Το τελευταίο διάστημα η χώρα βρίσκεται σε μια από τις πλέον κρίσιμες καμπές της ιστορίας της. Από την μια η οικονομική κρίση, που εξακολουθεί να την κατατρύχει και να κρατάει, κατ’επέκτασιν, ανοιχτό το ενδεχόμενο του Grexit και από την άλλη ο εγκλωβισμός χιλιάδων προσφύγων στη χώρα μας συνθέτουν ένα εξαιρετικά αρνητικό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον και προκαλούν στους πολίτες αισθήματα κατάθλιψης και απόγνωσης για το μέλλον του τόπου.
Και αυτό το περιβάλλον το επιβαρύνουν δυστυχώς, ακόμη περισσότερο, αφ’ενός μεν οι προβληματικές δομές του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος, παρά τις πομπώδεις εξαγγελίες, ελάχιστα έχει βελτιωθεί κατά την οκταετία της κρίσης, αφ’ετέρου δε το παραπαίον κομματικό σύστημα, το οποίο είναι εμφανές ότι είναι τραγικά αναντίστοιχο με τις προκλήσεις των καιρών. Το χειρότερο δε είναι ότι οι σημερινές ηγεσίες των κομμάτων περί άλλα τυρβάζουν. Επιδιδόμενες διαρκώς σε σκιαμαχίες που καλλιεργούν ή/και αναπαράγουν το οξύτατα πολωτικό κλίμα που διαμορφώθηκε κατά την περίοδο της κρίσης, ούτε δείχνουν να κατανοούν το βάρος των ως άνω εκρηκτικών προβλημάτων αλλά ούτε και πείθουν ότι μπορούν –ή έστω ότι θέλουν– να συμβάλουν στη λύση τους. Οι γέφυρες συνεννόησης ανατινάζονται η μια μετά την άλλη και η συναίνεση που διαμορφώθηκε για την υπογραφή της νέας συμφωνίας έχει ήδη εξανεμισθεί μέσα σε ένα διαρκές “blame story”.
Ωστόσο, είναι τόσο φανερό σε όσους βρίσκονται εκτός των στενών κομματικών διαμαχών (τόσο στο εσωτερικό όσο και, ιδίως, στο εξωτερικό) ότι απαιτείται στοιχειώδης συνδιαλλαγή για τα κρίσιμα ζητήματα, που απορεί κανείς για την «κομματική μας τύφλωση».
Από πού να ξεκινήσει κανείς. Από την κυβέρνηση, που δεν εννοεί να εγκαταλείψει τα κατάλοιπα της τυφλής και διχαστικής αντιμνημονιακής ρητορείας των πρώτων χρόνων, ενώ είναι γνωστό ότι –ευτυχώς για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας– έχει ανακρούσει πρύμναν, και μάλιστα με στροφή 180 μοιρών, και έχει ήδη υπογράψει το δικό της μνημόνιο; Ή από την αντιπολίτευση –και ιδίως την αξιωματική– η οποία υιοθετεί και αυτή με την σειρά της, παρά την αλλαγή της ηγεσίας της, την λογική του όχι σε όλα (με μερική εξαίρεση το προσφυγικό) λες και είναι δυνατόν να πραγματωθεί αυτό το μνημόνιο, που κατ’ουσίαν το συνυπέγραψε, χωρίς την λήψη νέων επώδυνων μέτρων;
Και ειδικότερα:
Είναι δυνατόν ο ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει κάνει έως τώρα ούτε καν στοιχειώδη αυτοκριτική για μια σειρά αποκρουστικών και αντιδημοκρατικών πρακτικών (όπως οι βαθύτατα προσβλητικές εκφράσεις και τα γιαουρτώματα) που είτε προκάλεσε είτε, έστω, ανέχθηκε, στην πορεία του προς την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας αλλά και στο πρώτο, ιδίως, εξάμηνο, της άσκησής της; (οπότε και πράγματι μας «τρέλανε», για να χρησιμοποιήσω μια χαρακτηριστική έκφραση του πρωθυπουργού, με κάποιες άκρως διχαστικές επιλογές του); Και από την άλλη, είναι δυνατόν η Νέα Δημοκρατία να μην έχει κάνει έστω και στοιχειώδη αυτοκριτική για την περίοδο που ήταν η ίδια στην αντιπολίτευση, οπότε και τορπίλισε, με οξείς συγκρουσιακούς τόνους, κάθε προσπάθεια κοινής αντιμετώπισης των προβλημάτων –που η ίδια εν πολλοίς δημιούργησε– θυσιάζοντας στον βωμό της δικής της επικράτησης το μέλλον της χώρας; (το οποίο και στην συνέχεια υπονόμευσε, στο πλαίσιο της συγκυβέρνησης, με επίσης διχαστικές επιλογές, όπως το πολιτικά και θεσμικά απαράδεκτο κλείσιμο της ΕΡΤ;).
