Α. Το τελευταίο διάστημα έχει ασκηθεί από πολλές πλευρές σκληρή κριτική στην κυβέρνηση, για επανάληψη αρνητικών πρακτικών του παρελθόντος, που συνοψίζονται στην μετεκλογική λαφυραγώγηση των δημόσιων αξιωμάτων από «αποτυχόντες πολιτευτές» και στελέχη «του κομματικού σωλήνα», χωρίς υψηλό μορφωτικό επίπεδο και αποδειγμένα τεχνοκρατικά προσόντα.
Η κριτική αυτή όμως, παρότι έχει βάση, εκκινεί από λάθος αφετηρία, εκλαμβάνοντας, αξιωματικά το μεν συνταγματικό κράτος, στο σύνολό του, σαν ουδέτερο διοικητικό μηχανισμό αποκομμένο από τις πολιτικές εξελίξεις τα δε δημόσια αξιώματα απλώς σαν υψηλόβαθμες διοικητικές θέσεις, που πρέπει να στελεχώνονται από πολιτικά άχρωμους «τεχνοκράτες», με μόνο κριτήριο το μορφωτικό επίπεδο και την επιστημονική και επαγγελματική τους κατάρτιση. Πρόκειται για μια ισοπεδωτική εν τέλει αντίληψη, η οποία ελέγχεται είτε ως αφελής και απολίτικη, όταν είναι καλοπροαίρετη, είτε ως συνειδητά παραπλανητική, όταν είναι υποβολιμαία.
Β. Από την άλλη, όμως, και η παραδοσιακή αντιμετώπιση, την οποία υιοθέτησε αυτούσια η νυν κυβέρνηση, είναι βαθύτατα προβληματική, καθώς στο παρελθόν τα δημόσια αξιώματα, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, είχαν χαρακτηρισθεί «πολιτικά» με εντελώς μικροκομματικά κριτήρια. Με άλλα λόγια ο ΣΥΡΙΖΑ αντέγραψε δυστυχώς, στο σημείο αυτό, τόσο το ΠΑΣΟΚ (που υπήρξε τόσο «γαλαντόμο» για τα δικά του τα παιδιά, ιδίως στις δύο πρώτες θητείες του) όσο και την ολοφυρόμενη σήμερα Νέα Δημοκρατία, η οποία, στις μετά το 2004 κυβερνητικές θητείες της, υπερέβη σε μικροκομματική νοοτροπία (με ολέθρια για την οικονομία αποτελέσματα) ακόμη και τις κυβερνήσεις των Κωνσταντίνου Καραμανλή (οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις του οποίου είχαν αποκλείσει από κάθε δημόσια θέση πάνω από το μισό του πληθυσμού…) και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (οι αθρόοι διορισμοί του οποίου στις ΔΕΚΟ, και ιδίως στη ΔΕΗ, πριν από τις εκλογές του 1993, άφησαν εποχή…).
Γ. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να προσχωρήσει στην άλλη ακραία εκδοχή, της πλήρους αποπολιτικοποίησης όλων των δημόσιων αξιωμάτων. Απλώς έπρεπε να προχωρήσει, για να αποδείξει ότι όντως διαφοροποιείται από τις «καθεστωτικές» πολιτικές, σε έναν προσεκτικό διαχωρισμό, χωρίς μικροκομματικές σκοπιμότητες και δεύτερες σκέψεις, μεταξύ των αμιγώς ή προεχόντως πολιτικών και των καθαρά διοικητικών αξιωμάτων. Στη συνέχεια, η λύση θα ήταν κατά την άποψή μου αυτονόητη:
Για μεν τα διοικητική φύσης αξιώματα, προκήρυξη με δημόσιο διαγωνισμό, τα αποτελέσματα του οποίου θα είναι δικαστικά ελέγξιμα, και θητεία που αφ’ενός μεν δεν θα συμπίπτει με την τετραετή βουλευτική περίοδο (πχ 5-7 έτη) αφ’ετέρου δε θα είναι ανανεώσιμη, με πολλαπλά εγγυημένη –και δικαστικά– διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι ο αρμόδιος υπουργός σε καμία περίπτωση δεν θα δικαιούται να ζητάει παραιτήσεις λόγω αλλαγής κυβέρνησης.
