Στο προηγούμενο άρθρο (ΕφΣυν 3.10.2015) υποστήριξα ότι μια κυβέρνηση δεν μπορεί να λέγεται προοδευτική αν δεν αποσκοπεί, ταυτόχρονα, αφενός μεν στην κατάργηση των στεγανών του «κρατικοοικονομικού» καθεστωτισμού αφετέρου δε στην ανατροπή των λαϊκιστικών, κρατικιστικών και συντεχνιακών στερεοτύπων του «κοινωνικοπολιτικού» καθεστωτισμού. Τι σημαίνει όμως αυτό στην πράξη, αναφορικά με το πολιτικό σύστημα;
Α. Σε ότι αφορά την ρήξη με τα κρατικοοικονομικά κατεστημένα, το πρώτο που πρέπει να αντιμετωπισθεί είναι τα ποικίλα προνόμια του πολιτικού προσωπικού, τα οποία κατ’εξοχήν καλλιεργούν και αναπαράγουν καθεστωτικές νοοτροπίες και πρακτικές, αναγορεύοντας το ανώτερο πολιτικό προσωπικό σε μια στεγανοποιημένη elite, αποκομμένη από τα προβλήματα και τις αγωνίες των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων.
Τι εννοούμε όμως προνόμια; Σημείο εκκίνησης δεν μπορεί παρά να είναι η ευνοϊκή ποινική μεταχείριση των υπουργών και των βουλευτών, η οποία, πανθομολογουμένως πλέον, πρέπει να καταργηθεί, με την αφαίρεση της διωκτικής αρμοδιότητας από την Βουλή και την ανάθεσή της σε δικαστικό όργανο (αυξημένου κύρους, πάντως, για να αποφύγουμε τους κινδύνους της καταχρηστικής άσκησης ποινικών διώξεων…). Υπάρχουν βέβαια και άλλα προνόμια, μισθολογικά ή φορολογικά, τα οποία επίσης πρέπει να καταργηθούν, όχι μόνον διότι προκαλούν, όταν οι πολίτες υφίστανται τόσες και τέτοιες μειώσεις, αλλά και διότι αυτά αποτελούν το άλλοθι για να διατηρηθούν αντίστοιχα προνόμια και για άλλους λειτουργούς του «βαθέος κράτους»…
Καθεστωτισμό όμως αποπνέουν και οι εξεταστικές επιτροπές, διότι συχνά κινούνται σε μια λογική συγκάλυψης και αποσιώπησης των παρεκτροπών του οικονομικοπολιτικού κατεστημένου, επιτείνοντας την απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Ερωτάται λοιπόν: γιατί να μην ανατίθεται (με απόφαση της Βουλής, αρχικά, και με συνταγματική πρόβλεψη, αργότερα) το πρώτο στάδιο του έργου τους σε ανεξάρτητες από τα κόμματα προσωπικότητες (και υπάρχουν ευτυχώς πολλές) ώστε να μην υπάρχει υπόνοια για πρυτάνευση τέτοιων σκοπιμοτήτων;
Σημαντικό ζήτημα, στο πεδίο του κρατικοοικονομικού καθεστωτισμού, είναι και αυτό της διαπλοκής, το οποίο έχει δύο κυρίαρχες όψεις: αφ’ενός μεν το μαύρο πολιτικό χρήμα και την εν γένει αθέμιτη πολιτική συναλλαγή αφ’ετέρου δε το κατεστημένο των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ.
Ως προς το πρώτο, το κρίσιμο είναι να υπάρξει ισχυρή και άκαμπτη πολιτική βούληση, καθώς οι πρόσφορες λύσεις έχουν ήδη προ πολλού διατυπωθεί, τόσο για το πώς μπορούν να αποκατασταθούν συνθήκες πλήρους διαφάνειας στην χρηματοδότηση και επικοινωνιακή ενίσχυση κομμάτων, αυτοδιοικητικών συνδυασμών και υποψηφίων όσο και για το πώς μπορεί να καταργηθεί (ή, έστω, να τροποποιηθεί ριζικά) το σύστημα του σταυρού προτίμησης, που είναι η καρδιά όχι μόνον του πελατειακού συστήματος αλλά και των πάσης φύσεως καθεστωτικών συναλλαγών μεταξύ αγοράς και πολιτικής. Όσον αφορά, δε, το πεδίο της λειτουργίας των ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ, καλές οι διακηρυγμένες προθέσεις της παρούσας κυβέρνησης αλλά δεν αρκούν, καθώς το σχετικό νομοσχέδιο προκαλεί σοβαρά ερωτήματα ως προς το αν θα επιχειρηθεί όντως μια διαφανής, συνολική και εκ βάθρων αναρρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, με μοναδικό κριτήριο τις σχετικές συνταγματικές επιταγές περί ισότητας, αντικειμενικότητας και ποιότητας (βλ. ΕφΣυν 22.8.2015).
