*Συνέντευξη για το θέμα του ασυμβιβάστου της κας Όλγας Γεροβασίλη στον Βασίλη Χιώτη, Πρώτο Θέμα, 07/08.01.2017
Είναι γνωστό, κ. καθηγητά, ότι έχετε ασχοληθεί ειδικά με τα ζητήματα των κωλυμάτων και των ασυμβιβάστων των βουλευτών. Θα θέλαμε λοιπόν την άποψή σας ως προς το αν η κα Γεροβασίλη ενέπιπτε στο ασυμβίβαστο του άρθρου 57 του Συντάγματος, όπως υποστήριξε η εφημερίδα μας.
Πράγματι, κ. Χιώτη, για τα θέματα αυτά έχω συγγράψει σχετική μονογραφία (Κωλύματα εκλογιμότητας και ασυμβίβαστα βουλευτών, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2006), στην οποία και παραπέμπω για μια πιο αναλυτική προσέγγιση, που δεν είναι, όπως καταλαβαίνετε, εφικτή στο πλαίσιο μιας συνέντευξης. Πολύ σύντομα, πάντως, μπορώ να σας πω ότι από τα στοιχεία που έχουν δει έως τώρα το φως της δημοσιότητας, φαίνεται ότι όντως συνέτρεχε κοινοβουλευτικό ασυμβίβαστο στο πρόσωπο της κας Γεροβασίλη, διότι, όπως παραδέχθηκε και η ίδια, ήταν μέτοχος σε επιχείρηση η οποία παρείχε υπηρεσίες προς το δημόσιο. Δεδομένου, δε, ότι το ασυμβίβαστο αυτό ισχύει αντικειμενικά, δηλαδή ασχέτως του αν η συγκεκριμένη επιχείρηση προέβη –ή έστω μπορούσε να προβεί– σε αθέμιτες συμπεριφορές, η κα Γεροβασίλη θα έπρεπε να είχε επιλέξει με δήλωσή της, μέσα στο προβλεπόμενο από το άρθρο 57 παρ. 2 οκταήμερο, είτε την ιδιότητα του μετόχου είτε το βουλευτικό αξίωμα.
Αυτό τι σημαίνει από νομική άποψη; Η παραχώρηση των μετοχών της όταν ανέλαβε υπουργός την απαλλάσσει από νομικές ευθύνες ή μπορεί να χάσει αναδρομικά την βουλευτική ιδιότητα;
Σύμφωνα με το παραπάνω άρθρο, όποιος δεν κάνει εμπρόθεσμα αυτήν την δήλωση, «εκπίπτει αυτοδικαίως από το αξίωμα του βουλευτή». Ωστόσο, στο σημείο αυτό απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, διότι ένας μη νομικός είναι εύκολο να καταλήξει σε λάθος συμπεράσματα, αγνοώντας την σημασία και τον ρόλο της ερμηνείας του Συντάγματος. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν με το θέμα αυτό έχει ασχοληθεί επί τούτω το αρμόδιο Δικαστήριο, δηλαδή το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος, ως Εκλογοδικείο. Σύμφωνα δε με την πάγια πλέον νομολογία αυτού του Δικαστηρίου, για να επέλθει η «αυτοδίκαια έκπτωση» από το βουλευτικό αξίωμα, λόγω μη εμπρόθεσμης δήλωσης επιλογής μεταξύ του αξιώματος αυτού και της ιδιότητας του μετόχου, πρέπει να συντρέξουν, υποχρεωτικά και σωρευτικά, δύο προϋποθέσεις:
Πρώτον, να υποβληθεί σχετική ένσταση από όποιον έχει έννομο συμφέρον (δηλαδή είτε από αναπληρωματικό βουλευτή –που θα κέρδιζε έτσι την έδρα ή θα βελτίωνε τη θέση του– είτε από ψηφοφόρο της οικείας εκλογικής περιφέρειας) και
Δεύτερον, η σχετική απόφαση να ληφθεί αποκλειστικά από το προαναφερθέν Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Εκλογοδικείο), το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο.
Με δεδομένο, λοιπόν, το ότι η κα Γεροβασίλη δεν έχει πλέον την ιδιότητα του μετόχου σε επιχείρηση που παρέχει υπηρεσίες στο Δημόσιο, ακόμη και αν ασκηθεί σχετική ένσταση αυτή θα κριθεί από το παραπάνω Δικαστήριο ως απαράδεκτη, δηλαδή θα απορριφθεί για έλλειψη έννομου συμφέροντος και δεν θα εξετασθεί επί της ουσίας.
Με άλλα λόγια, η άποψή μου είναι ότι η υπόθεση του ασυμβιβάστου της κας Γεροβασίλη νομικά έχει ήδη κλείσει και παρουσιάζει πλέον μόνον (ηθικο)πολιτικό ενδιαφέρον.