Είναι δυνατόν να μην έχει ειπωθεί ούτε ένα “mea culpa”, για τα βαθιά τραύματα που έχουν επιφέρει στο σώμα του Συντάγματος και των θεσμών, εναλλάξ, τόσο τα σήμερα κυβερνώντα όσο και τα σήμερα αντιπολιτευόμενα κόμματα, άλλοτε υπηρετώντας εξαιρετικά αμφιλεγόμενες θεσμικές επιλογές (πτυχές των μνημονίων, κατάχρηση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου και κατεπειγουσών νομοθετικών διαδικασιών), άλλοτε υιοθετώντας έναν επικίνδυνο συνταγματικό λαϊκισμό (που βαφτίζει αντισυνταγματικό ό,τι δεν είναι αρεστό) και άλλοτε καταφεύγοντας σε θεσμικούς εκβιασμούς, όπως συνέβη με την ουσιαστική καταστρατήγηση της διαδικασίας ανάδειξης του Προέδρου της Δημοκρατίας (τόσο από την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, παλαιότερα, όσο και από τον ΣΥΡΙΖΑ, πιο πρόσφατα) αλλά και με το άκρως προβληματικό δημοψήφισμα; (το οποίο μάλιστα, πέρα από το ότι δεν πληρούσε καν τις στοιχειώδεις νομικοπολιτικές προδιαγραφές του θεσμού, κανείς δεν κατάλαβε γιατί έγινε;).
Αλλά και περαιτέρω: είναι δυνατόν η Κυβέρνηση να διακατέχεται σήμερα, σε μια εποχή που χρειάζεται περισσότερο από ποτέ όλο το ζωντανό και αξιόλογο δυναμικό του τόπου, από μια λογική που θεωρεί όλους τους άλλους (πλην της λούμπεν ακροδεξιάς του ανεκδιήγητου Καμμένου, ενδεχομένως δε και της καρικατούρας του κέντρου του επίσης ανεκδιήγητου Λεβέντη…) σαν «εσωτερικό εχθρό», απέναντι στον οποίο πρέπει να κρατηθούν στεγανές οι δημόσιες θέσεις; (και δεν αναφέρομαι βέβαια σε όλες τις θέσεις –καθώς υπάρχουν κάποιες που είναι πράγματι πολιτικές και πρέπει να στελεχώνονται από κομματικά στελέχη της απόλυτης εμπιστοσύνης της ηγεσίας– αλλά σε θέσεις που στην πραγματικότητα δεν είναι πολιτικές και θα έπρεπε ήδη να έχουν στελεχωθεί από το ΑΣΕΠ ή με αδιάβλητους κρατικούς διαγωνισμούς και όχι να αναπαράγεται η παραδοσιακή λογική για κατάληψη της κρατικής εξουσίας από στρατιές ημετέρων, πολλώ δε μάλλον συγγενών και φίλων, προερχόμενων από το ισχνό αρχικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα μειωμένο αισθητά λόγω αποχωρήσεων…).
