επισημάνει με διεισδυτικότητα, προς κάθε κατεύθυνση, ότι ο εκσυγχρονισμός δεν είναι μια έννοια ταξικά και πολιτικά ουδέτερη και ως εκ τούτου δεν πρέπει να χρησιμοποιείται άνευ όρων, σαν ένα γενικά αποδεκτό σύνθημα. Με άλλα λόγια, ο Μάνεσης υπονοεί, εμμέσως πλην σαφώς, ότι είναι άλλο η άκριτη προσαρμογή στις εκάστοτε οικονομικές εξελίξεις, που αντιμετωπίζεται από πολλούς σαν να πρόκειται για προσαρμογή σε φυσικά φαινόμενα, και άλλο η προσεκτική διήθηση των οικονομικών και κοινωνικών δεδομένων της συγκυρίας, προκειμένου να επιλεγούν εκείνες οι πολιτικές λύσεις που όχι μόνον δεν ευνοούν την εγκατάλειψη των βασικών κεκτημένων του ευρωπαϊκού δημοκρατικού συνταγματισμού αλλά και καθιστούν όντως τον εκσυγχρονισμό στοιχείο της κοινωνικής προόδου.

Ε. Η πέμπτη και τελευταία παρατήρηση αφορά την στάση του απέναντι στην Ευρώπη. Ο Μάνεσης δεν ήταν απλώς ένας πρωτεργάτης της ευρωπαϊκής ιδέας, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και ένας θερμός και συνεπής θιασώτης της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης, σε όλη τη ζωή του. Δεν είναι δε διόλου συμπτωματικό ότι αυτός επελέγη, από την χώρα μας, για να υπογράψει την κοινή διακήρυξη κορυφαίων ευρωπαίων συνταγματολόγων, τον Μάιο του 1998, ως προς την ανάγκη να θεσπισθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύνταγμα που θα αποτελέσει το θεμέλιο αλλά και την επισφράγιση αυτής της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης, ώστε «να μπορεί να θεμελιώνει την εγκυρότητα των αποφάσεών της κατά τρόπο σχετικά αυτόνομο έναντι των οικονομικών και κυρίως δημοσιονομικών εξουσιών».

Από τότε βέβαια κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της ιστορίας και η Ευρωπαϊκή Ένωση πλήγωσε επανειλημμένα τους πολίτες της, πολύ δε περισσότερο τους Έλληνες. Παρά ταύτα, είμαι βέβαιος ότι και σήμερα ο Μάνεσης θα είχε την ίδια άποψη, διότι τον άκουσα επανειλημμένα να τονίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρόλες τις αδυναμίες και τα λάθη της, είναι το μόνο εν δυνάμει ισχυρό αντίβαρο απέναντι στην επαπειλούμενη κυριαρχία των αγορών και η μόνη πειστική προοπτική για την μακροπρόθεσμη διάσωση και διεύρυνση, σε ένα ανώτερο επίπεδο, των κατακτήσεων τόσο του ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού πολιτισμού, γενικά, όσο και του δημοκρατικού συνταγματισμού, ειδικότερα.

****

Αυτός ήταν λοιπόν σε αδρές γραμμές, στα δικά μου μάτια, ο άνθρωπος, ο διανοούμενος, ο ακαδημαϊκός, ο Δάσκαλος και ο φίλος, την μνήμη του οποίου τιμούμε σήμερα. Για την Ελλάδα, για τη Δημοκρατία, για την εν γένει ακαδημαϊκή και επιστημονική κοινότητα, ο Μάνεσης είναι πρώτα και πάνω από όλα ένα σύμβολο. Ήταν τόσο πολλά τα προτερήματά του, τόσο έντονη η προσωπικότητά του, τόσο εμβληματικό το έργο του και τόσο συνεπής η στάση του, που το μόνο που μπορώ να προσθέσω είναι το πόσο τυχεροί αισθανόμαστε όσοι υπήρξαμε μαθητές του. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν για μας, πέρα από όλα τα άλλα, ήταν και Δάσκαλος, με το Δ κεφαλαίο. Όχι μόνο γιατί, σε αντίθεση με άλλους, ήταν «Δάσκαλος που δίδασκε και λόγον… εκράτει». Αλλά και γιατί συζητούσε μαζί μας ατέλειωτες ώρες, μοχθούσε διορθώνοντας και ξαναδιορθώνοντας χειρόγραφα, πρότεινες λύσεις αλλά και επιζητούσε τον αντίλογο. Και όλα αυτά χωρίς πατερναλισμούς, χωρίς την επίκληση οποιασδήποτε αυθεντίας αλλά με ισότιμη αντιμετώπιση και με οικειότητα που ξάφνιαζαν ­ ή και σόκαραν ­ όσους δεν τον ήξεραν προσωπικά και είχαν την εικόνα ενός αυστηρού και απρόσιτου καθηγητή…

Εκτός όμως από τυχεροί, αισθανόμαστε και υπερήφανοι. Παρά τις αδυναμίες μας, τις διχογνωμίες μας, τα λάθη μας και τις αβλεψίες μας –ακόμη και σε αυτό το Συνέδριο- καταφέραμε, μέσα από αυτόν τον «Όμιλο», να επιτύχομε κάτι πολύ δύσκολο: να αντέξουμε στον χρόνο, να επεξεργασθούμε και να προωθήσουμε το έργο του και να διαχειριστούμε με προσοχή και σεβασμό την πολύτιμη παρακαταθήκη του. Καταφέραμε, δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο, παρά τις αποκλίνουσες συχνά θεωρητικές προσεγγίσεις ή προτεραιότητές μας, να αποτελέσουμε μια ανοιχτή και πλουραλιστική προέκταση του δημοκρατικού του συνταγματισμού αλλά και μια συλλογική συνέχειά του στη ζωή. Ένα πολύχρωμο και άσβεστο «Ζ», στον χώρο και τον χρόνο.

Sliding Sidebar

Επιπλέον Άρθρα