Είναι αναμφίβολο ότι η σημαντικότερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση είναι η ριζική ανασυγκρότηση του κράτους. Στο σημείο αυτό, όμως, ανακύπτει το ερώτημα: είναι εφικτό σήμερα, με δεδομένους τους καταναγκασμούς της συγκυρίας, να επιχειρηθεί μια τέτοια μεταρρύθμιση σε πράγματι ρηξικέλευθη και προοδευτική κατεύθυνση;
Η απάντηση είναι νομίζω θετική, υπό μία όμως απαρέγκλιτη –και ανεύρετη έως σήμερα– προϋπόθεση: να είναι απόρροια μιας συγκεκριμένης στρατηγικής, που θα διαφοροποιηθεί πλήρως από τις μέχρι τώρα σπασμωδικές, αποσπασματικές και εμβαλωματικές επιλογές. Μια τέτοια στρατηγική θα εκκινεί από έναν ολόπλευρο αναστοχασμό, ως προς το πολιτικοδιοικητικό σύστημα που επικράτησε μετά την μεταπολίτευση, και θα καταλήγει σε στοχευμένες συγκρούσεις για μια συνολική αλλαγή παραδείγματος, ως προς την αντιμετώπιση των δομικών παθογενειών του.
Θα ξεκινήσω, σήμερα, από τον πυρήνα αυτής της επιβαλλόμενης κατά την άποψή μου στρατηγικής, που θα την ορίσω σαν «διμέτωπο αντικαθεστωτισμό», επιχειρώντας να εξηγήσω τόσο τον όρο όσο και το περιεχόμενό του:
Αν θελήσουμε να εντοπίσουμε το θεμελιακό πρόβλημα του πολιτικοδιοικητικού μας συστήματος, θα καταλήξουμε νομίζω, από τον ένα ή τον άλλο δρόμο, στον βαθύτατο «καθεστωτισμό», που διαπερνά όλες τις πτυχές του. Σταδιακά, χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπη και χωρίς αιδώ, για να παραφράσουμε τον ποιητή, γύρω από το θεσμικό οικοδόμημα της μεταπολίτευσης χτίσθηκαν πανύψηλα καθεστωτικά τείχη, που όχι μόνον το απομόνωσαν από την νομιμοποιητική του βάση, την λαϊκή κυριαρχία, αλλά και υπέθαλψαν, στο εσωτερικό του, όλες τις παθογένειες που είδαμε να εκδηλώνονται ανάγλυφα στην σημερινή κρίση. Αυτές τις παθογένειες θα μπορούσαμε, νομίζω, να τις κατατάξουμε σε δύο βασικές κατηγορίες:
Η πρώτη κατηγορία, συνδέεται με αυτό που θα λέγαμε κρατικοοικονομικό κατεστημένο. Πρόκειται για τα προκλητικά προνόμια και τις πολυειδείς καθεστωτικές νοοτροπίες και πρακτικές που απορρέουν από τις εξουσιαστικές παρεκτροπές κορυφαίων πολιτικοδιοικητικών θεσμών και ιδίως από τις υπόγειες –και συνήθως αθέμιτες– συναλλαγές του πολιτικού προσωπικού τους με ποικίλα οικονομικά και “μιντιακά” συμφέροντα, στο πλαίσιο της διαβόητης πλέον διαπλοκής. Μιας διαπλοκής που έχει έντονο ελληνικό χρώμα, διότι στην πραγματικότητα δεν αφορά, όπως σε άλλες χώρες του ορθολογικού καπιταλισμού, την αθέμιτη συναλλαγή δύο διαφορετικών –διακριτών και σχετικά αυτόνομων– τομέων, του κρατικού και του ιδιωτικού, αλλά την «αποικιοποίηση» του δημοσίου από ένα ιδιότυπο οικονομικό παρακράτος, που αναπτύχθηκε παρασιτικά γύρω του και εξακολουθεί να το απομυζά ποικιλοτρόπως. Διαμορφώθηκε έτσι, συν τω χρόνω, ένα πολύπλοκο και αυτοτροφοδοτούμενο κρατικοοικονομικό εξουσιαστικό σύμπλεγμα, το οποίο μπλοκάρει κάθε μη ελεγχόμενη από αυτό αλλαγή και χρωματίζει κατά ένα τρόπο μοναδικό –και άκρως αποκαρδιωτικό– τη λειτουργία του πολιτικοδιοικητικού συστήματος.