Ανάλογος είναι και ο προβληματισμός για την ρύθμιση των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας. Είναι ώρα, νομίζω, εν όψει και των πρόσφατων εξελίξεων, να επιχειρηθεί μια αποφασιστική ρήξη με το ισχύον ιδιότυπο καθεστώς (η οποία σημαίνει, ταυτόχρονα, αποεκκλησιαστικοποίηση του Κράτους και αποκρατικοποίηση της Εκκλησίας), ώστε να καταργηθεί επιτέλους, με όρους πάντως σεβασμού και τιμής στην θρησκευτική μας παράδοση, ο τελευταίος αντιδημοκρατικός αναχρονισμός της ελληνικής έννομης τάξης.
Β. Λίγα λόγια και για τον άλλο, τον κοινωνικοπολιτικό αντικαθεστωτισμό, η αντιμετώπιση του οποίου, πάντως, είναι πιο περίπλοκη, διότι το πρόβλημα είναι προεχόντως πολιτικό και πολιτισμικό. Ωστόσο, υπάρχουν και εδώ πεδία θεσμικών παρεμβάσεων. Για παράδειγμα, το Σύνταγμα αφήνει μεγάλα περιθώρια για αυστηρές ρυθμίσεις ως προς την λειτουργία των δημόσιων επιχειρήσεων, τόσο σε σχέση με την συλλογική αυτονομία όσο και σε σχέση με το δικαίωμα της απεργίας, ώστε να αποτραπούν οι παλαιές παρεκτροπές του καθεστωτικού συντεχνιασμού. Ωστόσο, είναι άλλο ζήτημα η αναγνώριση της αναγκαιότητας αυτών των περιορισμών, για την προστασία του γενικότερου συμφέροντος και άλλο η αντισυνταγματική αντιμετώπιση συλλήβδην του συνδικαλισμού και της απεργίας, που οδήγησε στο πρόσφατο παρελθόν σε έναν ιδιότυπο «συνταγματικό μιθριδατισμό», ως προς την παραβίαση των εργασιακών και των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Όσο δε για την αντιμετώπιση του λαϊκισμού, εκείνο που επείγει δεν είναι νέοι θεσμοί αλλά η αποτροπή, με πρόσφορες ρυθμίσεις, της καταχρηστικής αξιοποίησης των ισχυόντων (πχ διάλυση Βουλής, εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, δημοψήφισμα), στο όνομα δήθεν του λαού, όπως συνέβη ουκ ολίγες φορές, παλαιότερα μεν από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ πρόσφατα δε και από τον ΣΥΡΙΖΑ…
Παράλληλα όμως, για να είναι αξιόπιστος και όχι προσχηματικός ή υποβολιμαίος ο αντιλαϊκιστικός λόγος, πρέπει να συγκρούεται, παράλληλα, και με την ολιγαρχική αντίληψη περί πλήρους υποκατάστασης της δημοκρατίας από τους πρόσκαιρους διαχειριστές της. Ως εκ τούτου, πρέπει να συνοδεύεται από προτάσεις ευρύτερης και γνησιότερης συμμετοχής του λαού στις αποφάσεις που τον αφορούν αλλά και καθιέρωσης θεσμών διαφάνειας, λογοδοσίας και ελέγχου, με στόχο την αναζωογόνηση της πολιτικής μας ζωής και την τόνωση των κουρασμένων δημοκρατικών αντανακλαστικών του πολιτικού μας συστήματος.
Και είναι αυτή ακριβώς η ζωντανή λαϊκή συμμετοχή που μπορεί να επιταχύνει την αναγκαία φυγή προς τα μπρος, επανασυνδέοντας το πολιτικό μας σύστημα με τις δημοκρατικές του ρίζες και επιφέροντας, εν τέλει, το αποφασιστικό χτύπημα στα καθεστωτικά τείχη του παλαιοκομματισμού, του πελατειασμού και της διαπλοκής…
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 18.10.2015