Για δε τα πολιτικής φύσης αξιώματα, επιλογή των προσώπων αποκλειστικά με κομματικά κριτήρια (ακόμα και με ποσοστιαία κατανομή τους, αν πρόκειται για κυβερνητικό συνασπισμό). Μια τέτοια πρακτική δεν είναι έξω από την λογική του πολιτεύματός μας και πολλώ μάλλον δεν συνιστά πολιτική παρεκτροπή, όπως υποστηρίζουν τα ποικίλα φερέφωνα μιας ακραία αντικομματικής και εν τέλει αντιδημοκρατικής προπαγάνδας. Αντίθετα, αποτελεί απόρροια του ιδιαίτερου συνταγματικού ρόλου των κομμάτων, ως ιδιότυπων πολιτικών θεσμών με αυτοτελή οργανωτική δομή, με συγκεκριμένες συλλογικές διαδικασίες και με κομβική σημασία για την ενεργοποίηση κρίσιμων κοινοβουλευτικών διαδικασιών.
Ως εκ τούτου τα κόμματα δεν χρειάζεται να κρύβονται πίσω από ψευδεπίγραφους αντικειμενικούς μηχανισμούς, όπως το αλήστου μνήμης opengav, το οποίο κατέληξε, χωρίς λόγο, σε θεσμική και κομματική παρωδία… Αν ένα αξίωμα είναι πολιτικό, το κόμμα αποφασίζει με τα δικά του πολιτικά κριτήρια, τα οποία προφανώς είναι άτυπα και διαφοροποιούνται από τα κριτήρια μιας δημόσιας προκήρυξης. Άρα είναι θεμιτό να τοποθετήσει σε αυτό και αποτυχόντες υποψήφιους βουλευτές –η αποτυχία εξ άλλου δεν είναι τεκμήριο πολιτική ανικανότητας…– αλλά και δοκιμασμένα σε κομματικές δραστηριότητες στελέχη, τα οποία, ακόμη και αν υστερούν σε τυπικά προσόντα, συχνά είναι πολύ προτιμότερα για τον χειρισμό πολιτικών υποθέσεων, συγκρινόμενα με τεχνοκράτες με βαρύγδουπους μεν τίτλους αλλά με ελάχιστη ή καθόλου πολιτική πείρα και συχνά (όπως συμβαίνει, ιδίως, με τους πανεπιστημιακούς…) με πλήρη αδυναμία να μοιράσουν ακόμη και δυο γαϊδουριών άχυρα…
Δ. Απομένει βέβαια ένα τελευταίο ζήτημα ανοιχτό: πως θα γίνει ο ως άνω διαχωρισμός; Θεωρώ ότι αυτό, με ελάχιστες εξαιρέσεις αξιωμάτων που ανήκουν σε γκρίζα ζώνη, είναι σχετικά εύκολο. Δεν χρειάζεται δηλαδή ιδιαίτερος προβληματισμός για να κατανοήσει κανείς ότι οι θέσεις των διοικητών των νοσοκομείων ή των περιφερειακών διευθυντών εκπαίδευσης δεν νοείται να καλύπτονται με κομματικά κριτήρια ή ότι στα μεγάλα και σημαντικά ως προς την εξειδίκευση της κυβερνητικής πολιτικής κρατικά νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου (πχ ΙΚΑ, ΟΑΕΔ κ.α.τ.) είναι διαφορετική η θέση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, που είναι προεχόντως πολιτική, και διαφορετική η θέση του διευθύνοντος συμβούλου, που έχει διοικητικό χαρακτήρα.
Ιδιαίτερη αναφορά, τέλος, πρέπει να γίνει για το αξίωμα των γενικών και ειδικών γραμματέων υπουργείων, που η πολιτική μας παράδοση το θέλει (με ελάχιστες εξαιρέσεις), αμιγώς πολιτικό. Ωστόσο, τα κόμματα θα έπρεπε από καιρό να είχαν συμφωνήσει ότι αρχικά σε ορισμένα υπουργεία, που από την φύση τους προϋποθέτουν ευρύτερες συναινέσεις (πχ άμυνας, παιδείας, υγείας, πολιτισμού), και στην συνέχεια σε όλα, θα μπορούσε να προβλεφθεί μια τουλάχιστον θέση «υπηρεσιακού» γενικού ή ειδικού γραμματέα, που θα εξασφαλίσει την συνέχεια της διοίκησης σε κορυφαίο επίπεδο και παράλληλα θα αποτελεί την ζωντανή θεσμική μνήμη ενός υπουργείου, τουλάχιστον ως προς τις κρισιμότερες αρμοδιότητές του.
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 14.11.2015