Πέρα όμως από αυτόν τον κρατικοοικονομικό «καθεστωτισμό» της κορυφής (που αμαύρωσε την κυβερνητική θητεία τόσο της Νέας Δημοκρατίας όσο και του ΠΑΣΟΚ), υπάρχει και μια δεύτερη κατηγορία, διόλου αμελητέα, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε κοινωνικοπολιτικό «καθεστωτισμό», διότι αφορά τις παθογένειες του συνόλου σχεδόν των διαμεσολαβητών του πολιτικοδιοικητικού συστήματος (κομμάτων και συνδικάτων) και εκδηλώνεται με νοοτροπίες και πρακτικές που αναπαράγουν τον πελατειακό κρατισμό, τον συντεχνιασμό και τον λαϊκισμό. Αυτός ο «καθεστωτισμός», διανθισμένος με ισχυρές δόσεις αριστερισμού και εργατισμού, έχει πλέον «μεταναστεύσει» μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ (παρά την απόσχιση των εκφραστών της χειρότερης εκδοχής του), αποτελώντας, ίσως, την σημαντικότερη τροχοπέδη του.
Βάσει των ανωτέρω, που εκτέθηκαν κατ’ανάγκην σχηματικά και ελλειπτικά, για να είναι όντως προοδευτική μια μεταρρυθμιστική πρόταση για το κράτος πρέπει απαρεγκλίτως να ενταχθεί σε μια στρατηγική διμέτωπης ρήξης, που θα στοχεύει στην ανατροπή των πάσης φύσεως κατεστημένων νοοτροπιών και πρακτικών που έχουν στοιχειώσει στο εσωτερικό του ελληνικού πολιτικοδιοικητικού συστήματος. Ωστόσο, στο σημείο αυτό απαιτείται μια περαιτέρω διευκρίνιση. Οι προτάσεις αυτές πρέπει μεν να είναι ριζοσπαστικές και καινοτόμες, σε καμία όμως περίπτωση δεν πρέπει να οδηγούν στο να πεταχτεί, μαζί με τα απόνερα του «καθεστωτισμού», και το παιδί, δηλαδή οι πολύτιμες κατακτήσεις του παγκόσμιου δημοκρατικού και προοδευτικού κινήματος.
Ειδικότερα, η ρήξη με τον κρατικοοικονομικό «καθεστωτισμό» – που ήταν άλλωστε, έστω και ακατέργαστα, το βασικό μήνυμα και αυτών των εκλογών– δεν πρέπει με κανένα τρόπο να οδηγεί σε μια λογική απόρριψης και της ίδιας της Δημοκρατίας (όπως συμβαίνει προεχόντως με την ολοκληρωτική ιδεολογία της Χρυσής Αυγής αλλά και με ποικίλες άλλες «αντισυστημικές» αντιλήψεις που καλλιεργούνται τελευταία, τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος). Επίσης, δεν πρέπει να συνεπάγεται ούτε τον έμμεσο στιγματισμό κάθε είδους επιχειρηματικότητας και, γενικότερα, ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας, δεδομένου ότι, στο ορατό μέλλον τουλάχιστον, η προτεραιότητα για τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις δεν είναι –και δεν μπορεί να είναι– η ανατροπή της οικονομίας της αγοράς αλλά ο κοινωνικός και δημοκρατικός έλεγχός της (που καθίσταται ολοένα και δυσκολότερος στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και της οικονομικής κρίσης).
Αλλά και η ρήξη με τον λαϊκισμό, τον πελατειακό κρατισμό και τον συντεχνιασμό, δηλαδή με τις παρεκτροπές που συνθέτουν τον κοινωνικοπολιτικό «καθεστωτισμό», δεν πρέπει επουδενί να ταυτισθεί με αντιλήψεις και πρακτικές που οδηγούν σε παράλληλη άρνηση του λαού, του δημόσιου χώρου και του συνδικαλισμού. Μια τέτοια αντίληψη, η οποία εκπορεύεται από ποικιλώνυμους φορείς δήθεν αντιλαϊκιστικών αλλά στην πραγματικότητα ολιγαρχικών αντιλήψεων, όχι μόνον αμφισβητεί τους πλέον κρίσιμους θεσμικούς πυλώνες της σύγχρονης δημοκρατίας αλλά και υπονομεύει τα μόνα αποτελεσματικά πολιτικά αντίβαρά της, απέναντι στην καταθλιπτική κυριαρχία των αγορών…
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 03.10.2015