Παράλληλα, όμως, είναι δυνατόν να παίζουν τον ρόλο του τιμητή οι πρώτοι διδάξαντες της πελατειακής συναλλαγής (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) όταν ακόμη βογκούν οι δημόσιες υπηρεσίες από τους αναξιοκρατικούς διορισμούς τους, που ξεχείλωσαν το ελληνικό κράτος με ακατάλληλους υπαλλήλους, αλλά και όταν είναι τόσο νωπή και η δική τους λογική για τις «πολιτικές» θέσεις, όπως εκφράσθηκε με τόσο με τον γενναιόδωρο προσδιορισμό τους όσο και με την γνωστή κατανομή μεταξύ τους στην τελευταία συγκυβέρνηση;
Αν σε αυτά προσθέσουμε και τον οξύ καταγγελτικό λόγο, ένθεν κακείθεν, που αφήνει διαρκώς ανοιχτό των δρόμο κάποιων αμφιλεγόμενων, αν μή τι άλλο, δικαστικών διώξεων, καθώς και την οξεία αλλά μάλλον προσχηματική ρητορεία όλων των πλευρών κατά της διαπλοκής, που καταλήγει σε επίσης αμφιλεγόμενες –πολιτικά και συνταγματικά– κινήσεις ως προς την (αναγκαία) ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου, έχουμε πλήρη την εικόνα ενός κομματικού συστήματος το οποίο, παρά τις υπερβάσεις που έχει κάνει, για τα δικά του δεδομένα, εξακολουθεί πόρρω να απέχει από αυτό που απαιτούν οι καιροί. Δηλαδή από ένα σύστημα σοβαρών, κυβερνητικά ώριμων και πολιτικά νηφάλιων πολιτικών δυνάμεων, που θα κινούνται μεν στον χώρο είτε της Αριστεράς είτε της Δεξιάς με τις ποικίλες παραλλαγές τους (διότι δεν υπάρχει μία μόνο εκδοχή της καθεμιάς) πλην όμως θα διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση τις επιτακτικά αναγκαίες σήμερα αναγκαίες συνεννοήσεις και συναινέσεις. Που θα διαμορφώνουν δηλαδή το κλίμα αφ’ενός μεν για την επίτευξη συγκλίσεων στους αντίστοιχους χώρους (ανάλογων με αυτές που χαρακτηρίζουν την ευρεία Δεξιά της Γαλλίας και της Γερμανίας ή την ευρεία Αριστερά της Σουηδίας και της Πορτογαλίας, αντίστοιχα) αφ’ετέρου δε για την από κοινού αντιμετώπιση των πλέον κρίσιμων εθνικών ζητημάτων από το σύνολο των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων. ΚΙ αυτό βέβαια δεν σημαίνει ισοπέδωση των ιδεολογικών και πολιτικών διαφορών αλλά ούτε και εκβιασμένες οικουμενικές «λύσεις». Σημαίνει όμως ουσιαστική και εποικοδομητικό διάλογο ανάμεσα σε πολιτικές δυνάμεις με καθαρές και ιδεολογικοπολιτικά επεξεργασμένες θέσεις, ώστε να αναζητηθούν συνθετικά κοινοί τόποι, τουλάχιστον για τα στοιχειώδη: την διασφάλιση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, την συντομότερη δυνατή υπέρβαση της οικονομικής κρίσης (με την επίλυση, ιδίως, χρονιζόντων προβλημάτων, όπως το ασφαλιστικό, το φορολογικό κττ), την μεταρρύθμιση του διοικητικού και πολιτικού συστήματος (με ή χωρίς συνταγματική αναθεώρηση), και την αντιμετώπιση εθνικών θεμάτων, με πρώτη προτεραιότητα το προσφυγικό.
Αν αυτός ο διάλογος δεν ξεκινήσει ως τάχιστα και αν, γενικότερα, οι πολιτικές δυνάμεις εξακολουθήσουν να πάσχουν από καθήλωση στο εφηβικό πολιτικό στάδιο, της αμεριμνησίας και της ανευθυνότητας, τα αποτελέσματα δεν θα είναι καταστροφικά μόνο για το κομματικό σύστημα, με την συρρίκνωση ή εξαφάνιση των υπαρχόντων και την ανάπτυξη ή ενδυνάμωση ακραίων και επικίνδυνων πολιτικών υποκειμένων. Το (μακράν) χειρότερο είναι ότι θα είναι καταστροφικά και για την ίδια τη χώρα, η οποία ήδη ισορροπεί επικίνδυνα στο χείλος του γκρεμού…
*Δημοσιεύτηκε στην Διαδικτυακή Εφημερίδα Γνώμης “Ανοιχτό Παράθυρο”, 07.03.2016