Αν κανείς ανατρέξει προσεκτικά στην στάση της σημερινής κυβέρνησης απέναντι στους θεσμούς του Κράτους Δικαίου, θα διαπιστώσει χωρίς μεγάλο κόπο ότι η εν εξελίξει κρίση στις σχέσεις της με την Δικαιοσύνη δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία.
Έχουν προηγηθεί, εδώ και πολύ καιρό, θέσεις και πρακτικές που δείχνουν ότι η κυβέρνηση προσπαθεί συχνά να παρουσιάσει τους θεσμούς αυτούς σαν «εμπόδιο» σε μια δήθεν αριστερή πολιτική, αναζητώντας απεγνωσμένα άλλοθι για να δικαιολογήσει όχι μόνον την πανικόβλητη υποχώρηση και την εγκατάλειψη όλων των «κόκκινων γραμμών» της αλλά την τόσο έντονη διάψευση των προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει στους πολίτες.
Ωστόσο, η στάση της απέναντι στην Δικαιοσύνη υπερέβη νομίζω όλα τα εσκαμμένα. Το μεγάλο πρόβλημα, εν προκειμένω, δεν είναι οι χοντροκομμένες και άκομψες λεκτικές επιθέσεις ορισμένων κυβερνητικών στελεχών –οι οποίες δείχνουν εύγλωττα το πολιτικό ποιόν τους– αλλά η πλήρης κάλυψη που παρέχει σε αυτές ο πρωθυπουργός, αποφαινόμενος λίγο πολύ, και μάλιστα αξιωματικά και κατηγορηματικά, ότι κάθε δικαστική απόφαση που δεν αρέσει στην κυβέρνησή του είναι υποβολιμαία, ή ακόμα και «στημένη», από τους πολιτικούς και κοινωνικούς αντιπάλους της (υπονοώντας ότι αυτοί ελέγχουν το «αστικό κράτος» και άρα υπαγορεύουν μέσω αυτού –και ιδίως μέσω της «αστικής δικαιοσύνης»– τις θελήσεις τους απέναντι στους «επαναστάτες ποπολάρους» του ΣΥΡΙΖΑ…)..
Είναι προφανές ότι δεν πρόκειται για μια απλή κριτική δικαστικών αποφάσεων (η οποία βέβαια είναι όχι μόνον θεμιτή αλλά και επιβαλλόμενη, όταν γίνεται με σοβαρά νομικά επιχειρήματα, δεδομένου μάλιστα ότι και η Δικαιοσύνη δεν βρίσκεται στην καλύτερη φάσης της). Πρόκειται, αντίθετα, για μια γενικότερη νοοτροπία, εξαιρετικά επικίνδυνη για τους θεσμούς. Πρώτον, διότι επαναλαμβάνει άκριτα τα παραδοσιακά στερεότυπα ενός αριστεροφανούς παλαιοημερολογητισμού, ο οποίος είναι εμφανές ότι δεν έχει κατανοήσει τους κανόνες της σύγχρονης συνταγματικής δημοκρατίας. Δεύτερον, και σπουδαιότερον, διότι όχι μόνον οδηγεί στην αναίρεση ακριβώς εκείνων των εγγυήσεων που αποτέλεσαν προεχόντως κατακτήσεις του ευρωπαϊκού προοδευτικού κινήματος αλλά και «νομιμοποιεί» άκριτα κυνικές παρεμβάσεις στον χώρο της Δικαιοσύνης (μπροστά στις οποίες ωχριούν ακόμη και οι ανάλογες παλαιότερων κυβερνήσεων, ιδίως της Νέας Δημοκρατίας).
Αυτό άλλωστε εξηγεί και τα μικροκομματικά κριτήρια που επικράτησαν ως προς την επιλογή (του συνόλου, σχεδόν) της ηγεσίας των Ανώτατων Δικαστηρίων της χώρας, για την οποία μάλιστα δεν τηρούνται ούτε τα προσχήματα, όπως έδειξε η άκρως προβληματική επιλογή μιας πρώην Προέδρου του Αρείου Πάγου (και πρώην Υπηρεσιακής Πρωθυπουργού…) στην θέση νομικού συμβούλου του Πρωθυπουργού, αμέσως μετά την λήξη της θητείας της (την οποία μάλιστα προσπάθησε να παρατείνει με χονδροειδή παραβίαση του Συντάγματος, προκαλώντας ανάμικτα αισθήματα θυμηδίας και οργής στον νομικό κόσμο αλλά και στους συναδέλφους της).
Με βάση αυτά τα δεδομένα, η επιβαλλόμενη πράγματι υπέρβαση της κρίσης στις σχέσεις των δύο εξουσιών μπορεί να γίνει μόνο με την πρωτοβουλία αυτού που την προκάλεσε, δηλαδή του ίδιου του Πρωθυπουργού (με την προϋπόθεση βέβαια –που είναι μάλλον υπόθεση β΄είδους… – ότι θα υπερβεί πρώτα, με έμπρακτη αυτοκριτική, τον ίδιο τον εαυτό του).
Με άλλα λόγια, αν υπάρχει διάθεση αποκατάστασης της ισορροπίας στην λειτουργία του Πολιτεύματος, η λύση είναι μια και μόνη: ο τρώσας και ιάσεται…
ΥΓ Ανήκω, λόγω και της πανεπιστημιακής μου ιδιότητας, σε αυτούς που βλέπουν με ιδιαίτερη συμπάθεια την περίπτωση της αναστολής της ποινής της Ηριάννας (αν και επιφυλάσσομαι να κρίνω κατηγορηματικά την απόφαση, πριν δω τις θέσεις της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας). Ωστόσο, μου προκάλεσε κακή εντύπωση το ότι στην δήλωσή της δεν βρήκε ούτε μια λέξη αποδοκιμασίας για την γνωστή έμπρακτη υποστήριξή της από τους «μπαχαλάκηδες». «Όταν έχεις τέτοιους φίλους τι τους θέλεις τους εχθρούς;», λέει ο θυμόσοφος λαός μας…
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ειδήσεις», 22.7.2017